Το µεγαλείο του Γιάννη και οι µικρότητες των... επαγγελµατιών του διχασµού
Άρθρο γνώμης
Ήταν µια κυβέρνηση Ν∆ που ήρε το αδιέξοδο προκειµένου να αποκτήσει ελληνική ιθαγένεια ο Αντετοκούνµπο και τα αδέλφια του

Σε µια συγκυρία όπου η καθηµερινότητα του Έλληνα έχει καταστεί ιδιαίτερα δύσκολη, ενώ την ίδια ώρα το διεθνές περιβάλλον και τα όσα συµβαίνουν στην ευρύτερη γεωπολιτική γειτονιά µας δηµιουργούν µοιραία ανησυχία και κλίµα ρευστότητας για το µέλλον, οι στιγµές της συλλογικής χαράς και της αναγνώρισης µιας εθνικής προσπάθειας και επιτυχίας συνιστούν δίχως αµφιβολία µια ιδιαιτέρως σηµειολογική πολυτέλεια για την πατρίδα µας. Είµαστε άλλωστε ένας λαός που παραδοσιακά... γουστάρουµε κάθε φορά που η Ελλάδα ακούγεται στο διεθνές προσκήνιο για ένα αθλητικό κατόρθωµα ή ένα πολιτιστικό επίτευγµα, ή ακόµη -σε µια συνθήκη που δεν υφίσταται εν πολλοίς σε άλλα κράτη- βλέπουµε έναν Έλληνα να προοδεύει στο εξωτερικό στον τοµέα όπου δραστηριοποιείται λες και πρόκειται για κοντινό συγγενή µας.
Κι όµως, εντός συνόρων τουλάχιστον, ακόµη και στις περιστάσεις µιας µεγάλης χαράς µε φόντο µια επιτυχία του Τεντόγλου, του Καραλή και τώρα της εθνικής οµάδας µπάσκετ (για να µην πάµε παλαιό τερα), καταφέρνουµε να διχαστούµε στα καφενεία, στα social media και στις τηλεοράσεις. Αυτή η διαχρονική µας παθογένεια εν είδει παιδικής αρρώστιας «χτύπησε» και πάλι µετά το χάλκινο µετάλλιο στο Ευρωµπάσκετ και τη µεγάλη υπόκλιση στο αθλητικό και ανθρώπινο µεγαλείο του Γιάννη Αντετοκούνµπο. Από τη µια εκείνοι που βρήκαν την ευκαιρία να εκφράσουν εκ νέου τις ιδεοληπτικές τους πεποιθήσεις, λέγοντας πως µε λογικές τύπου Πλεύρη ή Βορίδη στο πεδίο της µεταναστευτικής πολιτικής δεν θα είχαµε τη δυνατότητα να θαυµάσουµε τον κορυφαίο αυτόν µπασκετµπολίστα και τα αδέλφια του να ψάλλουν τον εθνικό ύµνο και να αγκαλιάζουν σαν µικρά παιδιά την ελληνική σηµαία. Και από την άλλη, εκείνοι που προκειµένου να αντικρούσουν το σχετικό επιχείρηµα επιστράτευσαν κάθε λεκτική υπερβολή που µπορεί να παραγάγει η πλούσια ελληνική γλώσσα, βάζοντας... ελληνικόµετρο σε αυτόν τον άτυπο δηµόσιο διάλογο που έχει κυριαρχήσει άνευ λόγου και αιτίας τις τελευταίες ηµέρες στην επικαιρότητα. Κι όλα αυτά ενώ η αλήθεια δεν είναι µόνο απλή, είναι και απολύτως προφανής.
