Μεταξύ λογικής και παράνοιας
Άρθρο γνώμης
Τα κόµµατα που υπερασπίζονται τις διαµαρτυρίες κατά Ισραηλινών, φαντάζοµαι θα έχουν εναλλακτικές για τις συµµαχίες της χώρας, αλλά και για τον τουρισµό

Είναι γνωστό τοις πάσι εντός κι εκτός συνόρων, πως στην Ελλάδα αναζητούµε κάθε λίγο και λιγάκι µια αιτία για να διχαζόµαστε, ανεξαρτήτως αν το αντικείµενο µας αγγίζει άµεσα ή όχι. Εδώ και µερικούς µήνες, ορισµένοι επιχειρούν να χωρίσουν τους Έλληνες σε φασίστες ή µη, ανάλογα µε την άποψη, την οποία µπορεί να έχει ο καθένας για το Παλαιστινιακό. Λες και στην προκειµένη περίπτωση υπάρχουν περιθώρια για να προκύψουν στα σοβαρά (αφού µε τους µη σώφρονες νόες δεν έχει νόηµα να προσπαθήσεις να βγάλεις άκρη) διαφωνίες σχετικά µε τη στάση που µπορεί να υιοθετήσει η χώρα, τόσο από ανθρώπινης όσο και από διπλωµατικής πλευράς. Βλέπετε, οι ισορροπίες σε αυτά τα µέτωπα οφείλουν να είναι το βασικό και διαχρονικό ζητούµενο. Ουδείς λοιπόν κανονικά σκεπτόµενος άνθρωπος θα µπορούσε να κλείσει αδιάφορα τα µάτια µπροστά σε αυτή την ανθρωπιστική κρίση που εκτυλίσσεται στη Λωρίδα της Γάζας. Μιλάµε για έννοιες που εν έτει 2025 θα πρέπει να είναι αδιαπραγµάτευτες και οι οποίες όχι µόνο παραβιάζονται, αλλά δηµιουργούν εικόνες θλιβερές και ταυτόχρονα απαράδεκτες για το σύνολο του πολιτισµένου κόσµου. Αντιστοίχως ξεκάθαρη είναι η εδώ και χρόνια µόνιµη θέση της Αθήνας περί απόλυτου δικαιώµατος του παλαιστινιακού έθνους στην ανεξαρτησία του και την κρατική του υπόσταση.
Την ίδια στιγµή ωστόσο, η εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση και οι Έλληνες πολίτες οφείλουν να έχουν στην άκρη του µυαλού τους, αλλά και στην πρώτη γραµµή των αναλύσεών τους τον παράγοντα της κρίσιµης γεωστρατηγικής συγκυρίας στην ευρύτερη περιοχή µας και την ανάγκη της διαρκούς σε αυτό το σηµείο του πλανήτη υπεράσπισης των εθνικών µας συµφερόντων, ευτυχώς -µέχρι τώρα- διά της διπλωµατικής οδού. Πολλώ δε µάλλον, από την ώρα που κανείς σώφρων νους, για να επανέλθουµε και πάλι στο µέτωπο της λογικής σκέψης, δεν έχει κανέναν λόγο να τοποθετεί εαυτόν συλλήβδην απέναντι από το Ισραήλ και γενικότερα φυσικά σε ιστορικό επίπεδο, αλλά και µε φόντο τα δεδοµένα που έχουν διαµορφωθεί στη γειτονιά µας.
Στο πλαίσιο αυτό, λοιπόν, είναι σαφές πως το κάδρο της συµµαχίας µε το Ισραήλ και την Αίγυπτο είναι η σηµαντικότερη παρακαταθήκη για την Ελλάδα, σε µια χρονική περίοδο που βρισκόµαστε δίπλα από µια ζώνη, η οποία φλέγεται κυριολεκτικά και ο ισχυρός εξ ανατολών γείτονας επιχειρεί να επωφεληθεί σε κάθε ευκαιρία, παίζοντας παντός είδους παιχνίδια.
Τώρα που -εκτός των άλλων- η χώρα έχει να διαχειριστεί και το νέο µέτωπο από την πλευρά της Λιβύης, είναι προς συζήτηση αν θα πρέπει να συνεχιστεί µε κάθε τρόπο αυτή η τριµερής συνεργασία, που είναι ένα πεδίο στο οποίο συνέκλιναν -και πολύ σωστά φυσικά- όλες οι κυβερνήσεις από τον Γιώργο Παπανδρέου µέχρι και τον Κυριάκο Μητσοτάκη (και τους Αντώνη Σαµαρά και Αλέξη Τσίπρα στο ενδιάµεσο). Η απάντηση είναι γνωστή και αδιαπραγµάτευτη. Ιδιαίτερα, αν αναλογιστεί κανείς ότι µέσα σ’ αυτόν τον κυκεώνα των πολεµικών συγκρούσεων και του διπλωµατικού πόκερ που παίζεται σε όλα τα πεδία, ήταν ο Ισραηλινός υπουργός Εξωτερικών που, λόγω βεβαίως και της σταθερής πια κόντρας µε τον Ερντογάν (η επιθυµία του οποίου να εµφανίζεται ως ηγέτης του µουσουλµανικού κόσµου ήταν ακόµη µια ευκαιρία για µας), ήταν ο µόνος που του υπενθύµισε εδώ και πολύ καιρό πως η Άγκυρα κατέχει παράνοµα τα εδάφη της Βόρειας Κύπρου.
Αρκεί επίσης να αναρωτηθεί κανείς για τη στάση που υιοθετούν εσχάτως ακόµη και τα ορισµένα ισχυρά κράτη του αραβικού κόσµου, για να βγάλει τα συµπεράσµατά του. Από αυτό το σκηνικό της λογικής, εξαιρούν εαυτούς εκείνοι που έχοντας τις ιδεοληψίες τους ως οδηγό ζωής και πολιτικής τοποθέτησης κηρύσσουν από µόνοι τους ως… ανεπιθύµητους τους Ισραηλινούς πολίτες στη χώρα, λες και η ελληνική επικράτεια είναι το χωράφι του πατέρα τους.
Ακόµη πιο επικίνδυνη και γραφική είναι η στάση εκείνων των πολιτικών δυνάµεων που τους υπερασπίζονται, επιχειρώντας προφανώς να βρουν πάτηµα για την άρθρωση αντιπολιτευτικής ρητορικής. Φαντάζοµαι θα έχουν και τις εναλλακτικές απαντήσεις, τόσο στο κοµµάτι των συµµαχιών που έχει ανάγκη η χώρα όσο και σ’ εκείνο της οικονοµικής δραστηριότητας και της σηµασίας της συγκεκριµένης αγοράς για την «πληγωµένη» φέτος (µετά τα όσα συµβαίνουν στη διεθνή σκηνή) τουριστική βιοµηχανία.
Ως εκ τούτου, είναι χρέος όλων των υγιών δυνάµεων, πολιτικών και κοινωνικών να αποµονώσουν τις φωνές της υστερίας και της εύκολης ιδεοληπτικής προσέγγισης των πραγµάτων, ώστε το στίγµα της Αθήνας ως του πιο αξιόπιστου εταίρου της ∆ύσης στην περιοχή, να είναι όσο το δυνατόν πιο δυνατό και καθαρό.
Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή
Την ίδια στιγµή ωστόσο, η εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση και οι Έλληνες πολίτες οφείλουν να έχουν στην άκρη του µυαλού τους, αλλά και στην πρώτη γραµµή των αναλύσεών τους τον παράγοντα της κρίσιµης γεωστρατηγικής συγκυρίας στην ευρύτερη περιοχή µας και την ανάγκη της διαρκούς σε αυτό το σηµείο του πλανήτη υπεράσπισης των εθνικών µας συµφερόντων, ευτυχώς -µέχρι τώρα- διά της διπλωµατικής οδού. Πολλώ δε µάλλον, από την ώρα που κανείς σώφρων νους, για να επανέλθουµε και πάλι στο µέτωπο της λογικής σκέψης, δεν έχει κανέναν λόγο να τοποθετεί εαυτόν συλλήβδην απέναντι από το Ισραήλ και γενικότερα φυσικά σε ιστορικό επίπεδο, αλλά και µε φόντο τα δεδοµένα που έχουν διαµορφωθεί στη γειτονιά µας.
Στο πλαίσιο αυτό, λοιπόν, είναι σαφές πως το κάδρο της συµµαχίας µε το Ισραήλ και την Αίγυπτο είναι η σηµαντικότερη παρακαταθήκη για την Ελλάδα, σε µια χρονική περίοδο που βρισκόµαστε δίπλα από µια ζώνη, η οποία φλέγεται κυριολεκτικά και ο ισχυρός εξ ανατολών γείτονας επιχειρεί να επωφεληθεί σε κάθε ευκαιρία, παίζοντας παντός είδους παιχνίδια.
Τώρα που -εκτός των άλλων- η χώρα έχει να διαχειριστεί και το νέο µέτωπο από την πλευρά της Λιβύης, είναι προς συζήτηση αν θα πρέπει να συνεχιστεί µε κάθε τρόπο αυτή η τριµερής συνεργασία, που είναι ένα πεδίο στο οποίο συνέκλιναν -και πολύ σωστά φυσικά- όλες οι κυβερνήσεις από τον Γιώργο Παπανδρέου µέχρι και τον Κυριάκο Μητσοτάκη (και τους Αντώνη Σαµαρά και Αλέξη Τσίπρα στο ενδιάµεσο). Η απάντηση είναι γνωστή και αδιαπραγµάτευτη. Ιδιαίτερα, αν αναλογιστεί κανείς ότι µέσα σ’ αυτόν τον κυκεώνα των πολεµικών συγκρούσεων και του διπλωµατικού πόκερ που παίζεται σε όλα τα πεδία, ήταν ο Ισραηλινός υπουργός Εξωτερικών που, λόγω βεβαίως και της σταθερής πια κόντρας µε τον Ερντογάν (η επιθυµία του οποίου να εµφανίζεται ως ηγέτης του µουσουλµανικού κόσµου ήταν ακόµη µια ευκαιρία για µας), ήταν ο µόνος που του υπενθύµισε εδώ και πολύ καιρό πως η Άγκυρα κατέχει παράνοµα τα εδάφη της Βόρειας Κύπρου.
Αρκεί επίσης να αναρωτηθεί κανείς για τη στάση που υιοθετούν εσχάτως ακόµη και τα ορισµένα ισχυρά κράτη του αραβικού κόσµου, για να βγάλει τα συµπεράσµατά του. Από αυτό το σκηνικό της λογικής, εξαιρούν εαυτούς εκείνοι που έχοντας τις ιδεοληψίες τους ως οδηγό ζωής και πολιτικής τοποθέτησης κηρύσσουν από µόνοι τους ως… ανεπιθύµητους τους Ισραηλινούς πολίτες στη χώρα, λες και η ελληνική επικράτεια είναι το χωράφι του πατέρα τους.
Ακόµη πιο επικίνδυνη και γραφική είναι η στάση εκείνων των πολιτικών δυνάµεων που τους υπερασπίζονται, επιχειρώντας προφανώς να βρουν πάτηµα για την άρθρωση αντιπολιτευτικής ρητορικής. Φαντάζοµαι θα έχουν και τις εναλλακτικές απαντήσεις, τόσο στο κοµµάτι των συµµαχιών που έχει ανάγκη η χώρα όσο και σ’ εκείνο της οικονοµικής δραστηριότητας και της σηµασίας της συγκεκριµένης αγοράς για την «πληγωµένη» φέτος (µετά τα όσα συµβαίνουν στη διεθνή σκηνή) τουριστική βιοµηχανία.
Ως εκ τούτου, είναι χρέος όλων των υγιών δυνάµεων, πολιτικών και κοινωνικών να αποµονώσουν τις φωνές της υστερίας και της εύκολης ιδεοληπτικής προσέγγισης των πραγµάτων, ώστε το στίγµα της Αθήνας ως του πιο αξιόπιστου εταίρου της ∆ύσης στην περιοχή, να είναι όσο το δυνατόν πιο δυνατό και καθαρό.
Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή