Η ιστορία του ΟΠΕΚΕΠΕ απειλεί να θολώσει για τα καλά την προσπάθεια του πρωθυπουργού να δηµιουργήσει κλίµα σταθερότητας και ηρεµίας στη χώρα µετά τη λαίλαπα των Τεµπών και µε φόντο τη ρευστή διεθνή συγκυρία και τη γεωστρατηγική κρίση στην ευρύτερη περιοχή µας. Και αυτή τη φορά δεν ευθύνεται ούτε ο λαϊκισµός, ούτε τα επικίνδυνα και αντιθεσµικά παιχνίδια της αντιπολίτευσης, ούτε η ανώδυνη και εύκολα διαχειρίσιµη κριτική των Καραµανλή και Σαµαρά, που στο φινάλε εκθέτουν εαυτούς και µόνο. 

Ο παράγων που καθορίζει στη συγκεκριµένη υπόθεση τις εξελίξεις ήταν αφενός η αδυναµία του «γαλάζιου» κυβερνητικού µηχανισµού (σε όλες τις βαθµίδες του) να αναχαιτίσει µία από τις µοιραίες «παιδικές ασθένειες» που ταλάνιζαν για χρόνια την Ελλάδα, και µάλιστα σε έναν από τους πλέον ευαίσθητους και σηµαντικούς τοµείς της εγχώριας οικονοµικής δραστηριότητας, και αφετέρου η δυσκολία ορισµένων προβεβληµένων στελεχών να αντιληφθούν την ανάγκη υλοποίησης ενός πραγµατικά µεταρρυθµιστικού σχεδίου. Με αυτόν τον τρόπο, θα ήταν σαφές ότι µέτωπα σαν και αυτά που συζητάει τώρα η Ελλάδα θα είχαν µπει στο χρονοντούλαπο του φαύλου παρελθόντος. Φυσικά, από την εξίσωση αυτή δεν θα µπορούσε να λείψει η προφανέστατη ολιγωρία, αδιαφορία ή ενίοτε και η λογική των «στραβών µατιών», που διαχρονικά διακατείχε τις κυβερνήσεις σε θέµατα που είχαν να κάνουν µε το λεγόµενο πελατειακό κράτος. 

Όµως εδώ υπάρχει µία διαφορετική παράµετρος, την οποία θα πρέπει να αναλογιστούν άπαντες. Βλέπετε, η κυβέρνηση (και δη η ηγεσία της), η οποία έχει κάνει πράξη τη µεγαλύτερη «επανάσταση» που έχει συντελεστεί εδώ και δεκαετίες στον δηµόσιο βίο της χώρας και δεν είναι άλλη από την ψηφιοποίηση του κράτους και έχει καταφέρει να εκπροσωπήσει δυναµικά αυτό το κοµµάτι της κοινωνίας που ο Μητσοτάκης είχε χαρακτηρίσει ως «την Ελλάδα που ξυπνάει νωρίς», απλώς αδικεί τον εαυτό της, όταν ανέχεται ή όταν αδυνατεί να εντοπίσει και να καταπολεµήσει αυτές τις καταστάσεις.

Και όταν αυτές φθάνουν να αποτελούν πρώτο θέµα στην επικαιρότητα, τότε είναι σαφές, πολλώ δε µάλλον από την ώρα που οι κρίσεις είναι διαδοχικές, ότι η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης δεν αρκεί για να ξεκαθαρίσει το τοπίο, στοιχείο που ενέχει τρεις σοβαρούς κινδύνους: την ανεξέλεγκτη ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής, την καλλιέργεια αισθήµατος ανασφάλειας στα κυβερνητικά στελέχη -µε ό,τι αυτό συνεπάγεται για την οµαλή προώθηση των προγραµµατικών δράσεων- και τελικά την επέλαση µιας µοιραίας (στο σηµείο που βρισκόµαστε) πολιτικής και κοινωνικής αστάθειας.

Εξάλλου, είναι ξεκάθαρο πως ακόµη και µια πρόωρη προσφυγή στη λαϊκή ετυµηγορία, που πιθανώς ελλείψει αντιπάλου να επιβεβαιώσει εκ νέου την κυριαρχία της Ν∆ και του Κυριάκου Μητσοτάκη, δεν θα είναι αρκετή για να λύσει τον γόρδιο δεσµό που έχει δηµιουργηθεί, χώρια που -υπό τις παρούσες συνθήκες και µε το σενάριο της αυτοδυναµίας να είναι αυτή τη στιγµή µακρινό- θα µπορούσαν να προκύψουν απροσδιόριστες συνέπειες. Και µάλιστα σε µια χρονική περίοδο που η Ελλάδα επιδεικνύει µια γενικότερη ανθεκτικότητα στους κραδασµούς, από όπου και αν προέρχονται, και -αντιστεκόµενη στο διεθνές περιβάλλον- είχε εξασφαλίσει µια αξιοσηµείωτη αναπτυξιακή προοπτική παρά τα επιµέρους σοβαρά προβλήµατα. 

Μπροστά σε αυτή την πραγµατικότητα, οι κατακτήσεις της πολιτικής σταθερότητας και της ψηφιακής µεταρρύθµισης, που λέγαµε παραπάνω, αλλά ακόµη και η έλλειψη ισχυρού αντιπάλου για την κυβέρνηση θα είναι ανεπαρκείς παράγοντες για να συγκρατήσουν το κύµα της αβεβαιότητας και τη µοίρα της επιστροφής σε µέρες σαν και αυτές που ζούσαµε τέτοιο καιρό πριν από δέκα χρόνια…