11 Φεβρουαρίου 1934: Πρώτη φορά «ψήφος στο φουστάνι»
Στις 11 Φεβρουαρίου 1934 διεξήχθησαν στην Ελλάδα οι τελευταίες αυτοδιοικητικές εκλογές πριν την κήρυξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με τον Κωνσταντίνο Κοτζιά να επικρατεί στον δήμο Αθηναίων, τον Σωτήριο Στρατήγη στον δήμο Πειραιά και τον Νικόλαο Μάνο στη Θεσσαλονίκη.
Στις εν λόγω δημοτικές εκλογές μάλιστα αναδείχθηκαν για πρώτη φορά κομμουνιστές δήμαρχοι, ο Διονύσης Μενύχτας στις Σέρρες και ο Μήτσος Παρτσαλίδης στον δημαρχιακό θώκο Καβάλας.
Ωστόσο οι αυτοδιοικητικές εκλογές του 1934 έμειναν στην ιστορία, καθώς αποτέλεσαν την πρώτη εκλογική διαδικασία στην χώρα μας στην οποία συμμετείχαν οι γυναίκες.
Το εκλογικό δικαίωμα δεν δόθηκε σε όλες, αλλά μόνο σε όσες είχαν συμπληρώσει τα 30 χρόνια και ήταν εγγράμματες, διαθέτοντας τουλάχιστον απολυτήριο Δημοτικού.
Στους εκλογικούς καταλόγους της Αθήνας γράφτηκαν μόλις 2.655 κυρίες, από τις οποίες ψήφισαν τελικά μόνο 439. Χαρακτηριστική για το κλίμα της εποχής ήταν η άρνηση της ηθοποιού Μαρίκας Κοτοπούλη να ψηφίσει, λέγοντας μάλιστα το παροιμιώδες πως ψήφο θέλουν μόνο όσες είναι άσχημες και όσες αποφεύγουν να κάνουν παιδιά.
Μολονότι η καθιέρωση της ανδρικής καθολικής ψηφοφορίας νομοθετήθηκε ήδη από το Σύνταγμα του 1864 ο ποδόγυρος ψήφισε για πρώτη φορά περίπου δεκαετίες αργότερα.
Ακόμη και το πρώτο μεταπολεμικό Σύνταγμα της Ελλάδας τον Ιανουάριο του 1952 δεν κατοχύρωσε άμεσα την ισοπολιτεία των γυναικών, όπως είχε γίνει για τους άνδρες δηλαδή με το Σύνταγμα του 1864. Παρ’ όλα αυτά, λίγους μήνες αργότερα, τον Ιούνιο του 1952, ψηφίστηκε ο Νόμος 2159, με τον οποίο απονεμήθηκε τελικά και στις Ελληνίδες το πολυπόθητο δικαίωμα ψήφου για τις βουλευτικές εκλογές.
Πως έπιασε η Ελληνίδα το ψηφοδέλτιο
Οι πρώτες σοβαρές συζητήσεις στο ελληνικό Κοινοβούλιο περί γυναικείας ψήφου λαμβάνουν χώρα το 1921, όταν ο πρωθυπουργός Δημήτριος Γούναρης «σήκωσε» στη Βουλή το θέμα, προκαλώντας σφοδρές αντιδράσεις και από τη συμπολίτευση.
Στην πορεία στις 5 Φεβρουαρίου 1930 ο Ελευθέριος Βενιζέλος και οι Φιλελεύθεροι υπερψηφίζουν τη γυναικεία ψήφο, η οποία κατοχυρώνεται και με προεδρικό διάταγμα, κατοχυρώνοντας ωστόσο μόνο το δικαίωμα το εκλέγειν και όχι του εκλέγεσθαι.
Μόλις στο μεταπολιτευτικό Σύνταγμα του 1975, που ψήφισε στις 7 Ιουνίου η Ε’ Αναθεωρητική Βουλή και καθιέρωνε την προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία, ορίζεται επιτέλους ότι «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες είναι ίσοι», έχοντας ίσα πολιτικά δικαιώματα και υποχρεώσεις.
Δεκαετίες ολόκληρες κοινωνικών αγώνων και διαμαρτυριών του φεμινιστικού κινήματος χρειάστηκαν για να αποκτήσει η Ελληνίδα την ίδια συνταγματική θέση με τον Έλληνα.
Πρωτεργάτης στον αγώνα για τη συμμετοχή των γυναικών στα πολιτικά πράγματα της χώρας στάθηκε το φεμινιστικό κίνημα. Η Καλλιρρόη Παρρέν, εκδότρια του περιοδικού Εφημερίς των Κυριών, ήταν η πιο σημαντική φωνή έκφρασης αυτών των διεκδικήσεων.
Πίσω από την πρόταση του Γούναρη το 1921 περί γυναικείας ψήφου βρισκόταν η εκδότρια της «Εφημερίδας των Κυριών».
Η Παρρέν πρωτοστάτησε συγκεντρώνοντας υπογραφές από γνωστές Ελληνίδες, ασκώντας πίεση στον Γούναρη και αναγκάζοντάς τον τελικά να τοποθετηθεί θετικά. Το ίδιο έκανε και σε κάθε άλλη κυβέρνηση, ενοχλώντας ακόμα και τον Χαρίλαο Τρικούπη ήδη από το 1890.
Στις εν λόγω δημοτικές εκλογές μάλιστα αναδείχθηκαν για πρώτη φορά κομμουνιστές δήμαρχοι, ο Διονύσης Μενύχτας στις Σέρρες και ο Μήτσος Παρτσαλίδης στον δημαρχιακό θώκο Καβάλας.
Ωστόσο οι αυτοδιοικητικές εκλογές του 1934 έμειναν στην ιστορία, καθώς αποτέλεσαν την πρώτη εκλογική διαδικασία στην χώρα μας στην οποία συμμετείχαν οι γυναίκες.
Το εκλογικό δικαίωμα δεν δόθηκε σε όλες, αλλά μόνο σε όσες είχαν συμπληρώσει τα 30 χρόνια και ήταν εγγράμματες, διαθέτοντας τουλάχιστον απολυτήριο Δημοτικού.
Στους εκλογικούς καταλόγους της Αθήνας γράφτηκαν μόλις 2.655 κυρίες, από τις οποίες ψήφισαν τελικά μόνο 439. Χαρακτηριστική για το κλίμα της εποχής ήταν η άρνηση της ηθοποιού Μαρίκας Κοτοπούλη να ψηφίσει, λέγοντας μάλιστα το παροιμιώδες πως ψήφο θέλουν μόνο όσες είναι άσχημες και όσες αποφεύγουν να κάνουν παιδιά.
Μολονότι η καθιέρωση της ανδρικής καθολικής ψηφοφορίας νομοθετήθηκε ήδη από το Σύνταγμα του 1864 ο ποδόγυρος ψήφισε για πρώτη φορά περίπου δεκαετίες αργότερα.
Ακόμη και το πρώτο μεταπολεμικό Σύνταγμα της Ελλάδας τον Ιανουάριο του 1952 δεν κατοχύρωσε άμεσα την ισοπολιτεία των γυναικών, όπως είχε γίνει για τους άνδρες δηλαδή με το Σύνταγμα του 1864. Παρ’ όλα αυτά, λίγους μήνες αργότερα, τον Ιούνιο του 1952, ψηφίστηκε ο Νόμος 2159, με τον οποίο απονεμήθηκε τελικά και στις Ελληνίδες το πολυπόθητο δικαίωμα ψήφου για τις βουλευτικές εκλογές.
Πως έπιασε η Ελληνίδα το ψηφοδέλτιο
Οι πρώτες σοβαρές συζητήσεις στο ελληνικό Κοινοβούλιο περί γυναικείας ψήφου λαμβάνουν χώρα το 1921, όταν ο πρωθυπουργός Δημήτριος Γούναρης «σήκωσε» στη Βουλή το θέμα, προκαλώντας σφοδρές αντιδράσεις και από τη συμπολίτευση.
Στην πορεία στις 5 Φεβρουαρίου 1930 ο Ελευθέριος Βενιζέλος και οι Φιλελεύθεροι υπερψηφίζουν τη γυναικεία ψήφο, η οποία κατοχυρώνεται και με προεδρικό διάταγμα, κατοχυρώνοντας ωστόσο μόνο το δικαίωμα το εκλέγειν και όχι του εκλέγεσθαι.
Μόλις στο μεταπολιτευτικό Σύνταγμα του 1975, που ψήφισε στις 7 Ιουνίου η Ε’ Αναθεωρητική Βουλή και καθιέρωνε την προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία, ορίζεται επιτέλους ότι «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες είναι ίσοι», έχοντας ίσα πολιτικά δικαιώματα και υποχρεώσεις.
Δεκαετίες ολόκληρες κοινωνικών αγώνων και διαμαρτυριών του φεμινιστικού κινήματος χρειάστηκαν για να αποκτήσει η Ελληνίδα την ίδια συνταγματική θέση με τον Έλληνα.
Πρωτεργάτης στον αγώνα για τη συμμετοχή των γυναικών στα πολιτικά πράγματα της χώρας στάθηκε το φεμινιστικό κίνημα. Η Καλλιρρόη Παρρέν, εκδότρια του περιοδικού Εφημερίς των Κυριών, ήταν η πιο σημαντική φωνή έκφρασης αυτών των διεκδικήσεων.
Πίσω από την πρόταση του Γούναρη το 1921 περί γυναικείας ψήφου βρισκόταν η εκδότρια της «Εφημερίδας των Κυριών».
Η Παρρέν πρωτοστάτησε συγκεντρώνοντας υπογραφές από γνωστές Ελληνίδες, ασκώντας πίεση στον Γούναρη και αναγκάζοντάς τον τελικά να τοποθετηθεί θετικά. Το ίδιο έκανε και σε κάθε άλλη κυβέρνηση, ενοχλώντας ακόμα και τον Χαρίλαο Τρικούπη ήδη από το 1890.