Είναι αλήθεια ότι το φετινό καλοκαίρι ήταν πολύ διαχειρίσιµο σε σχέση µε την κυβέρνηση σε ό,τι αφορά το κοµµάτι των πυρκαγιών και γενικά των φυσικών καταστροφών που έρχονται ως αποτέλεσµα της κλιµατικής αλλαγής και όχι µόνο. Σε γενικές γραµµές και πλην ορισµένων εξαιρέσεων τα πράγµατα λειτούργησαν στα περισσότερα επίπεδα, αν και βεβαίως ουδείς µπορεί να λησµονήσει περιπτώσεις όπως το τραγικό περιστατικό της Αίγινας µε τους… χαµένους οδηγούς του ασθενοφόρου, άλλο ένα τρανταχτό παράδειγµα κυρίως της έλλειψης νοοτροπίας που επικρατεί σε κοµβικές κρατικές δοµές, παρά τα βήµατα που έχουν γίνει κατά κοινή οµολογία στην κατεύθυνση της βελτίωσης των κακώς κειµένων.

Η κυβέρνηση λοιπόν και προσωπικά ο πρωθυπουργός θα µπορούσαν να προετοιµάζουν τις εξαγγελίες της ∆ΕΘ και την παρουσίασή τους στο καλύτερο δυνατό σκηνικό και υπό τις ιδανικότερες πολιτικές προϋποθέσεις των τελευταίων ετών, αφού ακόµη και µετά την κρίση των Τεµπών κατάφερε να ορθοποδήσει και να κερδίσει έδαφος. Ωστόσο, η υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ, που ήρθε ως επιστέγασµα της φθοράς που συντελείται στο κυβερνητικό στρατόπεδο και των συνεπειών της επίδειξης αλαζονείας και έλλειψης συντονισµού από τον εκλογικό θρίαµβο του 2023 και µετά, έρχεται να ακυρώσει αυτή την πραγµατικότητα.

Οι ανακοινώσεις του πρωθυπουργού λοιπόν το απόγευµα του προσεχούς Σαββάτου και όσα θα ειπωθούν στη συνέντευξη Τύπου της Κυριακής δεν θα είναι πια η κορωνίδα µιας αλληλουχίας γεγονότων και καταστάσεων που θα επιβεβαιώσουν για ακόµη µία φορά τη «γαλάζια» κυριαρχία και δη στο σηµαντικότερο µέτωπο για τη διαµόρφωση των πολιτικών ισορροπιών, αυτό της οικονοµίας δηλαδή, αλλά θα µοιάζουν µε ένα παιχνίδι πόκερ, όπου ο πρωθυπουργός θα δώσει τα ρέστα του για τη δηµοσκοπική τουλάχιστον ανάκαµψη του κυβερνώντος κόµµατος και την αποκατάσταση της εικόνας του σε ένα µεγάλο κοµµάτι της ελληνικής κοινωνίας. Φυσικά, το κάρµα της διακυβέρνησης Μητσοτάκη εξαιτίας του ΟΠΕΚΕΠΕ βάρυνε περισσότερο εξαιτίας όσων είχαν προηγηθεί της αποκάλυψης του σκανδάλου, αλλά και εκείνων που ακολούθησαν µε κυριότερο συµβάν το κάζο της ψηφοφορίας για την Προανακριτική, όπου οι χειρισµοί της κυβερνητικής πλευράς «πλήγωσαν» χαρακτηριστικά τον µέσο νεοδηµοκράτη.

Βλέπετε, το «γαλάζιο» στελεχιακό δυναµικό περηφανευόταν, ανεξαρτήτως αν η παράταξη ήταν στο φόρτε ή στα κάτω της, πως ήταν διαχρονικά ο σοβαρός πυλώνας της Μεταπολίτευσης και η εγγυήτρια πολιτική δύναµη της διαφύλαξης των θεσµών, κάθε φορά που βρισκόταν στην εξουσία, ενίοτε και µακριά από αυτήν. Ως εκ τούτου και πέραν των ανακοινώσεων των µέτρων, τα οποία λίγο ή πολύ έχουν περιγραφεί τις εβδοµάδες που πέρασαν, το κεντρικό ζητούµενο για το Μαξίµου, την κυβέρνηση αλλά και προσωπικά τον πρωθυπουργό είναι να πείσουν τους πολίτες ότι µπορούν να επιστρέψουν στα πεπραγµένα και στη νοοτροπία της πρώτης τετραετίας.

Μόνο έτσι οι θετικές παρεµβάσεις που θα ακουστούν σε µερικές ηµέρες θα έχουν εκτός από οικονοµικό και κοινωνικό αντίκτυπο, στοιχείο απαραίτητο προκειµένου να µετατραπούν στη συνέχεια σε όχηµα ολικής επαναφοράς της εµπιστοσύνης απέναντι στον κυβερνητικό παράγοντα, ειδικά σε ό,τι αφορά το µεγάλο εκείνο κοµµάτι είτε κεντρώων ψηφοφόρων είτε παραδοσιακών δεξιών που εδώ και αρκετό καιρό χαρακτηρίζονται από µια ξεκάθαρη ψυχική απόσταση απέναντι στον τρόπο µε τον οποίο πολιτεύονται κορυφαία κυβερνητικά στελέχη. Άλλωστε είναι ξεκάθαρο πως οι πρωθυπουργικές εξαγγελίες της συµπρωτεύουσας δεν είναι παρά µία µόνο παράµετρος των δυσλειτουργιών που θα πρέπει να βελτιωθούν ώστε να αποφευχθεί το σενάριο µονιµοποίησης του κινδύνου ιταλοποίησης της πολιτικής ζωής της χώρας, µε µια Ν∆ που ναι µεν θα είναι πρώτη, αλλά θα έχει χάσει κάθε προσδοκία είτε αυτοδυναµίας είτε ελέγχου των εξελίξεων, και µια κατακερµατισµένη αντιπολίτευση.

Το εν λόγω θέµα αποκτά ακόµη µεγαλύτερες διαστάσεις αν αναλογιστεί κανείς τις ζυµώσεις που λαµβάνουν χώρα τόσο στα δεξιά όσο και στα αριστερά του πολιτικού φάσµατος για τη δηµιουργία νέων πολιτικών φορέων, που είναι βέβαιο ότι, ανεξαρτήτως της δυναµικής την οποία θα καταγράψουν, θα καταστήσουν ακόµη πιο πολύπλοκο το πολιτικό παιχνίδι σε µια τόσο κρίσιµη στιγµή εντός και εκτός συνόρων. Πολύ περισσότερο, το Μαξίµου θα πρέπει να έχει τον νου του στις κινήσεις του Αντώνη Σαµαρά, ο οποίος αν τελικώς προχωρήσει στη δηµιουργία κόµµατος είναι σαφές πως η άντληση της όποιας επιρροής του θα γίνει από το σηµερινό απόθεµα της «γαλάζιας» παράταξης. Μήπως λοιπόν εκτός των άλλων ήρθε η ώρα και για ένα ειλικρινές άνοιγµα ενότητας στους δύο πρώην πρωθυπουργούς Καραµανλή και Σαµαρά, έστω και εν είδει απονενοηµένου διαβήµατος; Τουλάχιστον η σηµερινή ηγεσία θα έχει κάνει το ιστορικό χρέος της απέναντι σε όλους και από κει και πέρα οι δύο τελευταία θα κριθούν για τις αποφάσεις τους… Αλλιώς οποιαδήποτε συζήτηση για συσπείρωση των νεοδηµοκρατικών δυνάµεων, από την οποία µοιραία θα ξεκινήσει το εγχείρηµα της επιστροφής σε δηµοσκοπικά µονοπάτια τουλάχιστον πέριξ του 30% σε αυτή τη φάση (για να µιλήσουµε µε αριθµούς), θα είναι απολύτως έωλη.







Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή