Το κρίσιµο σταυροδρόµι και οι γραφικότητες
Άρθρο γνώμης
Σε αυτή τη διεθνή συγκυρία, πόσο ωφέλιµο είναι για Σαµαρά - Καραµανλή να ταυτίζονται πολιτικά µε τον Βελόπουλο και τη Λατινοπούλου;

Το διεθνές περιβάλλον, αλλά και η γεωστρατηγική πραγµατικότητα που διαµορφώνεται στην περιοχή µας, πέραν του στοιχείου της διατήρησης της πολιτικής και κοινωνικής σταθερότητας, για την οποία µιλάµε συνεχώς από αυτό εδώ το µετερίζι, απαιτεί και µία ακόµη προϋπόθεση, προκειµένου η Ελλάδα να αντιµετωπίσει τις σχετικές προκλήσεις. Πολλώ δε µάλλον, από τη στιγµή κατά την οποία τα εν λόγω µέτωπα είναι ταυτόσηµα µε την έννοια της αναπτυξιακής προοπτικής και της διαφύλαξης των µεταµνηµονιακών κατακτήσεων.
Ο λόγος για την τόλµη, την εγρήγορση, την αποφασιστικότητα και ταυτόχρονα τον ρεαλισµό και την ορθή ανάλυση των πραγµάτων, που είναι υποχρεωτικό να διέπουν τις πρωτοβουλίες της Ελλάδας σε αυτό το επίπεδο. Η εµφανής πρόθεση της Τουρκίας να µεταφέρει το πεδίο της επίδειξης κυριαρχίας της και της προσπάθειας να ενισχύσει την παρέµβασή της στην ευρύτερη περιοχή, πλέον και προς τη ∆ύση µετά την Ανατολή, δηµιουργεί νέα δεδοµένα και ζητούµενα για την ελληνική διπλωµατία. Αν µάλιστα συνυπολογίσει κανείς ότι το όχηµα γι’ αυτήν τη διαδικασία δεν είναι άλλο από το… µισό της Λιβύης, µε το οποίο η Αθήνα είχε αναπτύξει κοινούς κώδικες επικοινωνίας, το όλο σκηνικό περιπλέκεται ακόµη περισσότερο. Η επιρροή της Άγκυρας στις ενέργειες της κυβέρνησης της Βεγγάζης και του Χαφτάρ, στους οποίους αναφερόµαστε, είναι -αν µη τι άλλο- ξεκάθαρη. Έµµεση ή άµεση αµφισβήτηση (ή έστω διάθεση για ανακάτεµα της τράπουλας) της λογικής και των προβλέψεων του ∆ιεθνούς ∆ικαίου στον θαλάσσιο χώρο νότια της Κρήτης, πίεση στην Ευρώπη για οικονοµικά οφέλη µε εργαλειοποίηση των µεταναστευτικών ροών από τη βόρεια Αφρική και καθηµερινά ήξεις αφήξεις που παραπέµπουν στις… κορυφαίες στιγµές της εξωτερικής πολιτικής του Ταγίπ Ερντογάν.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα σε πρώτη φάση επιχειρεί να καταδείξει προς πάσα κατεύθυνση ότι δεν είναι διατεθειµένη να υποχωρήσει ούτε βήµα στις πάγιες θέσεις της. Εξού και οι διαδοχικές τοποθετήσεις περί συνέχισης του project µε τους αµερικανικούς κολοσσούς που ενεπλάκησαν στην εν λόγω θαλάσσια ζώνη. Το ίδιο ισχύει και για το Μεταναστευτικό, όπου ο νέος αρµόδιος υπουργός, Θάνος Πλεύρης, εκπέµπει αυστηρά µηνύµατα προς πάσα κατεύθυνση, πως η χώρα επ’ ουδενί δεν θα καταστεί... ξέφραγο αµπέλι, ατάκα που χρησιµοποιεί σε κάθε ευκαιρία και ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Φυσικά, πέραν των δηλώσεων και της προσέγγισης της Ελλάδας στο κοµµάτι της ρητορικής, πρέπει να φανούν σαφή αποτελέσµατα της κυβερνητικής στρατηγικής στις δύο αυτές κοµβικές παραµέτρους.
Παράλληλα όµως µε αυτήν την πλευρά της υπόθεσης που είναι και η πιο ουσιαστική, υπάρχει και µια άλλη. Αυτή του κινδύνου που µπορεί να προκαλέσουν ανά πάσα ώρα και στιγµή οι λαϊκίστικες κορόνες της ∆εξιάς -κατά βάση- αντιπολίτευσης, επίλεκτοι εκπρόσωποι της οποίας είναι εσχάτως και οι δύο πρώην πρωθυπουργοί, Κώστας Καραµανλής και Αντώνης Σαµαράς. Ο πρώτος εξακολουθεί να λησµονεί την… κουµπαριά του µε τον Τούρκο πρόεδρο, τον οποίο τώρα χαρακτηρίζει επικίνδυνο, ενώ ο δεύτερος σήκωσε το λάβαρο της αντεπίθεσης έναντι της Άγκυρας µε κάποια χρόνια καθυστέρηση, αφού στη διάρκεια της πρωθυπουργίας του µια χαρά είχε επικρατήσει η µετριοπαθής προσέγγιση του άλλοτε συγκυβερνήτη του, Ευάγγελου Βενιζέλου.
Ειλικρινώς δεν ξέρω αν σε αυτό το διεθνές περιβάλλον, όπου -ανεξαρτήτως των ουκ ολίγων κακώς κειµένων στο εσωτερικό της κυβέρνησης- η… εύθραυστη (και µε νωπές τις µνήµες από τη µεγάλη κρίση της προηγούµενης δεκαπενταετίας) Ελλάδα δείχνει να αντέχει στους κραδασµούς, πόσο χρήσιµο είναι πολιτικά, αλλά και ωφέλιµο για την υστεροφηµία των δύο ηγετών, να ταυτίζονται µε τον Βελόπουλο, τη Λατινοπούλου και µε κάθε γραφική περίπτωση πλειστηριασµού εθνικής προσήλωσης και ευαισθησίας.
Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή
Ο λόγος για την τόλµη, την εγρήγορση, την αποφασιστικότητα και ταυτόχρονα τον ρεαλισµό και την ορθή ανάλυση των πραγµάτων, που είναι υποχρεωτικό να διέπουν τις πρωτοβουλίες της Ελλάδας σε αυτό το επίπεδο. Η εµφανής πρόθεση της Τουρκίας να µεταφέρει το πεδίο της επίδειξης κυριαρχίας της και της προσπάθειας να ενισχύσει την παρέµβασή της στην ευρύτερη περιοχή, πλέον και προς τη ∆ύση µετά την Ανατολή, δηµιουργεί νέα δεδοµένα και ζητούµενα για την ελληνική διπλωµατία. Αν µάλιστα συνυπολογίσει κανείς ότι το όχηµα γι’ αυτήν τη διαδικασία δεν είναι άλλο από το… µισό της Λιβύης, µε το οποίο η Αθήνα είχε αναπτύξει κοινούς κώδικες επικοινωνίας, το όλο σκηνικό περιπλέκεται ακόµη περισσότερο. Η επιρροή της Άγκυρας στις ενέργειες της κυβέρνησης της Βεγγάζης και του Χαφτάρ, στους οποίους αναφερόµαστε, είναι -αν µη τι άλλο- ξεκάθαρη. Έµµεση ή άµεση αµφισβήτηση (ή έστω διάθεση για ανακάτεµα της τράπουλας) της λογικής και των προβλέψεων του ∆ιεθνούς ∆ικαίου στον θαλάσσιο χώρο νότια της Κρήτης, πίεση στην Ευρώπη για οικονοµικά οφέλη µε εργαλειοποίηση των µεταναστευτικών ροών από τη βόρεια Αφρική και καθηµερινά ήξεις αφήξεις που παραπέµπουν στις… κορυφαίες στιγµές της εξωτερικής πολιτικής του Ταγίπ Ερντογάν.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα σε πρώτη φάση επιχειρεί να καταδείξει προς πάσα κατεύθυνση ότι δεν είναι διατεθειµένη να υποχωρήσει ούτε βήµα στις πάγιες θέσεις της. Εξού και οι διαδοχικές τοποθετήσεις περί συνέχισης του project µε τους αµερικανικούς κολοσσούς που ενεπλάκησαν στην εν λόγω θαλάσσια ζώνη. Το ίδιο ισχύει και για το Μεταναστευτικό, όπου ο νέος αρµόδιος υπουργός, Θάνος Πλεύρης, εκπέµπει αυστηρά µηνύµατα προς πάσα κατεύθυνση, πως η χώρα επ’ ουδενί δεν θα καταστεί... ξέφραγο αµπέλι, ατάκα που χρησιµοποιεί σε κάθε ευκαιρία και ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Φυσικά, πέραν των δηλώσεων και της προσέγγισης της Ελλάδας στο κοµµάτι της ρητορικής, πρέπει να φανούν σαφή αποτελέσµατα της κυβερνητικής στρατηγικής στις δύο αυτές κοµβικές παραµέτρους.
Παράλληλα όµως µε αυτήν την πλευρά της υπόθεσης που είναι και η πιο ουσιαστική, υπάρχει και µια άλλη. Αυτή του κινδύνου που µπορεί να προκαλέσουν ανά πάσα ώρα και στιγµή οι λαϊκίστικες κορόνες της ∆εξιάς -κατά βάση- αντιπολίτευσης, επίλεκτοι εκπρόσωποι της οποίας είναι εσχάτως και οι δύο πρώην πρωθυπουργοί, Κώστας Καραµανλής και Αντώνης Σαµαράς. Ο πρώτος εξακολουθεί να λησµονεί την… κουµπαριά του µε τον Τούρκο πρόεδρο, τον οποίο τώρα χαρακτηρίζει επικίνδυνο, ενώ ο δεύτερος σήκωσε το λάβαρο της αντεπίθεσης έναντι της Άγκυρας µε κάποια χρόνια καθυστέρηση, αφού στη διάρκεια της πρωθυπουργίας του µια χαρά είχε επικρατήσει η µετριοπαθής προσέγγιση του άλλοτε συγκυβερνήτη του, Ευάγγελου Βενιζέλου.
Ειλικρινώς δεν ξέρω αν σε αυτό το διεθνές περιβάλλον, όπου -ανεξαρτήτως των ουκ ολίγων κακώς κειµένων στο εσωτερικό της κυβέρνησης- η… εύθραυστη (και µε νωπές τις µνήµες από τη µεγάλη κρίση της προηγούµενης δεκαπενταετίας) Ελλάδα δείχνει να αντέχει στους κραδασµούς, πόσο χρήσιµο είναι πολιτικά, αλλά και ωφέλιµο για την υστεροφηµία των δύο ηγετών, να ταυτίζονται µε τον Βελόπουλο, τη Λατινοπούλου και µε κάθε γραφική περίπτωση πλειστηριασµού εθνικής προσήλωσης και ευαισθησίας.
Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή