Δίδυμα αδέλφια, που υπήρξαν παιδιά των λουλουδιών, αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τα εγκόσμια και να ζήσουν ασκητικά στο Άγιον Όρος. Ο ένας τράβηξε το χέρι του άλλου και διάλεξαν ένα διαφορετικό δρόμο από εκείνον που ακολουθούσαν πριν από πολλά χρόνια, όταν ήταν χίπηδες.

Τα δύο αδέλφια «έχασαν» τη μητέρα τους σε ηλικία δεκαέξι ετών. Σε αυτή την τρυφερή εφηβική ηλικία, αποφάσισαν να γίνουν παιδιά των λουλουδιών για να «χτυπήσουν» το σύστημα, όπως λένε οι ίδιοι.

Σύντομα όμως ο ένας από τους δύο, ο Αγάθωνας, μην μπορώντας να αντέξει τη φασαρία του κόσμου, πήγε στην Πίνδο για λίγο καιρό, ώστε να δει μια άλλη πλευρά της ζωής. Σε ηλικία δεκαοκτώ ετών επισκέφθηκε το Άγιον Όρος, όπου και αποφάσισε να μείνει. Όπως είπε, ενημέρωσε την οικογένειά του με ένα γράμμα για την απόφασή του: «Συγχωρέστε με για όσα σας ελύπησα, θα μείνω εδώ» ήταν τα λόγια του, που παρακίνησαν και τον αδελφό του να πάει να τον βρει. Ως δίδυμοι, δεν άντεχαν ο ένας μακριά από τον άλλο. «Όταν τον είδα με τα ράσα μέσα στην εκκλησία, κατάλαβα. Πώς θα μπορούσα να τον πάρω από εδώ, αφού ήταν ήδη μοναχός εξομολογήθηκε ο αδελφός του. Τελικά έμεινε στο πλάι του μέχρι σήμερα.

Οι συνθήκες δεν ήταν εύκολες. Λόγω της νεαρής ηλικίας τους, κι επειδή δεν είχαν γίνει ακόμα είκοσι ενός ετών, ο πατέρας τους ζήτησε με εισαγγελική παραγγελία να επιστρέψουν. Όμως ο προορισμός τους ήταν να μείνουν για πάντα εκεί. Ακολούθησαν ο ένας τον άλλο. Αφιερώθηκαν στον Θεό και στη χάρη της Παναγίας.

«Ήμουν δεκαοκτώ χρόνων όταν ήρθα στο Άγιον Όρος κι από την πρώτη στιγμή ένιωσα μέσα μου την πίστη και την αγάπη του Χριστού. Από την πρώτη μέρα με άγγιξε όλο αυτό. Οι φοιτητές που ήταν στο καραβάκι που μας πήγαινε στο Άγιον Όρος, κι αυτοί είχαν επισκεφθεί όλες τις μονές, μου είπαν “να πας στη Φιλοθέου, γιατί είναι το καλύτερο μοναστήρι”. Εκεί γνώρισα το γέροντα Εφραίμ της Αριζόνας, μια αγιασμένη μορφή, και όλα αυτά μου έφεραν την αγάπη και την πίστη του Χριστού και είπα μέσα μου “εδώ θα μείνω”. Έπειτα από ένα μήνα τούς έγραψα ένα γράμμα στο σπίτι μου και τους έλεγα “συγχωρήστε με για όσα σας λύπησα, βρίσκομαι στο Άγιον Όρος και θα μείνω εδώ”» λέει ο πατέρας Αγάθων.

