Η εθνική συνεννόηση δεν είναι πολυτέλεια
Άρθρο γνώμης
Η Ελλάδα καλείται να ισορροπήσει σε ένα περιβάλλον αβεβαιότητας και ρευστών συμμαχιών

Η Ελλάδα βρίσκεται δυστυχώς σε μια περίοδο όπου οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει στην εξωτερική της πολιτική δεν είναι απλώς πολυμέτωπες, είναι και διαρκώς εξελισσόμενες. Από τη Μεσόγειο μέχρι τα Βαλκάνια και από τα ανατολικά μας σύνορα, τη Μέση Ανατολή μέχρι τις γεωπολιτικές πιέσεις του πολέμου στην Ουκρανία, η Ελλάδα καλείται να ισορροπήσει σε ένα περιβάλλον αβεβαιότητας και ρευστών συμμαχιών.
Διαβάστε: Ο Γεραπετρίτης ενημερώνει τη Βουλή πριν το ταξίδι στη Λιβύη: Η "απειλή" της Τουρκίας που ανατρέπει τους συσχετισμούς και η διπλωματική σκακιέρα Γαλλίας, Ιταλίας και Αιγύπτου
Σε τέτοιες συνθήκες δεν υπάρχει χώρος για μικροκομματικούς αυτοματισμούς. Όμως όσα χωρίζουν τα κόμματα σώφρον θα ήταν να μείνουν στα εσωτερικά μέτωπα. Ένα ελάχιστο επίπεδο συνεννόησης είναι αναγκαίο. Γιατί σε κάθε κρίσιμο σταυροδρόμι, όταν η χώρα εμφανίζεται διχασμένη, δεν κάνει απλώς ζημιά στον εαυτό της.
Ταυτόχρονα ενισχύει τις διεκδικήσεις όσων επιδιώκουν να την αποδυναμώσουν. Τα ζητήματα είναι πολλά και περίπλοκα: η αμφισβήτηση της ΑΟΖ από τρίτους παράγοντες, οι συνεχείς τουρκικές επιδιώξεις σε διπλωματικό και επιχειρησιακό επίπεδο, η συμπεριφορά της κυβέρνησης των Σκοπίων, που αγγίζει τα όρια της πρόκλησης, η γεωστρατηγική πίεση από τη σύγκρουση στην Ουκρανία, οι προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές που αναζωπυρώνονται ιδιαίτερα από τη Βόρεια Αφρική, η προσέγγιση Τουρκίας - Λιβύης.
Καθένα από αυτά απαιτεί σχέδιο, τεχνογνωσία, σοβαρότητα και, κυρίως, αίσθηση του συλλογικού συμφέροντος. Η κυβέρνηση, με την ευθύνη του θεσμικού ρόλου της, οφείλει να διατηρεί ανοιχτούς τους διαύλους επικοινωνίας όχι μόνο εκτός Ελλάδας αλλά και εντός. Να μην αντιμετωπίζει την ενημέρωση της αντιπολίτευσης ως διαδικαστικό καθήκον αλλά ως θεμέλιο εθνικής συνοχής. Και αν χρειαστεί να γίνει υπέρβαση πρωτοκόλλων του παρελθόντος, ας γίνει. Η συνεννόηση στα εθνικά θέματα δεν είναι χάρη. Είναι καθήκον. Αλλά και η αντιπολίτευση δεν μπορεί να στέκεται απέναντι σαν παρατηρητής που περιμένει στραβοπάτημα για να κερδίσει εντυπώσεις. Η κριτική είναι αναγκαία.
Όμως όταν μετατρέπεται σε μόνιμη επίκληση ήττας, λειτουργεί τελικά υπέρ των τρίτων. Δεν γίνεται σε κάθε δημόσια συζήτηση για τα εθνικά θέματα να αναζητείται η αποτυχία πριν καν αρχίσει ο διάλογος. Όπως έχει επισημανθεί από ανθρώπους με διεθνή εμπειρία, η εξωτερική πολιτική δεν κερδίζεται με τα δελτία Τύπου ούτε με φραστικά «αυστηρά μηνύματα». Χτίζεται με συνέχεια, συνέπεια και εσωτερική συνοχή.
Η διαπραγμάτευση δεν είναι debate. Όταν δημιουργείται η εικόνα μιας χώρας που αλληλοαναιρείται στο εσωτερικό, δύσκολα πείθει στο εξωτερικό. Η εθνική γραμμή δεν είναι στατική. Χρειάζεται διαρκή επικαιροποίηση και συνεννόηση. Όμως αυτό το «ταγκό», όπως εύστοχα λέγεται, απαιτεί δύο. Και κάτι ακόμη: η πολιτική αντιπαράθεση δεν χάνει τη δυναμική της όταν υπάρχει συνεννόηση. Το αντίθετο.
