Ο ∆ηµήτρης Μαρκόπουλος είναι ένας αυτοδηµιούργητος άνθρωπος. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στα Μανιάτικα και στο Πασαλιµάνι και τα περιγράφει γλαφυρά και µε αφοπλιστική ειλικρίνεια.

«Στην Ελλάδα, η γενιά µου έχει µια τάση εξωραϊσµού των καταστάσεων. Η περίοδος “Κλικ” - Κωστόπουλου οδήγησε την πλειονότητα των σηµερινών πενηντάρηδων να θεωρούν περίπου ως ντροπή τη λαϊκή καταγωγή. Λες κι όλοι µας µεγαλώσαµε στο... Μπάκιγχαµ ένα πράγµα. Τα παιδικά µου χρόνια λοιπόν εγώ τα πέρασα “λαϊκά” στο Πασαλιµάνι και µετά στα Μανιάτικα. ∆εν ντρέποµαι γι’ αυτό. Είχα χαρούµενη νιότη, αν και µε στερήσεις. ∆εν ανήκω σε πλούσια οικογένεια. Θυµάµαι να φοράµε µε τον αδελφό ή τα ξαδέλφια µου ο ένας τα ρούχα του άλλου. Το µπάλωµα πήγαινε φουλ, όµως δεν υπήρχε ντροπή. Κι αυτό διότι όλοι έτσι ήµασταν στα ’70s και τα ’80s. Ο,τι δηµιουργήσαµε λοιπόν εγώ και τα δύο µου αδέλφια το δηµιουργήσαµε απολύτως µόνοι».

Η δηµοσιογραφία κυλάει στο αίµα του. Το 2010 βραβεύτηκε ως ο κορυφαίος δηµοσιογράφος της χρονιάς στον χώρο της οικονοµίας από το Ιδρυµα Προαγωγής της ∆ηµοσιογραφίας Αθ. Μπότση. Και µπορεί να είναι βουλευτής για δεύτερη τετραετία µε τη Ν.∆., όµως στην ερώτηση αν θα εγκατέλειπε την πολιτική για να επιστρέψει στη δηµοσιογραφία, απαντά αµέσως «ναι». «Θα µπορούσα εύκολα να το κάνω. Η δηµοσιογραφία είναι η µεγάλη µου αγάπη. ∆εν νιώθω επαγγελµατίας πολιτικός. Οταν πιστέψω πως δεν έχω κάτι άλλο να δώσω, δεν θα διστάσω να επιστρέψω. Μην ξεχνάς πως υπήρξα και στην αρχική δηµοσιογραφική οµάδα δύο µεγάλων εφηµερίδων, των “Παραπολιτικών” και του “Πρώτου Θέµατος”», σχολιάζει ο ∆. Μαρκόπουλος.

Υπήρξε πάντοτε πολιτικοποιηµένος, όµως την απόφαση να ασχοληθεί ενεργά µε την πολιτική την πήρε το βράδυ πριν από το δηµοψήφισµα του 2015. «Θυµάµαι να λέω στη γυναίκα µου, τη ∆έσποινα, πως στις επόµενες εκλογές θα συµµετάσχω ενεργά. ∆εν µπορούσα να διανοηθώ πως κάποιοι έπαιζαν στα ζάρια το ευρωπαϊκό µέλλον των παιδιών µας. Ποτέ δεν έκρυψα ως δηµοσιογράφος την πολιτική µου ταυτότητα. Υπήρξα παρεµβατικός κατά των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, άρα ήταν αυτονόητη η στήριξή µου στη Ν.∆. και τον Μητσοτάκη», εξηγεί ο ίδιος.

Παντρεύτηκε το 2008 τη µικρασιατικής καταγωγής Νικαιώτισσα ∆έσποινα Μαγκανάρη και έχουν αποκτήσει δύο κόρες. Η ζωή του ∆ηµήτρη Μαρκόπουλου στο σπίτι είναι «τέλεια! Πάντοτε ήθελα να έχω κόρες. Αφεντικό του σπιτιού µας αλλά και της ζωής µου είναι, φυσικά, η γυναίκα µου, η ∆έσποινα, µε την οποία είµαστε µαζί 19 χρόνια. Αυτή τραβάει το µεγάλο κουπί, αυτή διαχειρίζεται τα περισσότερα πράγµατα και την εµπιστεύοµαι απόλυτα. Εχει τον κοινό νου και είναι πρακτικός άνθρωπος. Εγώ είµαι λίγο... καλλιτέχνης. Χάνοµαι στα πολιτικά-κοινωνικά. Η ∆έσποινα µε επαναφέρει (γελάει)». ∆ηλώνει, γελώντας, µονόχνωτος. ∆εν έχει πολλά χόµπι, όµως στον ελάχιστο ελεύθερο χρόνο που έχει επιλέγει να κάνει βόλτες µε τη γυναίκα του και τις κόρες του. «Τρώµε στη Σαλαµίνα ή σε στέκια που έχουµε στη Νίκαια και το Κερατσίνι. Μου αρέσει να πηγαίνω γήπεδο, να διαβάζω σαββατοκυριακάτικες εφηµερίδες συνοδεία καφέ και να περπατάω στα Λιπάσµατα της ∆ραπετσώνας ή στην Πειραϊκή. Είµαι γενικά λιτός άνθρωπος. ∆εν θέλω πολλά για να περάσω καλά».

Κάτι που δεν γνωρίζουν πολλοί είναι ότι τη δεκαετία του ’80 λίγο έλειψε να αποκτήσει µόνιµο πρόβληµα στη βάδισή του και µια µορφή αναπηρίας λόγω σοβαρού αναπτυξιακού ορθοπεδικού προβλήµατος, όµως ο ∆ηµήτρης Μαρκόπουλος αντιµετωπίζει τις δυσκολίες ως ευκαιρία. Αν κάτι δεν ανέχεται, αυτό είναι η µπαµπεσιά. «Είµαι καθαρός και άµεσος στις εξηγήσεις µου άνθρωπος. Εχω λόγο τιµής. Πριν από καιρό έπεσα θύµα µιας τέτοιας συνθήκης. Παρά ταύτα, έχω µάθει στη ζωή κάθε δυσκολία ή ήττα να τη µετατρέπω -µε αγώνα- σε ευκαιρία και νίκη. Κι έτσι κάνω».

Δημοσιεύτηκε στο Secret των ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΩΝ στις 11/11