Το αφήγηµα περί διατήρησης της σταθερότητας και της πολιτικής και κοινωνικής ισορροπίας στην παρούσα συγκυρία, κατά την οποία ολόκληρος ο πλανήτης κλυδωνίζεται από διαδοχικά κρούσµατα γενικότερης αστάθειας, συνιστά τον κεντρικό άξονα της ρητορικής του πρωθυπουργού και των κορυφαίων υπουργών έναντι του κύµατος του λαϊκισµού, που εσχάτως χτυπάει πολυεπίπεδα και τη χώρα µας. Η στρατηγική αυτή φαίνεται πως αποδίδει καρπούς, µε φόντο την ανησυχία ενός σηµαντικού κοµµατιού της ελληνικής κοινωνίας για την αποφυγή φαινοµένων του πρόσφατου παρελθόντος, την απουσία σοβαρής εναλλακτικής κυβερνητικής πρότασης, καθώς και τις θετικές παρεµβάσεις που ανακοίνωσε πρόσφατα ο Κυριάκος Μητσοτάκης ως αποτέλεσµα της γενικής οµαλότητας που κυριαρχεί εντός συνόρων, παρά τους κλυδωνισµούς που δέχεται η κυβέρνηση σε αυτό το πρώτο µισό της δεύτερης θητείας της.

Ανεξαρτήτως της άποψης που µπορεί να έχει κανείς για τα κυβερνητικά πεπραγµένα, µε τις ουκ ολίγες ανορθογραφίες αυτής της διετίας, είναι ξεκάθαρο πως η σταθερότητα συνιστά απόλυτη αναγκαιότητα, ειδικά βλέποντας τι συµβαίνει αλλού, µε τελευταία παραδείγµατα τη Γερµανία αλλά και τις νέες περιπέτειες της διακυβέρνησης Τραµπ. Μόνο που, για να συνεχίσει να πείθεται µια µεγάλη µερίδα πολιτών (και ακόµη µεγαλύτερη, µε δεδοµένη τη στόχευση άλλης µίας αυτοδυναµίας) ότι η σηµερινή κυβερνώσα παράταξη µπορεί να διασφαλίσει αυτή την κοµβική παράµετρο, θα πρέπει να υπάρχουν απτά αποτελέσµατα σε κάθε πτυχή της καθηµερινότητας, πέραν του κορυφαίου διακυβεύµατος της βελτίωσης της οικονοµικής κατάστασης των Ελλήνων. Μία από τις πιο σηµαντικές εξ αυτών, όπως διαχρονικά αποτυπώνεται σε όλες τις µετρήσεις, είναι εκείνη της ασφάλειας, πολλώ δε µάλλον για το λεγόµενο παραδοσιακό δεξιό κοινό, το οποίο το Μέγαρο Μαξίµου επιχειρεί εδώ και καιρό να επαναπροσεγγίσει.

Τα τελευταία γεγονότα, εν είδει εφιάλτη που επέστρεψε, στη Νοµική και την Πολυτεχνειούπολη, έρχονται να µας θυµίσουν πως η βία στα πανεπιστήµια είναι και πάλι εδώ. Ναι, έχουν γίνει βήµατα στο µέτωπο της διάλυσης των καταλήψεων, ωστόσο σε ό,τι αφορά τον έλεγχο εκείνων που εισέρχονται στα ιδρύµατα Τριτοβάθµιας Εκπαίδευσης, είτε χωρίς λόγο είτε έχοντας διάθεση να παρανοµήσουν ή και να εγκληµατήσουν, αποδεικνύεται περίτρανα πως βρισκόµαστε ακόµα στο σηµείο µηδέν. Και όλα αυτά, ενώ η κυβέρνηση έχει ψηφίσει από την προηγούµενη κιόλας τετραετία τον νόµο για την Πανεπιστηµιακή Αστυνοµία και για τον έλεγχο εισόδου µε ηλεκτρονικά συστήµατα, που υφίστανται εδώ και δεκαετίες στο εξωτερικό. Από το 2019 και µετά, είναι σαφές ότι η Ν∆ είχε το µοµέντουµ µε το µέρος της στο κοινωνικό πεδίο, αφού πια το κορυφαίο ζητούµενο της ασφάλειας είχε υποσκελίσει στην πράξη και για τα καλά τις θεωρητικές προσεγγίσεις των προηγούµενων δεκαετιών που -δικαίως ή αδίκως σε κάποιες περιπτώσεις- µονοπωλούσαν τη σχετική κουβέντα, σε ιδιαίτερες πολιτικές συνθήκες µέσα στην «καρδιά» της Μεταπολίτευσης. Πλέον, όµως, ένα κυβερνών κόµµα που βλέπει να δικαιώνονται οι πάγιες (και άλλοτε αντιδηµοφιλείς) σχετικές του θέσεις από την ίδια την πραγµατικότητα και τις ανάγκες της σύγχρονης εποχής θα έπρεπε να επιδείξει πολύ µεγαλύτερη αποφασιστικότητα και µεταρρυθµιστική ορµή σε αυτό το µέτωπο, αφού -εξάλλου- είχε µεσολαβήσει και το εµφατικό 41% της προηγούµενης εθνικής κάλπης.

Αντ’ αυτού, και ενώ έγινε το αυτονόητο µε τη θέσπιση των µη κρατικών πανεπιστηµίων, το κοµµάτι της ασφάλειας φοιτητών, διδασκόντων και εργαζοµένων στα δηµόσια ιδρύµατα παραµένει ακόµη στον αέρα, δίχως να δίνει κανείς εξηγήσεις, και µάλιστα για ένα θέµα που συνιστούσε -τουλάχιστον επιχειρηµατολογικά- ένα από τα κορυφαία στοιχήµατα της διακυβέρνησης Μητσοτάκη. Είναι σαφές όµως ότι αν γίνουν αισθητές ορισµένες δυναµικές παρεµβάσεις, ακόµη κι αν δεν απαντούν στο σύνολο του προβλήµατος αλλά σε επιµέρους ζητήµατα που αποτελούν κλειδί για την ηρεµία στο δηµόσιο πανεπιστήµιο, θα καταγραφεί αφενός στα απολύτως θετικά µιας κυβέρνησης που δείχνει σηµάδια ανάκαµψης και αφετέρου θα διαλύσει και πάλι τις θεωρίες συνωµοσίας που βρήκαν χώρο να αναπτυχθούν στον απόηχο των βιαιοτήτων.


Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή