Την τελευταία της πνοή άφησε χθες το απόγευμα η γνωστή ηθοποιός Κάτια Νικολαΐδου, η οποία νοσηλευόταν στο νοσοκομείο «Υγεία» για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η ηθοποιός δεν ήθελε να κάνει γνωστή την κατάσταση της υγείας της σε κανέναν, καθώς το μυστικό για το πρόβλημα που αντιμετώπιζε το ήξεραν μόνο η οικογένειά της και δυο τρεις καλοί της φίλοι, μεταξύ των οποίων ο Δημήτρης Στρέπκος. Ανάμεσα σε λυγμούς, ο γνωστός σχεδιαστής μόδας κατάφερε να μιλήσει στην «ON time»: «Δεν μπορώ να το πιστέψω αυτό που συνέβη. Κανένας δεν ήξερε την κατάσταση της Κάτιας, μόνο εγώ γνώριζα τι περνούσε το κοριτσάκι μου τόσο καιρό. Η Κάτια δεν ήθελε να γνωρίζει κανένας τι περνάει». Την ημέρα της ονομαστικής εορτής του σχεδιαστή, η ηθοποιός είχε κοινοποιήσει ένα βίντεο στον προσωπικό του λογαριασμό στο Instagram, στέλνοντας τις ευχές της για τη γιορτή του. Η ίδια φρόντισε να μη φαίνεται το δωμάτιο του νοσοκομείου, καθώς με τεχνική επεξεργασία της εικόνας έμοιαζε σαν να βρισκόταν στη Νέα Υόρκη. Η Κάτια Νικολαΐδου είχε προσβληθεί από καρκίνο στους λεμφαδένες πριν από είκοσι περίπου χρόνια. Ήταν κάτι που το παρακολουθούσε όλο αυτό το διάστημα μέχρι σήμερα με τις απαιτούμενες εξετάσεις. Φρόντιζε να κρατάει τον έλεγχο και να είναι συνεπής στις οδηγίες των γιατρών που την παρακολουθούσαν. Όμως, δεν στεκόταν πάντα τυχερή, καθώς το «τέρας» ξυπνούσε και την ταλαιπωρούσε. Αρκετές φορές επισκέφθηκε το εξωτερικό με σκοπό να αναζητήσει μια παραπάνω λύση σωτηρίας για το πρόβλημα που αντιμετώπιζε. Αυτός ήταν ο λόγος που απομακρύνθηκε από τις καλλιτεχνικές υποχρεώσεις κι εξαφανίστηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα. Όσες φορές απαντούσε στα τηλεφωνήματα, έλεγε ότι ζει ένα μεγάλο έρωτα κι έχει αποφασίσει να μείνει στην Κρήτη μαζί του μόνιμα. Προφασιζόταν πως όλα ήταν καλά, ενώ έκρυβε από όλους την αλήθεια. Τον τελευταίο καιρό οι πόνοι της ήταν αφόρητοι, ανυπόφοροι, τα φάρμακα δεν μπορούσαν πλέον να τη βοηθήσουν. Στο πλευρό της, ακούραστος φρουρός, ο αδελφός της, που ήταν εκεί έως την τελευταία της στιγμή. Χαρακτηριστική είναι η αδυναμία που έτρεφε για την ανιψιά της, «το παιδί της», όπως την αποκαλούσε, για την οποία ήταν σαν δεύτερη μητέρα, αφού τη μεγάλωνε κι εκείνη. Από τότε που γεννήθηκε, η σχέση τους ήταν πολύ δυνατή. «Έφυγε το κοριτσάκι μου, ξεκουράστηκε, σταμάτησε να πονάει» συνέχισε να λέει ο Δημήτρης Στρέπκος, απαρηγόρητος για την απώλεια της κολλητής του φίλης. Οι δυο τους ήταν πολύ δεμένοι, τους ένωνε μια σχέση ζωής πολλών ετών. Διασκεδάσεις, χαρές, λύπες… Η αγαπημένη ηθοποιός λάμβανε πολύ συχνά μέρος στις πασαρέλες, σε ρόλο μοντέλου, φορώντας ρούχα του σχεδιαστή φίλου της. Εκείνος, δίπλα της κάθε λεπτό που τον χρειαζόταν, κρατούσε ως επτασφράγιστο μυστικό το πρόβλημα που αντιμετώπιζε εκείνη, το οποίο κάθε μέρα επιδεινωνόταν. Μιλούσαν ώρες στο τηλέφωνο, κι εκείνη «ακουμπούσε» πάνω του, νιώθοντας ασφάλεια, αφού δεν ήθελε να γίνει γνωστό το μεγάλο πρόβλημα που αντιμετώπιζε στο ευρύ κοινό. Μέχρι την τελευταία στιγμή πάλευε με τον καρκίνο με αξιοπρέπεια και θάρρος. Ο οργανισμός της είχε εξασθενήσει πολύ, οι γιατροί είχαν ενημερώσει τους δικούς της ανθρώπους ότι ο χρόνος μετρούσε αντίστροφα. Κανένας δεν ήθελε να το πιστέψει. Τον τελευταίο καιρό είχε χάσει το κουράγιο της, και οι αβάσταχτοι πόνοι περιόριζαν τις ελπίδες της. Η ίδια είχε δηλώσει παλαιότερα για τον καρκίνο: «Ποτέ δεν φοβήθηκα σε αυτή την ιστορία, είπα “ό,τι θέλει ο Θεός θα αποφασίσει”, αλλά εγώ ήθελα να ζήσω. Είπα ότι θα το παλέψω με όση δύναμη έχω. Πιστεύω πάρα πολύ στον Θεό, αλλά πιστεύω πολύ και σε μένα. Ήθελα να είμαι εδώ σήμερα. Ήμουν από τους τυχερούς ανθρώπους, που μπόρεσα να παλέψω. Άλλες φορές δεν σου δίνεται η δυνατότητα αυτή. Έρχεται μια μέρα που ο καρκίνος σού χτυπά την πόρτα, ήταν δύσκολο, αλλά είχα μεγάλη θέληση. Ένιωθα ότι θα τα καταφέρω, είπα “θα ζήσω, δεν θα πεθάνω από αυτό”. Ήταν στους λεμφαδένες, είχε περάσει στο λαιμό και στο κεφάλι, ήταν στο τελευταίο στάδιο». Η 58χρονη ηθοποιός μάς συστήθηκε μέσα από τη σειρά του Alpha «Θα σε δω στο πλοίο». Είχε συγκινήσει το πανελλήνιο, όταν μίλησε ανοιχτά για τη μάχη της με τον καρκίνο το 2001. Ήταν η πρώτη σύζυγος του ηθοποιού Οδυσσέα Σταμούλη. Της Ρενέ Σαραντινού
Δημοσιεύθηκε στην Ontime