Σήμερα στη μία το μεσημέρι συγγενείς, φίλοι και άνθρωποι του θεάτρου θα πουν το τελευταίο «αντίο» στη Νόνικα Γαληνέα στο Α΄ Νεκροταφείο. Θερμή παράκληση της οικογένειας είναι να μην εισέλθουν οι κάμερες στο χώρο του νεκροταφείου. Η κοσμοπολίτισσα ηθοποιός, που έζησε με τους δικούς της όρους, γεννήθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιουνίου 1938. Πατέρας της ήταν ο Πέτρος Γαληνέας, δικηγόρος από την Καρδαμύλη της Μάνης, ένας άνθρωπος συντηρητικών φρονημάτων. Η μητέρα της ήταν η Ντορέτ Kαραϊωσηφόγλου, θρυλική μορφή της κοσμικής Αθήνας, που φημιζόταν για τη γοητεία που ασκούσε.

Ο γάμος του Πέτρου και της Ντορέτ δεν κράτησε πολύ. Οι δύο τέως σύζυγοι ξαναπαντρεύτηκαν, εκείνος την απόγονο της οικογένειας Μυταράκη κι εκείνη, σε δεύτερο γάμο, τον Αλέξανδρο Παναγιωτόπουλο με τον οποίο απέκτησε ένα γιο. Τρίτος σύζυγός της ήταν ο εφοπλιστής και τραπεζίτης Στρατής Ανδρεάδης.

Συνέπεια και της ταραχώδους προσωπικής ζωής των γονιών της, η Νόνικα Γαληνέα «ξενιτεύτηκε» σε πολύ νεαρή ηλικία. Τελειώνοντας το δημοτικό, φοίτησε στο Εκπαιδευτήριον Μακρή, μετέπειτα Σχολή Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, βρέθηκε στη Φλωρεντία κι από εκεί, έπειτα από ένα χρόνο, στην Ελβετία, όπου πήγε στο αγγλικό σχολείο Châtelard School, στο οποίο φοιτούσαν κυρίως κόρες βρετανικών αριστοκρατικών οικογενειών. Έπειτα από το τέλος των γυμνασιακών σπουδών της στην Ελβετία, γράφτηκε στα 18 της χρόνια στο Densons Secretarial College στο Λονδίνο, μια σχολή που προτιμούσαν οι κόρες καλών οικογενειών για μια επίφαση μόρφωσης. Όμως, ο ανήσυχος χαρακτήρας της την οδήγησε αλλού, στο Weber Douglas School of Singing and Dramatic Art, όπου μυήθηκε για πρώτη φορά στα μυστικά της θεατρικής τέχνης.

Τρεις κόρες

Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, η Νόνικα Γαληνέα γνώρισε το νεαρό γιατρό Νίκο Μουτούση. Ξετρελαμένη μαζί του, τον ακολούθησε στο Παρίσι, όπου εκείνος συνέχισε τις σπουδές του στη νευρολογία. Στα πέντε χρόνια που έμειναν εκεί απέκτησαν τρία παιδιά: Τις δίδυμες Αλέξια και Αριέττα και τη νεότερη Αμαλία Μουτούση. Από τα τρία παιδιά μόνο η μία, η Αλεξία, δεν προσβλήθηκε από το μικρόβιο της υποκριτικής. Από τις κόρες της απέκτησε τρία εγγόνια: Τον πρωτότοκο Μιχάλη, γιο της Αριέττας, και δύο κορίτσια από την Αλεξία. Στην τελευταία της εμφάνιση το 2019, η Νόνικα Γαληνέα είχε πάει στο θέατρο Βράχων, προκειμένου να καμαρώσει την Αμαλία στην παράσταση «Οιδίπους Τύραννος», στην οποία έπαιζε.

Το 1989 η Νόνικα Γαληνέα απέκτησε τον κινηματογράφο «Ιλίσια» στην οδό Παπαδιαμαντοπούλου. Εκεί μαζί με τον Αλεξανδράκη έγραψε μερικές από τις πιο λαμπρές σελίδες της κοινής τους θεατρικής πορείας. Εκεί γράφτηκε και ο επίλογος της σχέσης τους το 1990, με αξιοπρέπεια και σεβασμό.

Στη θεατρική της πορεία η Νόνικα Γαληνέα ενσάρκωσε 55 ρόλους. Συνεργάστηκε με το Εθνικό Θέατρο, το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και το Αμφιθέατρο, ενώ παράλληλα έκανε πολλές συνεργασίες με το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και παραστάσεις στη Μεγάλη και στη Μικρή Επίδαυρο, καθώς και στο Κόβεντ Γκάρντεν στο Λονδίνο το 2003 σε σκηνοθεσία Γιάννη Κόκκου. Έχει μεταφράσει 17 θεατρικά έργα, ενώ κυκλοφορεί και η αυτοβιογραφία της με τίτλο «Η ζωή μου» (εκδόσεις Λιβάνη 2005), όπως και το επίσης αυτοβιογραφικό «Επέστρεφε» (εκδόσεις Ιανός, 2007).

Η γνωριμία με τον Αλεξανδράκη

Το 1969 γνώρισε τον Αλέκο Αλεξανδράκη. Εκείνη περίμενε να εκδοθεί επιτέλους το διαζύγιό της, κι εκείνος παντρεμένος με παιδί και τη γυναίκα του έγκυο. Όμως, τίποτα δεν μπόρεσε να ανακόψει τη φόρα του έρωτά τους. Ο Αλέκος Αλεξανδράκης έφυγε από το σπίτι του και εγκαταστάθηκε στο δικό της και μαζί χάραξαν πορεία έως το 1990 που χώρισαν οι δρόμοι τους.

«Γνωριστήκαμε το καλοκαίρι του 1969, τότε που πρωτοδουλέψαμε στο θέατρο “Μετροπόλιταν” της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, στα “Μεγάλα Χρόνια” του Γεωργίου Ρούσσου. Εγώ ήμουν σε διάσταση από πολύ καιρό και εκείνη την εποχή έβγαινε επιτέλους το διαζύγιό μου. Ο Αλέκος ήταν πάντα ο πρώτος που ερχόταν στην πρόβα και ο τελευταίος που έφευγε. Ήξερα πως ήταν παντρεμένος και πως είχε ένα αγοράκι. Δεν είχαμε ανταλλάξει ποτέ κουβέντα εκτός από “καλημέρα” και επειδή δεν τολμούσα να τον κοιτάω, πήγαινα από πίσω του και κοίταζα το σβέρκο και τα μαλλιά του.

Ήταν πολύ ωραίος. Ένιωθα μεγάλη έλξη, αλλά ποτέ δεν φανταζόμουν πως μια μέρα, σύντομα, θα είμαστε ζευγάρι. Δε φανταζόμουν καν πως του άρεσα. Την πρώτη φορά που μου μίλησε στην πρόβα μού είπε: “Καλοκαίρι με τη Μόνικα”. Του είπα: “Μόνο που εμένα με λένε Νόνικα”. Και μου απάντησε: “Το ξέρω”. Δεν μίλαγε ο άτιμος και εγώ ήμουν τρισχειρότερη. Έλεγα από μέσα μου: “Αντίσταση, βάλε αντίσταση, θα γίνεις ρεζίλι…”. Αυτό που αισθανόμουν μέρα με τη μέρα μεγάλωνε».

Στο θέατρο «Μετροπόλιταν» η Γαληνέα μοιραζόταν το καμαρίνι της με τη Νίκη Τριανταφυλλίδη, την πρωταγωνίστρια του έργου. «Πρέπει να είχε διαισθανθεί ότι άρεσα στον Αλεξανδράκη. Ένα βράδυ, στις 29 Ιουνίου 1969, βγαίνοντας απ’ το καμαρίνι μας, με κλείδωσε μέσα και έφυγε. Άρχισα να φωνάζω. Ο φύλακας δεν υπήρχε περίπτωση να με ακούσει. Αν και φορούσε διπλά ακουστικά, ήταν θεόκουφος. Και με άκουσε ο Αλεξανδράκης από τη μάντρα, δύο τετράγωνα πιο κάτω, όπου είχε πάει να πάρει το αυτοκίνητό του. Γύρισε πίσω και μου άνοιξε μαζί με το φύλακα, γιατί η άλλη είχε βάλει λουκέτο. Του είπα πως δεν είχα αυτοκίνητο, παρόλο που είχα, ένα κάμπριο Triumph διθέσιο, το οποίο μόλις είχα πάρει. Το είχα στην ίδια μάντρα που είχε κι εκείνος το δικό του, αλλά μια και ο Αλέκος έμενε στη Γλυφάδα κι εγώ στον Αστέρα της Γλυφάδας, με πήγε εκείνος. Στη διαδρομή έτρεμα ολόκληρη από τρακ και νόμιζα πως θα τρελαινόμουν. Όταν βγήκε απ’ το αυτοκίνητο για να με καληνυχτίσει, του είπα (πώς το τόλμησα ούτε ξέρω): “Φίλησέ με”. Εκείνος μου είπε: “Άσ’ το καλύτερα”, και το επόμενο πράγμα που θυμάμαι είναι ότι βρεθήκαμε κάτω από ένα δέντρο, ενώ τ’ αυτοκίνητα περνούσαν το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο ρίχνοντας τα φώτα τους πάνω μας».

*Δημοσιεύθηκε στην On time στις 6/6/2023.