Ένα διαμάντι του κινηματογράφου, η «κυρία στα μπουζούκια», «η γυναίκα του κεφιού» που τραγουδούσε «Του αγοριού απέναντι», έφυγε από τη ζωή. Βασανισμένη, καθηλωμένη στο αναπηρικό καροτσάκι από τα τέλη της δεκαετίας του ’90, έπειτα από σοβαρότατο τροχαίο, η Μαίρη Χρονοπούλου τον τελευταίο χρόνο είχε επιστρέψει στις επάλξεις. Και τη χαιρόμασταν.

Ήταν πολύ καλύτερα από 20-25 χρόνια πριν, που την αντίκριζα υποβασταζόμενη στις τράπεζες και στα σουπερ- μάρκετ της κοινής μας γειτονιάς, στην Παιανία. Φαινόταν ότι είχε ξαναβρεί τον εαυτό της... Πρόσφατα έσπευσε στη συναυλία της Ευανθίας Ρεμπούτσικα, φωτογραφήθηκαν, γελούσαν. Όμως έπεσε από τις σκάλες του σπιτιού της, τις τελευταίες έξι μέρες νοσηλευόταν και χθες «έσβησε». Ήταν 90 ετών. Το 2012 παρακαλούσε τον Θεό να την πάρει κοντά του. Αλλά κάτι αυτό τον χρόνο είχε αλλάξει. Γιόρτασε τα γενέθλιά της, ξανακυκλοφορούσε, τραγουδούσε. H πτώση στο σπίτι της όμως τελικά στάθηκε μοιραία: της προκάλεσε βαριές εγκεφαλικές κακώσεις, διακομίστηκε στον «Ευαγγελισμό» -βρισκόταν διασωληνωμένη στη ΜΕΘ της κλινικής στον έβδομο όροφο- και εξέπνευσε. «Ήταν “ζωντανή”, είχε να δώσει πράγματα. Και ξαφνικά γίνεται αυτό. Προτού συμβεί, ήμασταν στο σπίτι μου, τρώγαμε. Ήταν ευδιάθετη», ανέφερε η Ρεμπούτσικα.

Ο γολγοθάς της Μαίρης Χρονοπούλου

Πρωταγωνίστρια, «μάγκας» και της ζωής, αγωνίστρια μέχρι τέλους, άφησε ανεξίτηλο το σημάδι της στον κινηματογράφο. Ήταν από τις τελευταίες της γενιάς της και η πιο ταλαιπωρημένη. Ο νευροχειρουργός Γιώργος Στράντζαλης από όταν νοσηλεύτηκε δεν έδινε ελπίδες. «Τη βάλαμε στην εντατική, την υποστηρίζουμε μηχανικά, αλλά δεν έχει προοπτικές», έλεγε πριν από τρεις ημέρες. Ο εγκέφαλός της υπέστη μοιραία βλάβη και ακόμα και αν η καρδιά λειτουργούσε κανονικά, ήταν θέμα ημερών και εκείνη να σταματήσει να χτυπά. Γεννημένη στην Αθήνα στις 16/7/1933, μεσουράνησε υποκριτικά στα 60s και 70s. Αποφοίτησε από το Εθνικό και το 1957 συνεργάστηκε με το Ελεύθερο Θέατρο («Η κυρία» και «Ρομάντζο μιας καμαριέρας»). Ντεμπούταρε στο σινεμά στο «Χαρούμενο ξεκίνημα» το 1954, το 1958 πήρε μικρό ρόλο στο «Τελευταίο ψέμα» του Μιχάλη Κακογιάννη και από το 1963 και έκτοτε πρωταγωνίστησε σε πλειάδα ταινιών της Φίνος Φιλμ.

Η σπουδαία ντάμα, η «femme fatale» της ελληνικής οθόνης είχε την τύχη να συμπρωταγωνιστήσει και με φίλους της - τους ζεν πρεμιέ της εποχής: τον Νίκο Κούρκουλο (στην πορεία βάφτισε τον Άλκι, γιο του αξέχαστου ηθοποιού), τον Φαίδωνα Γεωργίτση (με τον οποίο έμεναν και στην ίδια περιοχή), τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, τον Γιώργο Φούντα, τον Αλέκο Αλεξανδράκη. Προσηνής, ευφυέστατη, όπως θα πουν όσοι τη γνώρισαν, χειμαρρώδης, με μεστό λόγο, πάντα τραβούσε τα φλας πάνω της. Από τις ερμηνείες της ξεχωρίζουν αυτές στις ταινίες «Κόκκινα φανάρια» (1963) του Βασίλη Γεωργιάδη, υποψήφια για Oscar Ξενόγλωσσης Ταινίας το 1964, «Το χώμα βάφτηκε κόκκινο», επίσης με τη σκηνοθετική μπαγκέτα του Γεωργιάδη, σε σενάριο Νίκου Φώσκολου και επίσης υποψήφια για το Oscar Ξενό- γλωσσης (1966), «Όταν η πόλις πεθαίνει» και άλλες. Τη λατρέψαμε και στα μιούζικαλ «Οι θαλασσιές οι χάντρες», «Μια κυρία στα μπουζούκια», «Γοργόνες και μάγκες». Την ίδια ερμηνευτική δεινότητα επεδείκνυε σε κάθε είδος: το 1972 συγκρότησε δικό της θίασο, με τον οποίο ανέβασε το «Ένα καυτό κορίτσι» του Ιάκωβου Καμπανέλλη κ.ά. Την εί- δαμε και στο «Ταξίδι στα Κύθηρα» -το μαγικό φιλμ του Θόδωρου Αγγελόπουλου-, ενώ κέρδισε βραβείο Α ́ γυναικεί- ου ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με «Τα παιδιά της Χελιδόνας» (1987).

Στα προσωπικά της ήταν πάντα παθιασμένη. Ένα καθαρόαιμο ερωτικό πλάσμα. Το 1975 παντρεύτηκε τον πρώην δήμαρχο Σπάτων και πρώην βουλευτή Δήμο Μπότσαρη, αλλά λίγο καιρό μετά χώρισαν. Υπήρξε αρραβωνιασμένη με τον ζεν πρεμιέ των 60s Ανδρέα Μπάρκουλη, ενώ για τη σχέση της με τον ηθοποιό Νίκο Σταγόπουλο -με τον οποίο μέχρι τέλους διατήρησε φιλία- χύθηκαν τόνοι μελάνης. Η ίδια κάποια στιγμή έλεγε ότι «αμάρτησα στα νιάτα μου και τώρα το πληρώνω», εννοώντας τον γολγοθά που πέρασε μετά το τροχαίο. Πρόσφατα δήλωνε για την περίοδο που είχε παχύνει πως ένιωθε «τέρας». Και τελικά «έφυγε»... Και τώρα θα τραγουδάει στα μπουζούκια των αγγέλων.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή»