Εάν ο Μπερνάρ Αρνό απέχει μία ανάσα από τον τίτλο του πλουσιότερου ανθρώπου της γης, το χρωστά σε έναν ταξιτζή που γνώρισε στους δρόμους της Νέας Υόρκης πριν από 35 χρόνια. Ήταν κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του στις Ηνωμένες Πολιτείες, το 1984, όταν έπιασε κουβέντα με τον οδηγό του ταξί. «Τι ξέρεις για τη Γαλλία;», τον ρώτησε, όπως συχνά κάνουν οι άνθρωποι όταν βρίσκονται σε έναν μακρινό τόπο. Ο ταξιτζής δεν γνώριζε το όνομα του Γάλλου προέδρου, ήξερε όμως τον Κριστιάν Ντιόρ.

Αυτή η συζήτηση φύτεψε στο μυαλό του Αρνό μία ιδέα που έμελλε να εξελιχθεί σε μία παντοδύναμη αυτοκρατορία της πολυτέλειας. Ο όμιλος της Louis Vuitton περιλαμβάνει σήμερα σχεδόν 80 από τα διασημότερα brands του κόσμου και αξίζει περισσότερα από 200 δισεκατομμύρια ευρώ. Ο 70χρονος πια επιχειρηματίας με τα διαπεραστικά μπλε μάτια αποκαλείται συχνά «αυτοκράτορας της πολυτέλειας» ή «άρχοντας των logos». Όμως αφότου έκλεισε το μεγαλύτερο deal της εντυπωσιακής καριέρας του, την εξαγορά του αμερικανικού οίκου κοσμημάτων Tiffany αντί 16,6 δισ. δολαρίων, ο Αρνό ετοιμάζεται να κατακτήσει και τον τίτλο του πλουσιότερου ανθρώπου στον κόσμο. Με προσωπική περιουσία που υπολογίζεται στα 104 δισ. δολάρια και ένα mega-deal που υπόσχεται να ανεβάσει ακόμα περισσότερο την αξία της LVMH, ο επιχειρηματίας κοντράρει στα ίσα τον Τζεφ Μπέζος και τον Μπιλ Γκέιτς και απέχει ελάχιστα δισεκατομμύρια από την κορυφή.

Άλλωστε αυτό που ήθελε σε όλη του τη ζωή ήταν να γίνει το Νο1. Η πρώτη του αγάπη ήταν η μουσική, όμως ο Αρνό διαπίστωσε από νεαρή κιόλας ηλικία ότι το ταλέντο του στο πιάνο δεν ήταν αρκετό για να τον οδηγήσει στην κορυφή. Εξάλλου, η πορεία του ήταν λίγο-πολύ προδιαγεγραμμένη. Γιος ενός βιομηχάνου από το γαλλικό βορρά, σπούδασε στο Ecole Polytechnique, την πολυτεχνική σχολή της γαλλικής ελίτ, από την οποία έχουν βγει τρεις νομπελίστες και άλλοι τόσοι πρόεδροι της Γαλλίας. Έως τα 25 του χρόνια είχε αναλάβει την οικογενειακή επιχείρηση, όμως ο κλάδος των κατασκευών δεν χωρούσε τις φιλοδοξίες του.

Έτσι, όταν το 1984 η γαλλική κυβέρνηση έβγαλε σε πλειστηριασμό την Boussac, μία χρεοκοπημένη εταιρεία που έφτιαχνε υφάσματα και βρεφικές πάνες, ο Αρνό είδε κάτι που του άρεσε. Ανάμεσα στα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας ήταν και το brand name του οίκου Christian Dior, το οποίο ο Γάλλος επιχειρηματίας απέκτησε αντί του συμβολικού τιμήματος του ενός φράγκου. Παρά τις υποσχέσεις του να αναβιώσει την Boussac και να διατηρήσει τις θέσεις εργασίας, εκείνος πούλησε σχεδόν τα πάντα και απέλυσε 9.000 άτομα. Το επιθετικό του στυλ, εμπνευσμένο από τους λεγόμενους «corporate raiders» της Αμερικής, που την εποχή εκείνη αγόραζαν μεγάλες επιχειρήσεις μόνο και μόνο για να τις ξεπουλήσουν κομμάτι-κομμάτι, ήρθε να ταράξει τα νερά του συντηρητικού γαλλικού επιχειρείν, έναν κόσμο στον οποίο κυριαρχούσαν τότε οι αριστοκράτες, οι μεγάλες δυναστείες και οι ευγενείς ιδιοκτήτες των διάσημων chateaux. Πολύ σύντομα, ο διεθνής Τύπος θα έδινε στον Μπερνάν Αρνό το προσωνύμιο «ο λύκος με το κασμιρένιο παλτό». Αφού αυτός ο αδίστακτος μάνατζερ δεν δίσταζε να «κλέψει» επιχειρήσεις μέσα από τα χέρια των ιδρυτών τους, να χωρίσει οικογένειες και να σπείρει τη διχόνοια ανάμεσα σε συνεταίρους για να φτάσει στο στόχο του.

Άλλωστε το μεγάλο βήμα, που αποτέλεσε και το εφαλτήριο για τη μετέπειτα κυριαρχία του στο κομμάτι του luxury δεν ήταν παρά η επιθετική εξαγορά της Louis Vuitton, το 1989. Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο Αρνό αγόρασε δεκάδες από τα πιο γνωστά ονόματα της μόδας και της πολυτέλειας. Η αυτοκρατορία του περιλαμβάνει σήμερα οίκους υψηλής ραπτικής όπως οι Dior και Fendi, brands ακριβών ρολογιών όπως τα Tag Heuer και Hublot, τις σαμπάνιες Veuve Clicquot και Dom Perignon, ακόμα και το πολυτελές Orient Express.

Ο Αρνό μπορεί να μην δημιούργησε αυτά τα πασίγνωστα ονόματα της πολυτέλειας, ήταν όμως εκείνος που δημιούργησε τη βιομηχανία του luxury. Ο Γάλλος οραματιστής πήρε αυτές τις οικογενειακές επιχειρήσεις και τις μετέτρεψε σε μία ανίκητη υπερδύναμη, με επαγγελματικό μάνατζμεντ, συνέργειες και οικονομίες κλίμακας. Ήταν ο άνθρωπος που διέβλεψε την αύξηση του πλούτου ανά τον πλανήτη, έχει πει για εκείνον ο Λόιντ Μπλανκφέιν, το πρώην αφεντικό της Goldman Sachs. Πρακτικά, ο Αρνό δημιούργησε μία πραγματική μηχανή παραγωγής χρήματος, αφού η LVMH έβγαλε το 2018 κέρδη 10 δισ. ευρώ επί πωλήσεων 46,8 δισ. ευρώ.

Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είχε και τις αποτυχίες του. Το 2001 ηττήθηκε σε αυτόν που οι εφημερίδες ονόμασαν ως τον «πόλεμο της τσάντας», καθώς έχασε τον έλεγχο της Gucci από τον αιώνιο αντίπαλό του, τον Φρανσουά Πινό. Και αρκετά χρόνια αργότερα, όταν έχτισε στα κρυφά συμμετοχή στην Hermes προκειμένου να «κλέψει» αυτόν τον αριστοκρατικό οίκο κάτω από τη μύτη της οικογένειας Ντιμά, ακολούθησε μία σκληρή δικαστική μάχη με τους ιδιοκτήτες του. «Εάν θέλεις να ξελογιάσεις μια όμορφη γυναίκα δεν ξεκινάς βιάζοντάς την από πίσω», είπε ο τότε διευθύνων σύμβουλος της Hermes, Πατρίκ Τομά. Και στο τέλος, ο Αρνό αναγκάστηκε να κάνει πίσω.

Πρόκειται για μία σπάνια υποχώρηση από έναν άνθρωπο που όπως λένε όσοι τον γνωρίζουν, δεν δέχεται το «όχι» για απάντηση. Εκείνοι που έχουν δουλέψει μαζί του μιλούν για έναν αδίστακτο επιχειρηματία, ένα απαιτητικό αφεντικό και έναν ανυπόμονο άνδρα. «Δουλεύει 24 ώρες. Ακόμα και όταν κοιμάται, ονειρεύεται ιδέες», έχει πει για εκείνον η Ντελφίν Αρνό, το μεγαλύτερο από τα πέντε παιδιά του. Πραγματικά, η μέρα του ξεκινά στις 6:30 το πρωί στην εντυπωσιακή έπαυλη του 17ου αιώνα που διατηρεί στο αριστοκρατικό 7ο διαμέρισμα, στην Αριστερή Όχθη του Παρισιού. Σε ένα σπίτι γεμάτο με έργα του Πάμπλο Πικάσο, του Άντι Γουόρχολ, του Χένρι Μουρ και του Ντάμιεν Χιρστ, κάθε πρωί ακούει κλασική μουσική και διαβάζει τα νέα της αγοράς, καθώς στέλνει μηνύματα στους συνεργάτες του. Στο γραφείο του περνά τουλάχιστον 12 ώρες την ημέρα, κάνοντας κάποιες φορές ένα μικρό διάλειμμα, για να παίξει μία από τις αγαπημένες του σονάτες του Σοπέν, σε ένα μαύρο πιάνο με ουρά.

Στον σπάνιο ελεύθερο χρόνο του παίζει τένις με τον Ρότζερ Φέντερερ και κάνει παρέα με τον Εμανουέλ Μακρόν, το Νικολά Σαρκοζί ή τον Τόνι Μπλερ. Με τον Ντόναλντ Τραμπ γνωρίζεται από τη δεκαετία του 1980, για αυτό και ο Αμερικανός πρόεδρος ήταν εκείνος που έκοψε την κορδέλα, κατά την πρόσφατη τελετή εγκαινίων του νέου εργοστασίου της Louis Vuitton στο Τέξας. Όμως ο Μπερνάρ Αρνό είναι, σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες, πάνω από όλα οικογενειάρχης.

Από τα πέντε παιδιά του, τα τέσσερα δουλεύουν ήδη στην LVMH, καθώς όλα δείχνουν ότι προετοιμάζονται για τη διαδοχή. Όμως παρά τα 70 του χρόνια, ο «λύκος» της πολυτέλειας δεν φαίνεται να έχει καμία διάθεση να αποσυρθεί, έστω και εάν η εξαγορά της Tiffany θα μπορούσε να θεωρηθεί το καλύτερο επισφράγισμα μίας θρυλικής καριέρας. Άλλωστε, όλη η αγορά γνώριζε εδώ και καιρό ότι τα μοναδικά brands που πλέον μπορούσαν να συγκινήσουν τον Αρνό δεν ήταν άλλα από τα Tiffany και Chanel.

Αυτό το λαμπερό όνομα των κοσμημάτων διαθέτει ιστορία σχεδόν 200 ετών και ένα brand name πραγματικό διαμάντι. Άλλωστε πρόκειται για την εταιρεία που το 1886 κυκλοφόρησε το πρώτο διαμαντένιο δαχτυλίδι αρραβώνων και κατάφερε μέσω του αριστοτεχνικού marketing να μετατρέψει αυτό τον πολύτιμο λίθο σε αιώνιο σύμβολο του έρωτα και του γάμου. Με την κλασική ταινία του 1961 «Breakfast at Tiffany’s» και την ερμηνεία της Όντρεϊ Χέπμπορν ως Χόλι Γκολάιτλι, το θρυλικό κατάστημα της Fifth Avenue έγινε κομμάτι της αμερικανικής ποπ κουλτούρας. Από αυτό το μαγαζί έχουν περάσει πρόεδροι των Ηνωμένων Πολιτειών, σταρ του Χόλιγουντ και όλη η υψηλή κοινωνία του Μανχάταν. Μέχρι και σήμερα, οι καρδιές των γυναικών χτυπούν δυνατά στη θέα ενός μικροσκοπικού κουτιού στο διάσημο γαλάζιο χρώμα της Tiffany (που άλλωστε έχει μείνει γνωστό ως «Tiffany blue»).

Όσο για το μέλλον του οίκου, αυτό προβλέπεται λαμπρό. Ο Αρνό αναμένεται να εφαρμόσει στην Tiffany την ίδια προσέγγιση που χρησιμοποίησε και στον ιταλικό οίκο κοσμημάτων Bulgari, τον οποίο αγόρασε το 2011. Εκεί, η LVMH επένδυσε στα καταστήματα, βελτίωσε τις σειρές των προϊόντων, ενίσχυσε το marketing και εστίασε στα πιο ακριβά κομμάτια, με αποτέλεσμα οι πωλήσεις να διπλασιαστούν και τα κέρδη να πενταπλασιαστούν.

Όμως θα είναι η εξαγορά της Tiffany η τελευταία λέξη του Μπερνάρ Αρνό; Ο λύκος της πολυτέλειας δεν πιστεύει ότι έχει έρθει η ώρα για να κρεμάσει το κασμιρένιο παλτό του. «Ένα πράγμα κάθε φορά», απαντά όταν τον ρωτούν ποιο είναι το επόμενο βήμα του.