Σαν σήμερα, πριν από 43 χρόνια, στις 8 Φεβρουαρίου 1980, ο Νίκος Ξυλούρης έφυγε από τη ζωή σε ηλικία μόλις 44 ετών.

Ο θάνατός του βύθισε στο πένθος την Κρήτη, προκαλώντας τεράστια συγκίνηση σε όλο τον κόσμο που τον αγαπούσε και τον θαύμαζε.

Ο σπουδαίος ερμηνευτής γεννήθηκε το 1936 στα Ανώγεια Μυλοποτάμου Ρεθύμνου από οικογένεια με μουσική παράδοση που ανέδειξε πολλούς λυράρηδες.

Στα 5 του χρόνια, όταν οι Γερμανοί έκαψαν το χωριό του, ξεριζώθηκε από τον τόπο του μαζί με τους υπόλοιπους κατοίκους, για να επιστρέψει στο μαρτυρικό χωριό αμέσως μετά την απελευθέρωση της Κρήτης.

Αδέλφια του είναι οι επίσης γνωστοί μουσικοί της κρητικής μουσικής, ο Αντώνης Ξυλούρης (Ψαραντώνης) και ο Γιάννης Ξυλούρης (Ψαρογιάννης).

Σύμφωνα με τον ιστότοπο neakriti.gr, ο Νίκος Ξυλούρης από πολύ μικρή ηλικία ανακάλυψε την αγάπη του για τη μουσική και έπεισε τον πατέρα του να του αγοράσει την πρώτη του λύρα. Το ταλέντο του ήταν προφανώς από μικρή ηλικία, όπως και η ιδιαίτερη, δωρική φωνή.


Άγουρο ακόμη παλικάρι, άρχισε να παίζει σε γάμους και πανηγύρια, δημιουργώντας σιγά σιγά μια ιδιαίτερη παρουσία και κάνοντας το όνομά του γνωστό. Στα 17 του αποφάσισε να μετακομίσει στο Ηράκλειο και έπιασε δουλειά στο νυχτερινό κέντρο «Κάστρο».

Τα πράγματα, όμως, δεν ήταν όπως τα περίμενε, γιατί βρέθηκε αντιμέτωπος με τη «μόδα» της ευρωπαϊκής μουσικής, κάτι τελείως ξένο γι’ αυτόν. Τα έσοδά του μόλις και μετά βίας έφταναν να τον συντηρήσουν και πέρασε δύσκολες εποχές.

Γνώρισε την Ουρανία Μελαμπιανάκη και στις 21 Μαΐου 1958 παντρεύτηκαν.


Η δισκογραφία

Σιγά σιγά οι Κρητικοί άρχισαν να τον στηρίζουν και να οργανώνουν γλέντια για να τον ακούν να παίζει. Έτσι άρχισε να γίνεται γνωστός και τον Νοέμβριο του 1958 ηχογράφησε τον πρώτο του δίσκο με τίτλο «Μια μαυροφόρα που περνά». Ο δίσκος αγαπήθηκε από το κοινό κι έτσι ο Νίκος ηχογράφησε κι άλλα τραγούδια σε δίσκους των 45 στροφών. Το 1960 γεννήθηκε ο γιος του Γιώργος και το 1966 η κόρη του Ρηνιώ. Τη χρονιά της γέννησης της κόρης του κέρδισε και το πρώτο βραβείο σε ένα φεστιβάλ μουσικής στο Σαν Ρέμο, παίζοντας με τη λύρα του ένα συρτάκι. Την επόμενη χρονιά άνοιξε στο Ηράκλειο το μουσικό κέντρο «Ερωτόκριτος» και πλέον δεν ανησυχεί για την επιβίωσή του.

Το 1969 ηχογράφησε με μεγάλη επιτυχία τον δίσκο «Ανυφαντού» και λίγους μήνες αργότερα εμφανίστηκε και πάλι σε αθηναϊκό μουσικό κέντρο. Οι καταστάσεις, όμως, πλέον είχαν ωριμάσει και ο κόσμος τον υποστήριζε περισσότερο. Έτσι μετακόμισε και πάλι στην Αθήνα. Γνώρισε τον ποιητή και σκηνοθέτη Ερρίκο Θαλασσινό, ο οποίος αποφάσισε να τον συστήσει στον Γιάννη Μαρκόπουλο και έτσι ξεκίνησε μια λαμπρή συνεργασία με τον δίσκο «Χρονικό» και τα «Ριζίτικα».

Παράλληλα γνωρίστηκε με τον διευθυντή της δισκογραφικής εταιρείας Columbia και έγιναν κουμπάροι.


Ποιος τον ανακάλυψε

Σύμφωνα με τα λεγόμενα της συζύγου του κ. Ουρανίας Ξυλούρη, όπως δημοσιεύτηκαν σε σχετικά αφιερώματα των περιοδικών «Δίφωνο» και «Μονογραφίες», η άποψή της είναι διαφορετική από αυτήν που συνήθως επικρατεί σε αρκετές βιογραφίες του Νίκου Ξυλούρη, ότι τον ανακάλυψε ο Ερρίκος Θαλασσινός και τον ανέδειξε ο Γιάννης Μαρκόπουλος.

Η ανάδειξη του Ξυλούρη οφείλεται στο τραγούδι του «Ανυφαντού» και το πρόσωπο που τον ανακάλυψε και τον ανέδειξε ήταν ο διευθυντής της δισκογραφικής εταιρείας Columbia Τάκης Λαμπρόπουλος, ο οποίος τον ηχογράφησε σε ένα γαμήλιο γλέντι στα Ανώγεια και έστειλε την κασέτα στον συνθέτη Σταύρο Ξαρχάκο, ο οποίος ήταν τότε στο Παρίσι, προκειμένου να ακούσει τη φωνή του Ανωγειανού λυράρη.

Οι εφημερίδες της εποχής έγραψαν ότι ο Λαμπρόπουλος πήγε στην Κρήτη όπου ανακάλυψε μια σπουδαία και σημαντική φωνή. Από εκεί πληροφορήθηκε ο Γιάννης Μαρκόπουλος για τον Νίκο Ξυλούρη και του πρότεινε τα τραγούδια του «Χρονικού».

Το 1971 ξεκίνησε κοινές εμφανίσεις με τον Γιάννη Μαρκόπουλο στην μπουάτ «Λήδρα» και η φωνή του έγινε σύμβολο της αντίστασης. Συνεργάστηκε στενά, εκείνα τα χρόνια, με τον Θρακιώτη τραγουδοποιό Θανάση Γκαϊφύλλια στις μπουάτ της Πλάκας και σε συναυλίες σε όλη την Ελλάδα. Το καλοκαίρι του 1973 τραγούδησε στο θεατρικό έργο «Το μεγάλο μας τσίρκο», με πρωταγωνιστές τον Κώστα Καζάκο και την Τζένη Καρέζη, στο θέατρο «Αθήναιον».

Ο Νίκος Ξυλούρης, στην ακμή της καριέρας του, αντιλήφθηκε ότι έχει καρκίνο και πιο συγκεκριμένα όγκο στον εγκέφαλο. Έπειτα από μεγάλο αγώνα, πολλαπλές εγχειρήσεις και αρκετή ταλαιπωρία, έχασε τη μάχη στο Νοσοκομείο Πειραιώς στις 8 Φεβρουαρίου 1980, δίχως να προλάβει καν να κλείσει τα 44 χρόνια του. Το αηδόνι είχε σιγήσει πρόωρα και η Κρήτη είχε χάσει τη σπουδαιότερη φωνή της και έναν άνθρωπο που έδωσε το «παρών» σε κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες.


Η φωνή της αντίστασης

Με τη φωνή και το ήθος του σημάδεψε τα χρόνια της χούντας, την αντίσταση σε αυτήν, αλλά και τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Όπως ο ίδιος έλεγε μετά τη μεταπολίτευση, αναφερόμενος στους ανθρώπους της μουσικής βιομηχανίας, «εγώ τους ίδιους ανθρώπους έβλεπα να κανονίζουν επί χούντας, τους ίδιους βλέπω και τώρα».

Είναι ενταφιασμένος στο πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών.