Ο Τεντ Σαράντος µεγάλωσε σε µια φτωχογειτονιά του Φοίνιξ στην Αριζόνα, σε µια οικογένεια που δύσκολα τα έβγαζε πέρα. Οι γονείς του µετά βίας κάλυπταν τα έξοδα του µήνα και, όταν οι λογαριασµοί έµεναν απλήρωτοι, το σπίτι τους έµενε άλλοτε χωρίς ρεύµα και άλλοτε χωρίς τηλέφωνο.

«Ωστόσο, η καλωδιακή τηλεόραση ήταν το τελευταίο που κοβόταν», θυµάται.

Στα µάτια της µητέρας του, η τηλεόραση ήταν ο µοναδικός τρόπος για να υπάρξει λίγη ηρεµία µέσα σε ένα σπίτι µε πέντε παιδιά. Και κάπως έτσι, ο Τεντ βρισκόταν κάθε ξηµέρωµα κολληµένος µπροστά από την οθόνη, να παρακολουθεί τις κωµικές σειρές της εποχής, χωρίς ασφαλώς να µπορεί να φανταστεί ότι µια µέρα θα γινόταν ο απόλυτος άρχοντας της τηλεόρασης και ίσως ο ισχυρότερος άνθρωπος του Χόλιγουντ.

Οταν, πριν από µερικές ηµέρες, ο Τεντ Σαράντος πήρε προαγωγή για να γίνει συνδιευθύνων σύµβουλος του Netfl ix, µαζί µε τον ιδρυτή της εταιρείας, Ριντ Χέιστινγκς, ήταν απλώς µια τυπική επιβεβαίωση της εξουσίας του στη βιοµηχανία της showbiz. Ετσι κι αλλιώς, ως υπεύθυνος περιεχοµένου της τηλεοπτικής πλατφόρµας, ο Σαράντος είχε πάντα «λευκή επιταγή» από τον Χέιστινγκς.

Ο µάνατζερ που κινεί τα νήµατα στο µεγαλύτερο κινηµατογραφικό και τηλεοπτικό στούντιο του κόσµου ουδέποτε χρειάστηκε την άδεια του αφεντικού του, εάν, για παράδειγµα, ήθελε να γυρίσει την τελευταία ταινία του Μάρτιν Σκορσέζε. Μόνο φέτος ο Σαράντος λέγεται ότι θα ξοδέψει περισσότερα από 17 δισ. δολάρια σε παραγωγές, καθώς η οµάδα του δηµιουργεί εκατοντάδες προγράµµατα, από ριάλιτι σόου και ντοκιµαντέρ έως κωµικές σειρές και blockbuster ταινίες, αναδεικνύοντας τον σε έναν από τους πιο περιζήτητους ανθρώπους του Χόλιγουντ.

Ωστόσο, και εκείνος ανταποκρίνεται στον ρόλο του καλά. Σε αντίθεση µε τον πιο εσωστρεφή Χέιστινγκς, ο Σαράντος εµφανίζεται στις τελετές απονοµής βραβείων και στα φιλανθρωπικά γκαλά του Χόλιγουντ, ενώ διαθέτει εξίσου καλές σχέσεις µε τη Wall Street. Αλλωστε, είναι πλέον ο άνθρωπος που κρατά τα ηνία µιας εταιρείας αξίας 215 δισεκατοµµυρίων δολαρίων.

ΔΟΥΛΕΙΑ ΣΕ ΒΙΝΤΕΟΚΛΑΜΠ

Οχι κι άσχηµα για ένα παιδί που µετά βίας περνούσε τις τάξεις στο σχολείο. Ως έφηβος, έπιασε δουλειά σε ένα βιντεοκλάµπ, όπου συνήθιζε να «σκοτώνει τις ώρες» του βλέποντας τις ταινίες από τα ράφια.

Ηταν τότε που απέκτησε εγκυκλοπαιδικές γνώσεις γύρω από τον κινηµατογράφο, αλλά και µια µοναδική ικανότητα να προτείνει στον καθένα ακριβώς τις ταινίες που θα του άρεσαν.

«Ανθρώπινος αλγόριθµος» είναι ο τρόπος µε τον οποίο τον περιγράφουν συχνά οι δηµοσιογράφοι. Κάπως έτσι, το Netfl ix βρέθηκε στον δρόµο του το 1999, όταν δεν ήταν παρά µια υπηρεσία ενοικίασης DVD µέσω ταχυδροµείου.

Οµως, στο µυαλό του Χέιστινγκς ήδη κυριαρχούσε η ιδέα του online streaming και γι’ αυτό ήθελε να τον προσλάβει.

«Ο Ριντ ήταν ένας ιδιοφυής µηχανικός και προγραµµατιστής, αλλά δεν ήξερε από διανοµή ταινιών. Μου περιέγραψε το Netfl ix ακριβώς όπως είναι σήµερα και ακουγόταν σαν τρελός. Την εποχή εκείνη, το Ιντερνετ ήταν σχεδόν άχρηστο για το βίντεο. Ο κόσµος έστελνε πράγµατα µε το e-mail και αυτά έκαναν µία εβδοµάδα για να ανοίξουν.

Η ιδέα ότι όλη η ψυχαγωγία του σπιτιού θα πραγµατοποιούνταν µέσω του Ιντερνετ ήταν εντελώς αφηρηµένη», εξηγούσε ο Σαράντος σε µια συνέντευξή του. Οµως, το όραµα του Χέιστινγκς ήταν αυτό που τον έπεισε να πει το «ναι» και να πιάσει δουλειά στο Netfl ix τον Μάρτιο του 2000.

Η ΥΠΟΔΟΧΗ

Τα χρόνια που ακολούθησαν έκανε το Χόλιγουντ να προσκυνά στο άκουσµα του ονόµατός του. Οµως, η πρώτη υποδοχή που του επεφύλαξαν στην πατρίδα του πατέρα του, τη Σάµο, ήταν λιγότερο ενθουσιώδης.

Οταν ένα καλοκαίρι εκείνος και τα δύο παιδιά του θέλησαν να ανακαλύψουν τις ρίζες τους, αποβιβάστηκαν στο νησί και ακολούθησαν τις οδηγίες που του είχε δώσει ο πατέρας του: «Μπαίνεις µέσα στο λιµάνι, στρίβεις αριστερά, κοιτάζεις ψηλά στον λόφο. Υπάρχει ένα κίτρινο σπίτι µε κατσίκες στην αυλή». Ασφαλώς δεν περίµενε αυτό που θα ακολουθούσε.

«Τα παιδιά µου ήταν ενθουσιασµένα που θα γνώριζαν την οικογένειά τους. Χτυπάµε την πόρτα, αλλά εκείνοι δεν µιλούν αγγλικά και εγώ δεν µιλάω ελληνικά. Ετσι προσπαθώ να τους εξηγήσω ποιος είµαι και τελικά µας κλείνουν την πόρτα στα µούτρα». Χρειάστηκε να επιστρέψει στο ξενοδοχείο και να ζητήσει από τον διευθυντή να του γράψει ένα γράµµα στα ελληνικά. «Ετσι, τους το δίνω και πέντε λεπτά µετά τρώµε και πίνουµε όλοι µαζί», θυµάται.