«Το γράμμα έφτασε 31 Δεκεμβρίου του ’81 και είπα “θα πάω να τον πάρω”. Και ήρθα εδώ απροετοίμαστος, δεν μπορούσα να σκεφτώ κάτι με επιχειρήματα, γιατί ο Αγάθων πηγαίνει στον Χριστό και του λέει: “Χριστέ μου, θα μείνω στο Άγιον Όρος, το μόνο που σου ζητάω είναι να φέρεις τον αδελφό μου”… Είμαστε δίδυμοι και, ξέρετε, τα δίδυμα δεν χωρίζουν. Και ήρθα να τον πάρω, αλλά όταν μπήκα στην εκκλησία, τον είδα με ράσα. Έβαλα τα κλάματα μέσα στην εκκλησία, γιατί σκέφτηκα: “Πώς θα τον πάρω, αφού είναι ήδη μοναχός;”. Και με πήρε σε ένα ξωκλήσι και μου είπε: “εσύ θα μείνεις εδώ”. Λέω “δεν σκέφτομαι κάτι τέτοιο” και μου λέει “θα έρθει μόνο του”. Και σκέφτηκα ότι, αφού έχω απορρίψει την εγκόσμια ζωή - γι’ αυτό είχαμε γίνει και χίπις, παιδιά των λουλουδιών. Ήμασταν ανήλικοι τότε, δεκαοκτώ. Η ενηλικίωση τότε ήταν στα είκοσι ένα, και ο πατέρας μας, επειδή δεν βγαίναμε έξω, πήγε στον εισαγγελέα του Βόλου και ζήτησε ασφαλιστικά μέτρα. Και πράγματι μας επέστρεψε, αλλά ο εισαγγελέας έκανε αυτεπάγγελτη δίωξη στο γέροντα Εφραίμ και στον αναπληρωτή ηγούμενο, τον πατέρα Λουκά, για παράνομη κράτηση ανηλίκων και προσηλυτισμό. Να σκεφτείτε ότι γυρίσαμε στα μέρη που μεγαλώσαμε, τα μέρη που αμαρτήσαμε, κι όμως ήμασταν σαν τον υδράργυρο, άλλοι άνθρωποι» λέει ο πατέρας Παΐσιος. 

Η… κότα και ο Σουμάχερ

Τα δίδυμα έχουν αποκτήσει φήμη για το εργόχειρό τους: Ο Αγάθων για το χειροποίητο μοσχοθυμίαμα και ο Παΐσιος για τα καλλυντικά, το μέλι, τα έλαια, το βάμμα. Αν και μοιάζουν πολύ φυσιογνωμικά, ως χαρακτήρες είναι διαφορετικοί.

«Αυτό είναι κάτι που το έλεγε και ο πατέρας μας. Επειδή ήρθε πρώτος ο Αγάθων, του έλεγε “εσύ ας γίνεις μοναχός, γιατί ήσουν πάντα στωικός και έσκυβες το κεφάλι, αυτός ο άλλος, που είναι επαναστάτης, πώς θα μείνει στο μοναστήρι να κάνει υπακοή;”» λέει ο πατέρας Παΐσιος. Οι άλλοι μοναχοί καταλαβαίνουν, όταν ακούνε τη μηχανή του αυτοκινήτου, πότε οδηγεί ο πατέρας Αγάθων και πότε ο πατέρας Παΐσιος. «Ο Αγάθων οδηγάει σαν κότα και ο Παΐσιος σαν Σουμάχερ» λένε στο μοναστήρι.

Καταλήγοντας, ο πατέρας Παΐσιος λέει ότι αυτό που τους έσπρωξε οριστικά στην αγκαλά και στη χάρη της Παναγίας ήταν η ευχή της δεύτερης συζύγου του πατέρα τους. «Ήταν ένας πνευματικός άνθρωπος της εκκλησίας. Όταν της είπαν για την περίπτωση του πατέρα μας, της τόνισαν ότι υπάρχει ένα πρόβλημα, πως ο άνθρωπος αυτός έχει τρία παιδιά, και τότε αυτή απάντησε: “Τότε να κοιτάξω και να μεγαλώσω αυτά τα παιδιά”. Αυτή η μεταστροφή η δική μας δεν γίνεται εύκολα και πιστεύω ότι οφείλεται στην προσευχή αυτής της μητέρας, της δεύτερης μητέρας μας, της Αθηνάς μας» αναφέρει.

Δημοσιεύθηκε στην Ontime