Κάθε χρόνο και κάθε µέρα σαν τη χθεσινή ή εκείνη που έρχεται λίγο καιρό αργότερα την 25η Μαρτίου, δίνουν και παίρνουν οι αναφορές στην ιστορική µνήµη των Ελλήνων, αλλά και τη διαχρονική ανάγκη για ενότητα και οµοψυχία. Πρωταγωνιστές σ’ αυτό το κρεσέντο των ευχολογίων δεν είναι άλλοι από τους πολιτικούς αρχηγούς και τα κορυφαία κοµµατικά στελέχη, που εν είδει ποιήµατος επαναλαµβάνουν τις αντίστοιχες επωδούς, ξέροντας και οι ίδιοι µέσα τους και κυρίως εκείνοι στους οποίους απευθύνονται ότι πρόκειται για λόγια του αέρα.

Ο φετινός εορτασµός της 28ης Οκτωβρίου συνέπεσε χρονικά µε την απώλεια ενός κορυφαίου δηµιουργού, από τους λίγους που έµεναν να µας θυµίζουν τις αρετές αυτού του λαού και τα θαύµατα αυτού του τόπου. Ο ∆ιονύσης Σαββόπουλος δεν έγραψε µόνο µουσική ιστορία στη χώρα µας, αλλά καθόρισε όσο λίγοι το κοινωνικό περιβάλλον των τελευταίων δεκαετιών. Και όµως, µε ευθύνη συγκεκριµένων προσώπων και πολιτικών φορέων, το αντίο σ’ αυτόν τον µεγάλο Έλληνα αντί να ενώσει, δίχασε. Μιλάµε βεβαίως για τους επικεφαλής και τους κορυφαίους των κοµµάτων της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς οι οποίοι επέλεξαν να λησµονήσουν µία από τις προσωπικότητες που κυριολεκτικά έχτισαν τον µύθο και την ιστορία του εν λόγω πολιτικού χώρου, µε τα τραγούδια του να ξεκινούν από την αφετηρία αυτή και να απλώνονται σε ολόκληρο το φάσµα της ελληνικής κοινωνίας. Με λόγια, µελωδίες και συναίσθηµα που για χρόνια ολόκληρα ταυτίστηκαν µε τους αγώνες της Αριστεράς και το περιεχόµενό τους, ο Σαββόπουλος ήταν από εκείνους που την καθιστούσαν πρωταγωνίστρια στα εγχώρια πολιτιστικά δρώµενα, έστω κι αν πολιτικά δεν βρέθηκε ποτέ σε θέση εξουσίας µέχρι το 2015. Και όλα αυτά επειδή είδε στον Κυριάκο Μητσοτάκη τη λύση που -όπως πίστευε και... τόλµησε να πει ανοικτά- είχε ανάγκη η Ελλάδα σε µια συγκυρία κατά την οποία συµφώνησε µαζί του το 40% των Ελλήνων πολιτών, που µάλιστα το 2023 άφηνε τον ΣΥΡΙΖΑ 20 και βάλε µονάδες πίσω σε ένα ιστορικό εκλογικό αποτέλεσµα.

∆εν είναι φυσικά η πρώτη φορά που οι σύγχρονοι εκφραστές του χώρου αυτού, που ενίοτε καπηλεύονται τις θυσίες και την παρακαταθήκη των πραγµατικών αριστερών αγωνιστών, προχώρησαν σε επίδειξη συµπλεγµατισµού. Τα ίδια έλεγαν και έκαναν πολλοί εξ αυτών, όταν ένας άλλος κορυφαίος αριστερός, ο εµπνευστής του αντιδικτατορικού αγώνα και ο πλέον διαχρονικός εκπρόσωπος των εθνικών και κοινωνικών ελευθεριών, ο µεγάλος Μίκης Θεοδωράκης, σε µια κίνηση, τη σηµειολογία της οποίας αντιλήφθηκαν µόνο αυτοί που είχαν ανοικτά αυτιά, µάτια και κυρίως µυαλά, έγινε υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου στη διακυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Ίσως τα όσα άκουσε εκείνη την περίοδο, µαζί µε άλλα βιώµατά του να προκάλεσαν την πολυσυζητηµένη ατάκα του περί αριστερόστροφου φασισµού λίγα χρόνια πριν από το τέλος της ζωής του. Τα παραδείγµατα αυτά εκτός από περιορισµένους ορίζοντες σκέψης και δράσης καταδεικνύουν και κάτι άλλο: έλλειψη αντιληπτικής ικανότητας σε ό,τι αφορά τις αλλαγές που συντελούνται γύρω µας και πόσο προχώρησε ο κόσµος. Πόσο µακρινά και δυσνόητα φαίνονται όλα αυτά στις νέες γενιές οι οποίες κάθε άλλο παρά (στην πλειοψηφία τους τουλάχιστον) βλέπουν στο παρελθόν, αλλά αναζητούν τις συνθήκες και το περιβάλλον εκείνο για να ζήσουν καλύτερα τη ζωή τους και να δώσουν στίγµα στον επαγγελµατικό στίβο.

Απαραίτητη προϋπόθεση για όλα αυτά είναι η λήθη στα πάθη και τις συγκρούσεις του παρελθόντος, παράµετρος που πρώτοι αντιλήφθηκαν και υπηρέτησαν κορυφαίοι πολιτικοί όλων των χώρων, ανάµεσά τους και µορφές της Αριστεράς όπως ο Κύρκος και ο Φλωράκης πριν από τρεισήµισι δεκαετίες και τόσοι άλλοι. Συµπεριφορές σαν και αυτές του περασµένου Σαββάτου αναδεικνύουν (χάριν ξεπερασµένων ιδεοληψιών και πιθανώς ενοχικών συνδρόµων) την έλλειψη ενσυναίσθησης και ίσως κατανόησης του νοήµατος των αγώνων που έδωσαν τόσοι και τόσοι άνθρωποι, οι οποίοι επέλεξαν να δώσουν τη ζωή τους για να υπηρετήσουν τις ιδέες τους. Και που σφράγισαν πραγµατικά µε την παρουσία τους τον χάρτη των ανθρώπινων δικαιωµάτων και των δηµοκρατικών αξιών σε αυτήν τη γωνιά του πλανήτη, όχι µε υπουργικούς θώκους και µεγάλα οφίτσια, αλλά µε το παράδειγµα του βίου τους. Για να µην παρεξηγηθούµε, µακριά από µας η οποιαδήποτε προσπάθεια σχετικής ερµηνείας ή συγκρίσεων. Είναι όµως κάποια θέµατα που απλώς άπτονται της κοινής λογικής. Με λίγα λόγια, η Αριστερά και η Κεντροαριστερά (και όπως φάνηκε οι κορυφαίοι εκπρόσωποί της) δείχνουν να λησµονούν την ίδια την ιστορία τους, στοιχείο που συνιστά µία ακόµη εξήγηση για το γεγονός ότι σε αυτήν τη συγκυρία αδυνατούν να πατήσουν γερά στα πόδια τους και να αρθρώσουν µια αποτελεσµατική ρητορική που θα πείθει τους πολίτες.

Για κάποιες αµφιλεγόµενες (κατ’ αυτούς) δηλώσεις άφησαν µόνο του τον πρωθυπουργό να αλωνίζει επικοινωνιακά σε µια τόσο ιδιαίτερη περίσταση. Ίσως οι εµµονές αυτές να δίνουν εκτός των άλλων και µια απάντηση για τους λόγους για τους οποίους η πρώτη διακυβέρνηση της Αριστεράς στην Ελλάδα (µε τις ιδιαίτερες συνθήκες που ανήλθε στην εξουσία) όχι µόνο δεν κατάφερε να στεριώσει και να αποτελέσει επί της ουσίας και την άτυπη ρεβάνς τόσων ιστορικών αδικιών που αδιαµφισβήτητα θα µπορούσε να επικαλεστεί κανείς, αλλά αντίθετα έγινε αφορµή για πολλές ακόµη διασπάσεις της ευρύτερης αυτής πολιτικής δεξαµενής. Όσοι δεν αντιλαµβάνονται, απ’ όπου κι αν προέρχονται, ότι οι καιροί έχουν αλλάξει και πως µόνο οι καλές στιγµές της ιστορίας µας µπορούν να είναι οδηγός για ένα µέλλον που φαντάζει τόσο άγνωστο και απαιτητικό, είναι καταδικασµένοι αργά ή γρήγορα στην απαξίωση. Κολλήµατα και µισαλλοδοξίες, είτε δεξιάς, είτε αριστερής, είτε κεντρώας προέλευσης, απλώς επιβεβαιώνουν τους λόγους για τους οποίους σε ορισµένα µέτωπα, η χώρα εξακολουθεί να παλεύει µε τα σκοτάδια και τον κακό εαυτό της...

Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή