Σήμερα συμπληρώνεται ένας χρόνος από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία με τον απολογισμό να σοκάρει.

Η ιστορία ενός 36χρονου επιλοχία, ο οποίος φέρεται να ήταν ο πρώτος Ουκρανός στρατιώτης που πέθανε την ημέρα της ρωσικής εισβολής, παρουσιάζει έντονα τον πόνο και τη δυστυχία που έχει νιώσει όλη η Ουκρανία τους τελευταίους 12 μήνες.

Η ιστορία του Ντένις Τκατς θα μπορούσε να είναι η ιστορία χιλιάδων Ουκρανών-θυμάτων του πολέμου, αλλά με μία διαφορά: Τα βιβλία της Ιστορίας μπορεί να τον καταγράψουν ως τον πρώτο Ουκρανό που έπεσε νεκρός στο μέτωπο με την έναρξη της «ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης» του Πούτιν στην Ουκρανία, στις 24 Φεβρουαρίου του 2022.

Ο 36χρονος επιλοχίας πέθανε μόνος του λίγο μετά τις 03:40 π.μ. την ημέρα της εισβολής, περισσότερο από μία ώρα πριν ο πρόεδρος της Ρωσίας ανακοινώσει την έναρξη της εισβολής με το διάγγελμά του, σύμφωνα με το ρεπορτάζ του Guardian.

Ο Τκατς είχε τοποθετηθεί σε ένα στρατιωτικό σημείο ελέγχου στα περίχωρα του χωριού Ζορίνιβκα, στο Λουγκάνσκ της ανατολικής Ουκρανίας, στα σύνορα με τη Ρωσία.

Η τελευταία συνομιλία του με τη σύζυγό του Οξάνα ήταν τέσσερις ώρες πριν από τον θάνατό του, στο τηλέφωνο. Μια πολύωρη κλήση κατά τη διάρκεια της οποίας είχαν συζητήσει τα σχέδια για τα επερχόμενα δεύτερα γενέθλια της κόρης τους, της Ντομίνικα. Θα επέστρεφε από τα καθήκοντά του το επόμενο πρωί στις 10:30 π.μ. Η συνέχεια όμως αποδείχθηκε πολύ διαφορετική. Αντ' αυτού, θα ήταν η ημέρα της κηδείας του. Τα αποχαιρετιστήρια λόγια του Τκατς προς την Οκσάνα παραμένουν ένα μαρτύριο: «Τα λέμε αύριο. Σ' αγαπώ. Μου λείπεις». Μια σπάνια υπόσχεση που δεν τηρήθηκε.

Στο πλευρό του Tκατς στην καλύβα, καθώς είχε τελειώσει το τηλεφώνημα τα μεσάνυχτα, καθόταν ο 21χρονος λοχίας Ούμανετς, γράφει ο Guardian.

Ο πρώτος που σκοτώθηκε με την έναρξη της εισβολής

Γύρω στις 3 τα ξημερώματα, έφτασε η είδηση από τον ασύρματο ότι άγνωστοι ένοπλοι άνδρες είχαν θεαθεί σε ουκρανικό έδαφος στην περιοχή.

Ήταν μια δύναμη προέλασης. Πίσω τους, ένας ολόκληρος στρατός.

«Ο Ντένις πήρε την απόφαση να κρατήσει σκοπιά μέχρι νεωτέρας», θυμάται ο Ούμανετς. «Ενώ παρακολουθούσαμε, εντοπίσαμε μια ομάδα ατόμων να κινείται προς την κατεύθυνσή μας και ο Ντένις πήρε την απόφαση να μετακινηθούμε».

Ο Τκατς έμεινε τελευταίος, έσπευσε να αρπάξει το μοναδικό πολυβόλο της θέσης, μια τελευταία πράξη που θα του χάριζε μετά θάνατον μετάλλιο ανδρείας.

Καθώς ο Ούμανετς πήρε τη σειρά του, τρέχοντας μέσα στο σκοτάδι, με την καρδιά του να χτυπάει δυνατά, τα πυρά των τουφεκιών άρχισαν ακριβώς πίσω του, οι σφαίρες τίναζαν τον αέρα. Ο πόλεμος είχε αρχίσει.

Η κρατική συνοριοφυλακή της Ουκρανίας επιβεβαίωσε ότι η ρωσική επίθεση στη Ζορίνιβκα ήταν η πρώτη σε ουκρανικό έδαφος εκείνο το πρωί. Πολλά δείχνουν ότι ο Τκατς ήταν ο πρώτος που σκοτώθηκε από όλους όσοι υπηρετούσαν στον ουκρανικό στρατό εκείνη την ημέρα οπουδήποτε στη χώρα.

Πίσω στο χωριό, η Oξάνα είχε ξυπνήσει από τις υστερικές κραυγές της κόρης της στο διπλανό κρεβάτι. Ήταν 4 το πρωί. «Δεν την είχα ξαναδεί έτσι. Προσπάθησα να την παρηγορήσω, δεν ήξερα γιατί έκλαιγε τόσο πολύ. Και καθώς προσπαθούσα να την παρηγορήσω, ακούω τα παράθυρα να τρίζουν και συνειδητοποιώ ότι γίνεται πόλεμος. Και δεν ξέρω τι να κάνω. Πρέπει να παρηγορήσω το μωρό ή να καλέσω τον άνδρα μου, πού να τρέξω, τι να κάνω; Δόξα τω Θεώ, το μωρό ηρέμησε, δεν ξανακοιμήθηκε αλλά ξάπλωσε ήσυχα στο χέρι μου και άρχισα να καλώ τον Ντένις».

«Πρέπει να τον κάλεσα πέντε φορές και δεν το σήκωνε».

«Δολοφόνησαν τον άνδρα μου»

Η Oξάνα τηλεφώνησε τότε στον διοικητή του συζύγου της, ο οποίος επέμενε ότι όλοι όσοι βρίσκονταν στα σύνορα είχαν υποχωρήσει και ήταν ασφαλείς. Αλλά εκείνη δεν μπορούσε να πειστεί.

Ήταν όμως αποφασισμένη να φτάσει στον σύζυγό της παρά τις διαμαρτυρίες της οικογένειας. «Η αδελφή μου είπε: "Υπάρχουν ρωσικά οχήματα που κατεβαίνουν στους δρόμους, ας περιμένουμε λίγο". Αλλά εγώ είπα: "Περίμενα ήδη πάρα πολύ καιρό, αν κανείς δεν θέλει να έρθει μαζί μου, θα πάω μόνη μου, δεν φοβάμαι πια τίποτα"».

Η Oξάνα άφησε τα παιδιά με τη μητέρα της και πήρε την αδελφή της μαζί με δύο άνδρες φίλους της για υποστήριξη, και έκαναν τη σύντομη διαδρομή προς το μέρος όπου είχε τοποθετηθεί ο σύζυγός της. Μια ολόκληρη ρωσική φάλαγγα πλησίαζε προς το μέρος τους, αλλά οι πολεμικές δυνάμεις δεν ενοχλήθηκαν από το μικρό λευκό Lada που πήγαινε προς την αντίθετη κατεύθυνση.

Πλησιάζοντας στο σημείο ελέγχου, η Οξάνα σταμάτησε στην άκρη του δρόμου, δίπλα σε μια μπάρα. Πριν ακόμα βγει από το αυτοκίνητο, η Οξάνα μπορούσε να δει ένα πτώμα δίπλα στην καλύβα. Και ήξερε. «Έτρεξα, φυσικά και έτρεξα. Προσπάθησαν να με συγκρατήσουν. Ειδικά από τη στιγμή που οι άνθρωποι που ήταν μαζί μου μπορούσαν να δουν ότι υπήρχε ένα θωρακισμένο όχημα εκεί και άνθρωποι, Ρώσοι, πίσω από αυτό».

Έφτασε στον σύζυγό της, σωριάστηκε πάνω του, προσπαθώντας να τον συνεγείρει. Το σώμα του ήταν ήδη άκαμπτο. Κάθε σημείο του είχε δεχτεί επίθεση από σφαίρες, ακόμα και τα δάχτυλά του ήταν σπασμένα. Το πρόσωπό του ήταν γεμάτο αίμα.

Δύο Ρώσοι την κοίταξαν δειλά-δειλά πίσω από ένα θωρακισμένο όχημα, αλλά δεν είπαν λέξη, ούτε πλησίασαν τη γυναίκα. «Ήθελα να τους φωνάξω ότι είχαν δολοφονήσει τον άνδρα μου» είπε.

Δεν άντεχε τα παιδιά της να φοιτήσουν σε ρωσικό σχολείο

«Μέχρι να φτάσουμε στο σπίτι, ο επικεφαλής του χωριού ήταν εκεί και άλλοι άνθρωποι, όλοι εξέφραζαν τα συλλυπητήριά τους και ρωτούσαν τι έπρεπε να γίνει. Και εγώ δεν ήξερα -τους είπα ότι δεν ήμουν καθόλου προετοιμασμένη γι' αυτό» ανέφερε ακόμη.

Ο πόλεμος μαινόταν γύρω τους. Η αδελφή της Οξάνα έφερε μερικούς φίλους για να βοηθήσουν, μαζί με μια γυναίκα που είχε εμπειρία στην προετοιμασία των πτωμάτων για ταφή. Η ανάμνηση είναι αβάσταχτη. «Τον πλύναμε. Ήταν γεμάτος αίματα και στην αρχή νόμιζα ότι θα έπρεπε να κάνουμε κλειστό φέρετρο, γιατί ακόμα και το πρόσωπό του ήταν πυροβολημένο. Αλλά μετά, μόλις τον πλύναμε, ήταν μόνο αίμα, το πρόσωπό του ήταν άθικτο. Ήταν πολύ δύσκολο. Συνέχισε να αιμορραγεί από τις πληγές του καθώς προσπαθούσαμε να τον ντύσουμε με κοστούμι. Βουλώσαμε κάθε τρύπα από σφαίρα με βαμβάκι και προσπαθήσαμε να το κολλήσουμε με χαρτοταινία, αλλά το αίμα συνέχισε να ρέει και να ρέει και να ρέει».

Ο ιερέας τής πρότεινε να πει κάποια τελευταία λόγια. Εκείνη κατέρρευσε δίπλα στο πτώμα: «Γιατί με άφησες; Τι να κάνω τώρα χωρίς εσένα;».

Ήταν οι πιο δύσκολες στιγμές. Αποφάσισε να φύγει από το χωριό τον Αύγουστο, πουλώντας όλα τα έπιπλά της για να πληρώσει τις θέσεις σε ένα μίνι βαν που πήγαινε δυτικά, αφού συνειδητοποίησε ότι τα παιδιά της θα έπρεπε να φοιτήσουν σε ρωσικό σχολείο.

Ο ίδιος ο διοικητής του Tκατς και ένας από εκείνους που ήταν μαζί του στο σημείο ελέγχου στις 24 Φεβρουαρίου παρέμειναν στο χωριό, υποτασσόμενοι στη ρωσική κυριαρχία. Βλέποντας τον πρώην προϊστάμενο του συζύγου της στους δρόμους εκεί, να περπατά με την έξι μηνών κόρη του και τη σύζυγό του, η Οξάνα παραδέχεται ότι είχε σκοτεινές, δολοφονικές σκέψεις εκδίκησης. «Πιστεύω ότι αυτός φταίει για όλα. Επειδή δεν τους προειδοποίησε, δεν τους κάλεσε πίσω από το πόστο».

Η Οξάνα έχει ακούσει από όσους υπηρέτησαν με τον Tκατς ότι πιστεύουν πως ήταν ο πρώτος Ουκρανός στρατιώτης που πέθανε στον πόλεμο. Πήρε μετάλλιο μετά θάνατον για τη γενναιότητά του. Πώς αισθάνεται έναν χρόνο μετά γι' αυτή την τραγική υποσημείωση της ιστορίας; «Αισθάνομαι πόνο», λέει, «αισθάνομαι χαμένη».