Την ώρα που στη µικρή µας εικόνα τσακωνόµαστε µε όρους παλαιών µεσηµεριανάδικων για τα αυτονόητα (τελευταίο κρούσµα η υπόθεση µε τον Άγνωστο Στρατιώτη), όπου το τι πρέπει να γίνει ή τι έπρεπε να έχει γίνει είναι αν µη τι άλλο προφανές για όλους τους εµπλεκόµενους, χάνουµε και πάλι το µεγάλο έργο. Ποιο είναι αυτό; Το περιβάλλον που διαµορφώνεται σε διεθνές επίπεδο και ο τρόπος µε τον οποίο θα επηρεαστεί η πατρίδα µας, και ως εκ τούτου, οι νέες στρατηγικές οι οποίες θα πρέπει να υιοθετηθούν έναντι των ανοικτών µας µετώπων.

Το κορυφαίο µήνυµα το οποίο θα πρέπει να λάβει το Μέγαρο Μαξίµου σε αυτήν τη χρονική συγκυρία είναι πως µε φόντο τις ισορροπίες που θέλει να επιβάλει η διακυβέρνηση Τραµπ στη διεθνή σκακιέρα αυτήν τη στιγµή -µένει να φανεί τι µέλλει γενέσθαι και τι τοπίο θα προκύψει µετά τις ενδιάµεσες κάλπες- θα πρέπει να δει, όχι από µηδενική βάση αλλά σίγουρα από µια διαφορετική οπτική γωνία, το γεωστρατηγικό γίγνεσθαι στην ευρύτερη περιοχή µας. Και όχι µόνο σε αυτή, αλλά σε όλη την Ευρώπη συνολικότερα. Είναι ξεκάθαρο πως οι σχέσεις της Αθήνας µε την Ουάσινγκτον έχουν εισέλθει πλέον σε ένα άλλο επίπεδο.

Η παραδοσιακή νόρµα των αγαστών σχέσεων µε την αντίπερα όχθη του Ατλαντικού και την πλήρη ταύτιση µε την Ευρωπαϊκή Ένωση από την άλλη, τείνει να αποδειχθεί είτε ανεπαρκής είτε ανέφικτη σε αυτήν τη φάση. Ο Ντόναλντ Τραµπ παρακάµπτει εµφανώς και σε κάθε ευκαιρία τη Γηραιά Ήπειρο και τους θεσµούς της, εκπέµποντας σήµα στις χώρες που επιθυµούν την αµερικανική στήριξη σε µια σειρά από κρίσιµα ζητήµατα να ενταχθούν αναφανδόν στο άρµα του. Ως εκ τούτου και ο δικός µας δίαυλος επικοινωνίας µε τις ΗΠΑ αποκτά αυτοµάτως πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά από τα αντίστοιχα της εποχής των ∆ηµοκρατικών.

Σαφέστατα και το ενδιαφέρον των Αµερικανών για τη Σούδα και την Αλεξανδρούπουλη, η παρουσία της Ελλάδας, έστω και σ’ ένα διαφορετικό πια πλαίσιο συγκριτικά µε την προηγούµενη κατάσταση στο Λευκό Οίκο, ως του πιο αξιόπιστου σύµµαχου της ∆ύσης σε µια περιοχή που φλέγεται σε βορρά και νότο, αλλά και εσχάτως η εµπλοκή της Chevron στο κάδρο των ερευνών στη θαλάσσια περιοχή νότια της Κρήτης, που αναγνωρίζει de facto την ελληνική κυριαρχία, συνιστούν µια ιδιαίτερα ισχυρή βάση, η οποία ξεπερνά τις οποιεσδήποτε διαφοροποιήσεις σε ό,τι αφορά την εξωτερική πολιτική µεταξύ Μπάιντεν και Τραµπ.

Ωστόσο, είναι πια κοινός τόπος µεταξύ των έµπειρων αναλυτών, πως πρέπει να ιχνηλατήσουµε µε διαφορετικό τρόπο το τοπίο της επαφής µε την αµερικανική κυβέρνηση. Οφείλουµε βλέπετε µοιραία εκ της θέσης µας να παραµείνουµε προσηλωµένοι στη µεγάλη συµµαχία της Ευρώπης, όσο κι αν αυτή κλυδωνίζεται, καθώς είναι θέµα ζωτικής σηµασίας για µας µε διαστάσεις υπαρξιακού χαρακτήρα. Ταυτόχρονα όµως, δεν πρέπει να µένουµε απαθείς, αδυνατώντας να αντιληφθούµε τα σηµεία των καιρών.

Το δίληµµα «ή µαζί µας ή απέναντί µας» που προβάλλει εµµέσως πλην σαφώς η αµερικανική διπλωµατία στο σύνολο των παραδοσιακών συµµαχιών της, πρέπει να ερµηνευθεί ψύχραιµα και σωστά από την Αθήνα. Αφορά άλλωστε ένα πεδίο το οποίο δεν έχει να κάνει µόνο µε το διπλωµατικό κοµµάτι αλλά και µε µια σειρά αξιακών, για τη διακυβέρνηση Τραµπ, ζητηµάτων που τοποθετούνται σε παγκόσµια διάσταση από την κυβέρνησή του, όπως η στάση έναντι της κλιµατικής αλλαγής (που απέχει παρασάγγας από τις ευρωπαϊκές προσεγγίσεις και αναλύσεις), η wok ατζέντα, αλλά κυρίως ο ίδιος ο πυρήνας των δοµών και της οπτικής γωνίας της ∆ύσης σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση των όσων συµβαίνουν στον πλανήτη και την αντιµετώπιση των κορυφαίων ανοικτών θεµάτων. Αυτό διαφαίνεται εκτός των άλλων και από τον τρόπο µε τον οποίο τοποθετείται και συµπεριφέρεται δηµόσια ο πρόεδρος Τραµπ απέναντι στους Ευρωπαίους ηγέτες, είτε στον Πούτιν και τον Ερντογάν, επιθυµώντας να καταδείξει πως χαράζει τη δική του πορεία και πως τα πάντα βρίσκονται υπό ένα διαφορετικό πρίσµα και µια µόνιµη διαδικασία επεξεργασίας. Και για να µην ξεχνιόµαστε: στην Ελλάδα βρισκόµαστε στο επίκεντρο ορισµένων από αυτά, που για τη διοίκηση Τραµπ θεωρούνται πιθανώς είτε ανώδυνα είτε ίσως και δευτερεύοντα, µε ό,τι αυτό µπορεί να συνεπάγεται. Επειδή δε αναφέραµε τον Ταγίπ Ερντογάν, ναι. Είναι αλήθεια ότι οι µόνιµοι επικριτές της κυβέρνησης στα εθνικά θέµατα, οι επαγγελµατίες εθνικόφρονες έχουν άδικο και απλώς κινδυνολογούν, ως συνήθως, όταν µιλούν περί προνοµιακών του επαφών µε την Ουάσινγκτον ή όταν υποστηρίζουν πως πήρε κάτι χειροπιαστό στην πρόσφατη συνάντησή του µε τον Αµερικανό πρόεδρο στον Λευκό Οίκο.

Άλλο όµως αυτό και άλλο η παραδοχή ότι σταθερά ο Ερντογάν θα κατέχει για διάφορους λόγους εµφανώς πιο περίοπτη θέση από οποιονδήποτε Έλληνα πολιτικό στο µυαλό του Ντόναλντ Τραµπ. Μην ξεχνάµε εξάλλου ότι η µεγαλύτερη περιφερειακή δύναµη της περιοχής είναι η Τουρκία, θέλουµε δεν θέλουµε. Κάπου εκεί θα πρέπει να βρούµε κι εµείς τον χώρο µας. Αυτόν τον χώρο που µε περηφάνια λέγαµε ότι µας αναγάγει σ’ έναν σοβαρό εταίρο, απέναντι στα ήξεις αφήξεις και τις εξάρσεις της Άγκυρας. Για να συµβεί αυτό, θα πρέπει να εντοπίσουµε το πού κρύβεται η χρυσή τοµή µε τη νέα πραγµατικότητα και τις ιστορικές παραδοσιακές µας σταθερές, προκειµένου να µη χαθεί το τρένο που οσονούπω θα περάσει µε µαθηµατική ακρίβεια από µπροστά µας…

Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή