Σε ένα παράλληλο σύμπαν, ο Γιάνης Βαρουφάκης, γιορτάζει με τη σύζυγό του Δανάη Στράτου, τα τέσσερα χρόνια από την επιβολή τραπεζικής αργίας και ελέγχου στην κίνηση κεφαλαίων, κάνοντας το τραπέζι σε φίλους με τη θέα της παραπάνω εικόνας. Την ώρα που σηκώνει ψηλά το ποτήρι με το αγαπημένο του κρασί για την πρόποση, λέει για ακόμα μια φορά την ιστορική ατάκα, αναθεωρημένη και επαυξημένη.

«Αγάπη μου, έκλεισα τις τράπεζες». Η φράση που αποδόθηκε στον τότε υπουργό Οικονομικών, Γιάνη Βαρουφάκη από δημοσιογράφο του περιοδικού New Yorker, αποτελεί ένα από τα σύμβολα της πρώτης διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.

Έγινε πρώτο θέμα σε όλα τα διαδικτυακά ΜΜΕ και χρησιμοποιήθηκε από την αξιωματική αντιπολίτευση και τέσσερα χρόνια μετά κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα υπό ποιες συνθήκες και για ποιον λόγο ειπώθηκε η συγκεκριμένη φράση.

Ο πρώην υπουργός στο περίφημο βιβλίο του «Ανίκητοι Ηττημένοι» που προκάλεσε κύμα αντιδράσεων το 2017, δεν διαψεύδει τη συγκεκριμένη φράση αλλά προσπαθεί να την εντάξει σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο. Όπως αναφέρει, ειπώθηκε κατά τη διάρκεια δείπνου που παρέθετε ο ίδιος και η σύζυγός του σε φίλους, στο οποίο ήταν παρών και ο δημοσιογράφος του περιοδικού.

Ο πρώην υπουργός αφηγείται ότι περιέγραφε την «ειρωνεία και τον απόλυτο πόνο» του κλεισίματος των τραπεζών στην παρέα του και διαπίστωσε ότι είχε δημιουργήσει βαρύ κλίμα. Τότε, όπως αναφέρει, προσπάθησε να φτιάξει την ατμόσφαιρα με ένα αστείο, βάζοντας τον εαυτό του στη θέση ενός ηθοποιού, τον οποίον ο σεναριογράφος θα έβαζε να πει στη Δανάη Στράτου, «Αγάπη μου, έκλεισα τις τράπεζες», αντιγράφοντας την ταινία του Χόλιγουντ «Αγάπη μου συρρίκνωσα τα παιδιά».

Παίρνοντας ως αληθή την ιστορία του πρώην υπουργού, μπορούμε να του καταλογίσουμε εκτός από πολύ κακό χιούμορ και μία μεγάλη ευθύνη για το κλείσιμο των τραπεζών πριν τέσσερα χρόνια.

Όσο κι αν έχει προσπαθήσει να διώξει από πάνω του τις ευθύνες της απόφασης, μπαίνοντας σε μία διαμάχη με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τον διοικητή της, Μάριο Ντράγκι, η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου για την τραπεζική αργία και το κλείσιμο του Χρηματιστηρίου, φέρει την υπογραφή του Γιάνη Βαρουφάκη.

Αν η διενέργεια δημοψηφίσματος ήταν το «λυπημένο τέλος» της «περήφανης διαπραγμάτευσης» της πρώτης κυβέρνησης Τσίπρα, οι κεφαλαιακοί έλεγχοι που επιβλήθηκαν τότε και έμειναν στην ιστορία ως ιστορία ως capital controls, και δεν έχουν αρθεί ακόμα αποτελούν την οικονομική κατακλείδα της διαπραγμάτευσης.

Ήταν η κατάληξη της ατέρμονης διαπραγμάτευσης της κυβέρνησης, με τα σοφίσματα Τσίπρα, περί ζουρνάδων και χορού των αγορών, με την περίφημη Θεωρία Παιγνίων του Γιάνη Βαρουφάκη και την αντίληψη της κυβέρνησης ότι μπορεί να φέρει την Ευρωζώνη στα μέτρα της.

Τελικά η Ευρωζώνη δεν προσαρμόστηκε ποτέ στα μέτρα της κυβέρνησης Τσίπρα, κι αν πολιτικά αυτό μπορούσε να καμουφλαριστεί με θεωρίες συνωμοσίας για απειλές και εκβιασμούς, οι αριθμοί και η οικονομία, που σπανίως λένε ψέματα, αυτή τη φορά είπαν την πάσα αλήθεια.

Από την αρχή του καλοκαιριού, όταν η κυβέρνηση αποφάσισε να αποσυρθεί από το τραπέζι των διαπραγμάτευσεωνμ μέχρι το κλείσιμο των τραπεζών, τα ταμειακά διαθέσιμα είχαν εξαφανιστεί καθώς χάθηκαν πάνω από 45 δισ. ευρώ μέσα λίγους μόλις μήνες. Τράπεζα της Ελλάδος και Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είχαν προειδοποιήσει.

Η Τράπεζα της Ελλάδος στις 17 Ιουνίου προειδοποιούσε ότι «η αποτυχία στις διαπραγματεύσεις θα είναι η αρχή μιας επώδυνης πορείας που θα οδηγήσει αρχικά σε πτώχευση και τελικά στην έξοδο της χώρας από τη Ζώνη του Ευρώ και –πιθανότατα– από την Ε.Ε.». Η κυβέρνηση έβλεπε όμως από πίσω σκοπιμότητες του Γιάννη Στουρνάρα.

Η ΕΚΤ από τον Φεβρουάριο του 2015 δεν δεχόταν τα ελληνικά κρατικά ομόλογα και τα ομόλογα με εγγύηση Δημοσίου, στέλνοντας τις τράπεζες στον ακριβότερο μηχανισμό ρευστότητας, του ELA. Με τις διαπραγματεύσεις να τραβάνε σε διάρκεια, το αδιέξοδο να πλησιάζει στον ορίζοντα τις χρηματοοικονομικές προοπτικές και το μακροοικονομικό περιβάλλον της Ελλάδος να πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο, τις τράπεζες να είναι υπό ασφυκτική πίεση λόγω των εκροών καταθέσεων, η Ελλάδα στρεφόταν στον ELA.

Μετά την προκήρυξη του δημοψηφίσματος και την απόφαση της κυβέρνησης για πλήρη ρήξη, το αίτημα της κυβέρνησης για παράταση δεν δόθηκε για το δεύτερο πρόγραμμα στήριξης και όλα ήταν στον αέρα. Η χώρα πήγαινε σε δημοψήφισμα, οι τράπεζες και το Χρηματιστήριο ήταν κλειστά και η ελληνική κοινωνία διχασμένη.

Αυτό που ο Γιάνης Βαρουφάκης θεωρούσε τόσο πιθανό να συμβεί «όσο να μην ανατείλει αύριο ο ήλιος» τελικά έγινε παρόλο που ο ήλιος ανέτειλε κανονικά.