Ενισχύεται, γιατί πατάει σε πραγματικές διαφορές και όχι σε παραμορφωτικούς φακούς και φραστικές εξάρσεις. Αν η Ελλάδα θέλει να είναι ισχυρή στις διαπραγματεύσεις της, πρέπει πρώτα να είναι ενιαία στις θέσεις της. Η ώρα της ευθύνης είναι μπροστά μας. Και την κύρια ευθύνη έχει η κυβέρνηση, όμως όλοι κρίνονται ειδικά στα δύσκολα.
Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή
Διαβάστε: Ο Γεραπετρίτης ενημερώνει τη Βουλή πριν το ταξίδι στη Λιβύη: Η "απειλή" της Τουρκίας που ανατρέπει τους συσχετισμούς και η διπλωματική σκακιέρα Γαλλίας, Ιταλίας και Αιγύπτου
Σε τέτοιες συνθήκες δεν υπάρχει χώρος για μικροκομματικούς αυτοματισμούς. Όμως όσα χωρίζουν τα κόμματα σώφρον θα ήταν να μείνουν στα εσωτερικά μέτωπα. Ένα ελάχιστο επίπεδο συνεννόησης είναι αναγκαίο. Γιατί σε κάθε κρίσιμο σταυροδρόμι, όταν η χώρα εμφανίζεται διχασμένη, δεν κάνει απλώς ζημιά στον εαυτό της.
Ταυτόχρονα ενισχύει τις διεκδικήσεις όσων επιδιώκουν να την αποδυναμώσουν. Τα ζητήματα είναι πολλά και περίπλοκα: η αμφισβήτηση της ΑΟΖ από τρίτους παράγοντες, οι συνεχείς τουρκικές επιδιώξεις σε διπλωματικό και επιχειρησιακό επίπεδο, η συμπεριφορά της κυβέρνησης των Σκοπίων, που αγγίζει τα όρια της πρόκλησης, η γεωστρατηγική πίεση από τη σύγκρουση στην Ουκρανία, οι προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές που αναζωπυρώνονται ιδιαίτερα από τη Βόρεια Αφρική, η προσέγγιση Τουρκίας - Λιβύης.
Καθένα από αυτά απαιτεί σχέδιο, τεχνογνωσία, σοβαρότητα και, κυρίως, αίσθηση του συλλογικού συμφέροντος. Η κυβέρνηση, με την ευθύνη του θεσμικού ρόλου της, οφείλει να διατηρεί ανοιχτούς τους διαύλους επικοινωνίας όχι μόνο εκτός Ελλάδας αλλά και εντός. Να μην αντιμετωπίζει την ενημέρωση της αντιπολίτευσης ως διαδικαστικό καθήκον αλλά ως θεμέλιο εθνικής συνοχής. Και αν χρειαστεί να γίνει υπέρβαση πρωτοκόλλων του παρελθόντος, ας γίνει. Η συνεννόηση στα εθνικά θέματα δεν είναι χάρη. Είναι καθήκον. Αλλά και η αντιπολίτευση δεν μπορεί να στέκεται απέναντι σαν παρατηρητής που περιμένει στραβοπάτημα για να κερδίσει εντυπώσεις. Η κριτική είναι αναγκαία.
Όμως όταν μετατρέπεται σε μόνιμη επίκληση ήττας, λειτουργεί τελικά υπέρ των τρίτων. Δεν γίνεται σε κάθε δημόσια συζήτηση για τα εθνικά θέματα να αναζητείται η αποτυχία πριν καν αρχίσει ο διάλογος. Όπως έχει επισημανθεί από ανθρώπους με διεθνή εμπειρία, η εξωτερική πολιτική δεν κερδίζεται με τα δελτία Τύπου ούτε με φραστικά «αυστηρά μηνύματα». Χτίζεται με συνέχεια, συνέπεια και εσωτερική συνοχή.
Η διαπραγμάτευση δεν είναι debate. Όταν δημιουργείται η εικόνα μιας χώρας που αλληλοαναιρείται στο εσωτερικό, δύσκολα πείθει στο εξωτερικό. Η εθνική γραμμή δεν είναι στατική. Χρειάζεται διαρκή επικαιροποίηση και συνεννόηση. Όμως αυτό το «ταγκό», όπως εύστοχα λέγεται, απαιτεί δύο. Και κάτι ακόμη: η πολιτική αντιπαράθεση δεν χάνει τη δυναμική της όταν υπάρχει συνεννόηση. Το αντίθετο.
Ενισχύεται, γιατί πατάει σε πραγματικές διαφορές και όχι σε παραμορφωτικούς φακούς και φραστικές εξάρσεις. Αν η Ελλάδα θέλει να είναι ισχυρή στις διαπραγματεύσεις της, πρέπει πρώτα να είναι ενιαία στις θέσεις της. Η ώρα της ευθύνης είναι μπροστά μας. Και την κύρια ευθύνη έχει η κυβέρνηση, όμως όλοι κρίνονται ειδικά στα δύσκολα.
Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή