H ευλαβική διάκριση των κρατικών λειτουργιών, δηλαδή νοµοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής, είναι θεµελιώδες γνώρισµα κάθε συντεταγµένης πολιτείας. Στη χώρα µας ωστόσο ανέκαθεν –και όχι µόνο στο πρόσφατο παρελθόν ο εναγκαλισµός της πολιτικής εξουσίας µε τη ∆ικαιοσύνη αποτελούσε προσφιλή πρακτική, που ουδέποτε εγκαταλείφθηκε (αρκεί να αναλογισθούµε τον τρόπο επιλογής της ηγεσίας των δικαστών). Πρέπει όµως να µην ξεχνούµε ότι η αντοχή των θεσµών κάθε άλλο παρά ανεξάντλητη είναι: όσο περισσότερο παραβιάζεται η διάκριση των εξουσιών, τόσο περισσότερο ενδυναµώνεται η αναρχία και η ανασφάλεια στο κοινωνικό σύνολο.

Οι επεµβάσεις του κρατικού µηχανισµού στη δικαστική λειτουργία ενθαρρύνουν την κρατική αυθαιρεσία, κλονίζουν την εµπιστοσύνη των πολιτών προς την Πολιτεία και δηµιουργούν όρους ολοκληρωτικού καθεστώτος. Ακόµα και όταν οι προθέσεις είναι καλές, τα αποτελέσµατα είναι πάντοτε καταστροφικά και προκαλούν πολύ µεγαλύτερη κοινωνική βλάβη από αυτή που επιδιώκουν να αποτρέψουν.

Η ποινική δίωξη των πολιτικών αντιπάλων µε το τέµνον όπλο της ποινής έχει, µακροπρόθεσµα, καταλυτικές συνέπειες. Αποτελεί παράδειγµα και προτροπή εξωθεσµικής συµπεριφοράς που οι πολίτες οιονεί αυτοµάτως σπεύδουν να υιοθετήσουν, όχι λόγω κάποιας ποιοτικής υπεροχής, αλλά επειδή είναι κατ’ αποκλειστικότητα αποτελεσµατικό.

Οι αρχαίοι Ρωµαίοι έλεγαν: «Από την αδικία δεν παράγεται δίκαιο». Αν η µεταφορά της πολιτικής αντιπαράθεσης στο πεδίο της ποινικής καταστολής, είναι επικίνδυνη, η µεταφορά της ποινικής καταστολής στην πολιτική αντιπαράθεση είναι ολέθρια. ∆ροµολογεί την αποδυνάµωση της ∆ηµοκρατίας και συνιστά αταβιστική παλινδρόµηση σε σκοτεινές εποχές αυταρχισµού.

Οταν ανακύπτουν τέτοια φαινόµενα αναδεικνύεται και η ευθύνη των δικαστικών λειτουργών, που οφείλουν µε κάθε κόστος να διαφυλάξουν την ανεξαρτησία τους, την απροσωπόληπτη κρίση τους και το κύρος της ∆ικαιοσύνης, µακριά από πολωτικές πρακτικές, αφού η στάση τους αξιολογείται όχι µόνο από την παρούσα γενεά, αλλά και από τις επερχόµενες.