Είναι ξεκάθαρο ότι για περιπτώσεις σαν της οικογένειας Αντετοκούνµπο, τα παιδιά της οποίας γεννήθηκαν στην Ελλάδα, έφτασαν µέχρι το λύκειο, έχοντας λάβει πλήρη ελληνική παιδεία, και µε τους γονείς όλα αυτά τα χρόνια να εργάζονται στη χώρα µας, θα πρέπει να υπάρξει µέριµνα προκειµένου να αποκτάται σύµφωνα µε τις εγχώριες θεσµικές προβλέψεις όσο το δυνατόν νωρίτερα η ελληνική ιθαγένεια. Βλέπετε, είναι γνωστό ότι χιλιάδες υποθέσεις ανθρώπων που έχουν έρθει από τρίτες χώρες και ζουν και εργάζονται επί χρόνια στην Ελλάδα εκκρεµούν εγκλωβισµένες στα γρανάζια της γραφειοκρατίας, όπως συµβαίνει σε ουκ ολίγα µέτωπα της κρατικής µηχανής. Εξάλλου, δεν θα πρέπει να λησµονείται ότι ήταν η διακυβέρνηση Μητσοτάκη που θέσπισε, έστω και σε καθεστώς ειδικών συνθηκών και εν µέσω εσωκοµµατικών αντιδράσεων, την προϋπόθεση της τριετίας, αντί της επταετίας, σε ό,τι αφορά τη συγκρότηση δικαιώµατος σε άδεια παραµονής.
Ήταν επίσης µια κυβέρνηση Ν∆, αυτή του Αντώνη Σαµαρά, µε αρµόδιο υπουργό τότε τον Ευριπίδη Στυλιανίδη, που ήρε το αδιέξοδο προκειµένου να αποκτήσει ελληνική ιθαγένεια ο Γιάννης Αντετοκούνµπο και τα αδέλφια του, ώστε να φορέσουν το εθνόσηµο και ο πρώτος να καταστεί αναµφίβολα ο κορυφαίος εκπρόσωπος της σύγχρονης Ελλάδας στα πέρατα του πλανήτη. Για την ιστορία, µέχρι και η ηγεσία της Οµοσπονδίας εκείνη την εποχή είχε επιδείξει ιδιαιτέρως αργά ανακλαστικά στο συγκεκριµένο µέτωπο, αφού µια σειρά από γεγονότα γύρω από τον νεαρό τότε Γιάννη ήταν κόντρα στις δηµόσιες σχέσεις και τους διαύλους επικοινωνίας της µε διαφόρους φορείς και παράγοντες. Αλλά αυτή είναι µία άλλη υπόθεση, στην οποία θα µπορούσαµε να αναφερθούµε άλλη ώρα, και όχι σε αυτή τη συγκυρία του διχαστικού παραλογισµού.
Την ίδια στιγµή, ωστόσο, είναι εξίσου παράλογο, επικίνδυνο και απολύτως εκτός τόπου και χρόνου να συζητά κανείς, υπό τις παρούσες συνθήκες, για το αν η Αθήνα θα πρέπει να εφαρµόσει µια πιο µεθοδική και αποφασιστική µεταναστευτική πολιτική, σε µια περίοδο κατά την οποία πράττουν το ίδιο ακόµη και χώρες µε πολύ διαφορετικά δεδοµένα από εµάς, που είχαν µια πολύ πιο χαλαρή αντιµετώπιση στο ζήτηµα αυτό, όπως η Γερµανία, και οι οποίες έκλειναν για χρόνια τα αυτιά τους στις εκκλήσεις των κρατών-πυλών εισόδου όπως η Ελλάδα.
Ουδείς µπορεί να παραγνωρίζει τις ιδιαιτερότητες της συγκυρίας που διανύουµε και φυσικά ουδείς µπορεί να παραβλέπει και τις διεθνείς προβλέψεις για τη διαχείριση του Μεταναστευτικού - Προσφυγικού και πριν και πέρα απ’ όλα βεβαίως τον ανθρώπινο παράγοντα. Και ευτυχώς, ως άνθρωποι και ως αρµόδιες Αρχές που εκπροσωπούν τους Έλληνες στο κοµµάτι αυτό έχουµε δώσει τα διαπιστευτήριά µας, παρά τα όποια µεµονωµένα κακώς κείµενα µπορεί να υπήρξαν και παρά τις ακτιβιστικές υστερίες διαφόρων που βρίσκονται στον κόσµο τους και προσπαθούν συστηµατικά να εκθέσουν τη χώρα στο εξωτερικό. Κανένας λοιπόν λόγος για εσωτερικές κόντρες και διαµάχες. Όλα, µε τον έναν ή τον άλλο τρόπο, τα λύνει η ζωή. Άλλη η αντιµετώπιση των µεταναστευτικών ρευµάτων στις αρχές της δεκαετίας του ’90, άλλη τώρα. Ένα δεν θα αλλάξει και δεν πρέπει να αλλάξει ποτέ: τα ρίγη συγκίνησης και η περηφάνια που θα νιώθουµε στον αγώνα ζωής και τα κατορθώµατα του κάθε Γιάννη που ξεκινά από τα Σεπόλια για να κατακτήσει την υφήλιο.
Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή
Κι όµως, εντός συνόρων τουλάχιστον, ακόµη και στις περιστάσεις µιας µεγάλης χαράς µε φόντο µια επιτυχία του Τεντόγλου, του Καραλή και τώρα της εθνικής οµάδας µπάσκετ (για να µην πάµε παλαιό τερα), καταφέρνουµε να διχαστούµε στα καφενεία, στα social media και στις τηλεοράσεις. Αυτή η διαχρονική µας παθογένεια εν είδει παιδικής αρρώστιας «χτύπησε» και πάλι µετά το χάλκινο µετάλλιο στο Ευρωµπάσκετ και τη µεγάλη υπόκλιση στο αθλητικό και ανθρώπινο µεγαλείο του Γιάννη Αντετοκούνµπο. Από τη µια εκείνοι που βρήκαν την ευκαιρία να εκφράσουν εκ νέου τις ιδεοληπτικές τους πεποιθήσεις, λέγοντας πως µε λογικές τύπου Πλεύρη ή Βορίδη στο πεδίο της µεταναστευτικής πολιτικής δεν θα είχαµε τη δυνατότητα να θαυµάσουµε τον κορυφαίο αυτόν µπασκετµπολίστα και τα αδέλφια του να ψάλλουν τον εθνικό ύµνο και να αγκαλιάζουν σαν µικρά παιδιά την ελληνική σηµαία. Και από την άλλη, εκείνοι που προκειµένου να αντικρούσουν το σχετικό επιχείρηµα επιστράτευσαν κάθε λεκτική υπερβολή που µπορεί να παραγάγει η πλούσια ελληνική γλώσσα, βάζοντας... ελληνικόµετρο σε αυτόν τον άτυπο δηµόσιο διάλογο που έχει κυριαρχήσει άνευ λόγου και αιτίας τις τελευταίες ηµέρες στην επικαιρότητα. Κι όλα αυτά ενώ η αλήθεια δεν είναι µόνο απλή, είναι και απολύτως προφανής.
Είναι ξεκάθαρο ότι για περιπτώσεις σαν της οικογένειας Αντετοκούνµπο, τα παιδιά της οποίας γεννήθηκαν στην Ελλάδα, έφτασαν µέχρι το λύκειο, έχοντας λάβει πλήρη ελληνική παιδεία, και µε τους γονείς όλα αυτά τα χρόνια να εργάζονται στη χώρα µας, θα πρέπει να υπάρξει µέριµνα προκειµένου να αποκτάται σύµφωνα µε τις εγχώριες θεσµικές προβλέψεις όσο το δυνατόν νωρίτερα η ελληνική ιθαγένεια. Βλέπετε, είναι γνωστό ότι χιλιάδες υποθέσεις ανθρώπων που έχουν έρθει από τρίτες χώρες και ζουν και εργάζονται επί χρόνια στην Ελλάδα εκκρεµούν εγκλωβισµένες στα γρανάζια της γραφειοκρατίας, όπως συµβαίνει σε ουκ ολίγα µέτωπα της κρατικής µηχανής. Εξάλλου, δεν θα πρέπει να λησµονείται ότι ήταν η διακυβέρνηση Μητσοτάκη που θέσπισε, έστω και σε καθεστώς ειδικών συνθηκών και εν µέσω εσωκοµµατικών αντιδράσεων, την προϋπόθεση της τριετίας, αντί της επταετίας, σε ό,τι αφορά τη συγκρότηση δικαιώµατος σε άδεια παραµονής.
Ήταν επίσης µια κυβέρνηση Ν∆, αυτή του Αντώνη Σαµαρά, µε αρµόδιο υπουργό τότε τον Ευριπίδη Στυλιανίδη, που ήρε το αδιέξοδο προκειµένου να αποκτήσει ελληνική ιθαγένεια ο Γιάννης Αντετοκούνµπο και τα αδέλφια του, ώστε να φορέσουν το εθνόσηµο και ο πρώτος να καταστεί αναµφίβολα ο κορυφαίος εκπρόσωπος της σύγχρονης Ελλάδας στα πέρατα του πλανήτη. Για την ιστορία, µέχρι και η ηγεσία της Οµοσπονδίας εκείνη την εποχή είχε επιδείξει ιδιαιτέρως αργά ανακλαστικά στο συγκεκριµένο µέτωπο, αφού µια σειρά από γεγονότα γύρω από τον νεαρό τότε Γιάννη ήταν κόντρα στις δηµόσιες σχέσεις και τους διαύλους επικοινωνίας της µε διαφόρους φορείς και παράγοντες. Αλλά αυτή είναι µία άλλη υπόθεση, στην οποία θα µπορούσαµε να αναφερθούµε άλλη ώρα, και όχι σε αυτή τη συγκυρία του διχαστικού παραλογισµού.
Την ίδια στιγµή, ωστόσο, είναι εξίσου παράλογο, επικίνδυνο και απολύτως εκτός τόπου και χρόνου να συζητά κανείς, υπό τις παρούσες συνθήκες, για το αν η Αθήνα θα πρέπει να εφαρµόσει µια πιο µεθοδική και αποφασιστική µεταναστευτική πολιτική, σε µια περίοδο κατά την οποία πράττουν το ίδιο ακόµη και χώρες µε πολύ διαφορετικά δεδοµένα από εµάς, που είχαν µια πολύ πιο χαλαρή αντιµετώπιση στο ζήτηµα αυτό, όπως η Γερµανία, και οι οποίες έκλειναν για χρόνια τα αυτιά τους στις εκκλήσεις των κρατών-πυλών εισόδου όπως η Ελλάδα.
Ουδείς µπορεί να παραγνωρίζει τις ιδιαιτερότητες της συγκυρίας που διανύουµε και φυσικά ουδείς µπορεί να παραβλέπει και τις διεθνείς προβλέψεις για τη διαχείριση του Μεταναστευτικού - Προσφυγικού και πριν και πέρα απ’ όλα βεβαίως τον ανθρώπινο παράγοντα. Και ευτυχώς, ως άνθρωποι και ως αρµόδιες Αρχές που εκπροσωπούν τους Έλληνες στο κοµµάτι αυτό έχουµε δώσει τα διαπιστευτήριά µας, παρά τα όποια µεµονωµένα κακώς κείµενα µπορεί να υπήρξαν και παρά τις ακτιβιστικές υστερίες διαφόρων που βρίσκονται στον κόσµο τους και προσπαθούν συστηµατικά να εκθέσουν τη χώρα στο εξωτερικό. Κανένας λοιπόν λόγος για εσωτερικές κόντρες και διαµάχες. Όλα, µε τον έναν ή τον άλλο τρόπο, τα λύνει η ζωή. Άλλη η αντιµετώπιση των µεταναστευτικών ρευµάτων στις αρχές της δεκαετίας του ’90, άλλη τώρα. Ένα δεν θα αλλάξει και δεν πρέπει να αλλάξει ποτέ: τα ρίγη συγκίνησης και η περηφάνια που θα νιώθουµε στον αγώνα ζωής και τα κατορθώµατα του κάθε Γιάννη που ξεκινά από τα Σεπόλια για να κατακτήσει την υφήλιο.
Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή