Ετοιμάζεται να μας εντυπωσιάσει σε ένα ρόλο τη νέα σεζόν, όπως κάνει εδώ και 43 χρόνια που παίζει στο θέατρο και στην τηλεόραση, έχοντας γίνει πολύ αγαπητός στο κοινό.

Όπως αποκάλυψε στην «ΟΝ time Σαββατοκύριακο» ο Γιώργος Σουξές, πέρασε πριν από λίγο καιρό μια πολύ δύσκολη περιπέτεια εν ώρα γυρίσματος και σώθηκε από του χάρου τα δόντια. Αντιμετωπίζει τα πράγματα ψύχραιμα, αυτοσαρκάζεται και, όπως μας είπε, έχει κάνει… στροφή στη ζωή του.


Μας μίλησε για όλα όσα του συμβαίνουν τον τελευταίο καιρό, ευχάριστα και δύσκολα, το θάνατο που τον… κύκλωσε άλλες δύο φορές τελευταία, αλλά κατάφερε να τον ξεγελάσει - κι αυτό δεν είναι μπλακ χιούμορ-, τη θλίψη που ξεπέρασε και πώς βρήκε το φωτεινό εαυτό του, τη γνωριμία του με τον Θανάση Βέγγο, που τον «σφράγισε» ως άνθρωπο και ηθοποιό, για το φύλακα-άγγελό του και τα προσωπικά του, που είναι στα καλύτερά τους.


Τη νέα σεζόν θα σας δούμε στην κωμική σειρά του Μega «Hotel Elvira». Μιλήστε μου για το ρόλο σας.

Μόλις τελειώσαμε τα γυρίσματα, είναι μια πολύ ωραία δουλειά. Εκεί υποδύομαι έναν παλαιάς κοπής ξενοδόχο, τον Παντελή Δρόσο, ο οποίος για το μόνο που ενδιαφέρεται είναι ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε και ό,τι αρπάξουμε. Δεν είναι κακός άνθρωπος -υπάρχουν άλλοι πιο κακοί στην ιστορία-, αλλά προσπαθεί να κερδίσει περισσότερα και να γεμίσει την τσέπη του.

Συνέβη κάτι απρόοπτο στα γυρίσματα;

Κάποιες φορές συμβαίνουν επικίνδυνα απρόοπτα και στα πιο «καλοκουρδισμένα» γυρίσματα. Είναι η κακιά στιγμή που λένε. Είχαμε με το συνάδελφο Βαγγέλη Δαούση ένα γύρισμα μέσα στη θάλασσα και ξαφνικά είδαμε το σκάφος να έρχεται καταπάνω μας… Κοντέψαμε να σκοτωθούμε και οι δύο!

Σοκαριστικό! Τι μπορεί να φέρει η ζωή σε δευτερόλεπτα. Τι ακριβώς συνέβη;

Ήμασταν μέσα στη θάλασσα γιατί υποτίθεται ότι μας είχαν κλέψει το σκάφος το οποίο απομακρυνόταν και εμείς βουτήξαμε με τα ρούχα για να τους κυνηγήσουμε φωνάζοντας «μας κλέψανε το σκάφος», η κάμερα ήταν έξω στην ακτή και κατέγραφε αυτή τη σκηνή. Μόλις είχε γίνει η πρόβα και το σκάφος θα ερχόταν για τη λήψη. Έκανε μια στροφή ο χειριστής του σκάφους για να γυρίσουμε τη σκηνή, αλλά επειδή το σκάφος ήταν ψηλό δεν είδε ούτε εκείνος, ούτε οι συνάδελφοι που ήταν καθισμένοι μέσα σε αυτό, ότι εμείς ήμασταν μέσα στη θάλασσα. Δεν φταίει ο χειριστής, ήταν αυτό που λέμε η κακιά η ώρα, όπου ευτυχώς δεν έγινε το χειρότερο. Ο συνάδελφός μου ήταν ελάχιστα πιο πέρα, αλλά βλέποντας το σκάφος να έρχεται καταπάνω μου πήρε τέτοια τρομάρα που κοκάλωσε. Εγώ εκείνη την ώρα, επειδή έβλεπα την πλώρη του σκάφους που ερχόταν καταπάνω μου, έσπρωξα το σώμα μου με όση δύναμη είχα, με το αριστερό μου χέρι, ώστε να μπορέσω να πάω όσο πιο δεξιά μπορούσα για να ξεφύγω. Αυτό που σκέφτηκα ήταν ότι θα μου έπαιρνε η προπέλα τα πόδια. Ευτυχώς, στο… τσακ κατάφερα και σώθηκα.
 
Δηλαδή, όπως μου το περιγράφετε, γλιτώσατε από θαύμα. Θα μπορούσατε να είχατε ακρωτηριαστεί ή και σκοτωθεί.

Ευτυχώς που αντέδρασα ενστικτωδώς και ακαριαία.

Και μετά;

Αν και θα μπορούσα να πω «παιδιά, τρέμω ολόκληρος, δεν είμαι σε θέση να συνεχίσω το γύρισμα», προτίμησα να τελειώσουμε τη σκηνή. Την ώρα που μπήκα στο αυτοκίνητο και ηρέμησα λίγο για να ξεκινήσω, είπα ανακουφισμένος: «Α, θα πάω στο σπίτι μου». Εκείνη τη στιγμή, η τόσο απλή φράση «γυρίζω στο σπίτι μου» ήταν λυτρωτική για μένα.

Ξέρετε, κάποιες φορές βλέπουμε τον ηθοποιό σε κωμικές σκηνές και λέμε «τι ωραία που το κάνει αυτό» και δεν ξέρουμε ότι αυτός ο άνθρωπος λίγα λεπτά πριν μπορεί να είχε χτυπήσει, να του είχε συμβεί κάτι απρόοπτο. Και είναι παλιά αυτή η ιστορία… στον Θανάση Βέγγο είχε συμβεί, «πέρασε» μέσα από μια τζαμαρία, και σε πολλούς άλλους συναδέλφους σας.

Ναι. Κάτι που με βασανίζει κάθε φορά είναι ότι αυτό που κάνουμε τώρα θα «τυπωθεί» και θα υπάρχει στο διηνεκές. Εγώ θα έχω φύγει από τη ζωή και… αυτό θα είναι εκεί, άρα εγώ πρέπει να κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ. Αυτό είναι μια μικρή κατάρα, γιατί αυτό που αγαπάω με φέρνει σε αυτήν τη θέση. Σε μια άλλη δουλειά θα έλεγες: «Όπα, παιδιά, δεν μπορώ, ταράχτηκα, να το κάνουμε λίγο αργότερα ή άλλη μέρα».
 
Σε κάποια επαγγέλματα δεν είναι εύκολο να σταματήσεις όταν σου συμβαίνει κάτι.

Ακριβώς έτσι είναι. Στο θέατρο έτυχε το χειμώνα και έπαιζα με 39 πυρετό. Είχαμε 800 θεατές, τι θα έλεγα; «Παιδιά, δεν θα έρθω να παίξω;». Έκανα κουράγιο και έπαιξα.

Εκείνα τα δευτερόλεπτα που είδατε το σκάφος να κατευθύνεται καταπάνω σας τι σκεφτήκατε; «Πάει, τέλειωσα, μέχρι εδώ ήταν»;

Δεν ξέρω πώς λειτουργούν άλλοι άνθρωποι. Σε μένα λειτούργησε αστραπιαία το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, το να σωθώ. Έσπρωξα το σώμα μου με το αριστερό μου χέρι, δυνατά, τραυματίστηκε ο ώμος μου από την πίεση, ενώ ταυτόχρονα σκεφτόμουν ότι έρχεται καταπάνω μου και θα μου κόψει τα πόδια η προπέλα του σκάφους, αλλά ευτυχώς τη γλίτωσα στο τσακ.

Εκείνη τη στιγμή συνέβη αυτό που λέμε «είδα το χάρο με τα μάτια μου»;

Ακριβώς. Αρχικά ήμασταν ευτυχισμένοι που μπήκαμε στη θάλασσα. Ήταν το πρώτο μας μπάνιο της σεζόν -ας το πούμε έτσι-, για να κάνουμε τη σκηνή. Φορούσαμε τα ρούχα μας γιατί υποτίθεται ότι φεύγαμε κυνηγημένοι από το νησί αυτό.

Πού κάνατε τα γυρίσματα; Σε ποιο νησί;

Δεν τα κάναμε σε νησί. Στη Νέα Μάκρη έγιναν. Πολύ ωραία δουλειά. Την κάναμε με πολύ κέφι. Εξαιρετικοί συνεργάτες. Ο σκηνοθέτης Μιχάλης Χαραλαμπίδης είναι πραγματικά ταλαντούχος, με πολύ καλές δουλειές στο ενεργητικό του, ξέρει εύστοχα τι θέλει ώστε να το μεταδώσει στους ηθοποιούς. Μάλιστα, δεν τον γνώριζα και ήταν έκπληξη για μένα όταν χτύπησε το τηλέφωνό μου και μου είπαν από την παραγωγή ότι θέλει εμένα γι’ αυτόν το ρόλο και τον ευχαριστώ.

Ο ρόλος που σας χάρισε την απόλυτη δημοσιότητα ήταν αυτός του ενωμοτάρχη Βασίλη Προύσαλη στις «Άγριες Μέλισσες», που έγινε «must» και «viral» για τρεις χρονιές. Σας… κυνηγάει αυτός ο ρόλος; Σας φωνάζει ακόμα έτσι ο κόσμος στο δρόμο;

Έχουμε περάσει σε ένα άλλο επίπεδο. Συγγνώμη που θα το πω, αλλά έτσι είναι. Νιώθω ότι υπάρχει ένας σεβασμός. Δεν είμαι ο ρόλος αλλά εγώ ως ηθοποιός. Μου λένε «σε έχω δει σε αυτό το σίριαλ, είσαι πολύ καλός ηθοποιός, χαίρομαι που σε γνωρίζω». Μάλλον πηγαίνω προς το τέλος της ζωής μου (γέλια).
 
Την τρίτη σεζόν στις «Άγριες Μέλισσες», καταφέρατε να χάσετε 36 κιλά. Πάει η εικόνα του εύσωμου Προύσαλη που είχαμε γνωρίσει.

Ναι. Τότε είχα αδυνατίσει πολύ με τη βοήθεια διατροφολόγου, αλλά δυστυχώς τα ξαναπήρα τα κιλά και θέλω να τα χάσω. Θα κάνω μια τελευταία προσπάθεια. Εμένα όλη αυτή η ιστορία που άρχισα να παίρνω κιλά ήταν απ’ όταν έχασα τη μητέρα μου το 2013. Την αγαπούσα πάρα πολύ, ασχέτως του ότι είχαμε τις προστριβές μας γιατί διάλεξα αυτό το επάγγελμα. Είχαν περάσει είκοσι χρόνια που δούλευα ως ηθοποιός και η μητέρα μου με έπαιρνε τηλέφωνο και μου έλεγε: «Ξέρεις, βγήκε μια προκήρυξη στη ΔΕΗ, θέλεις να κάνεις τα χαρτιά σου;»…
 
Μου είχατε πει παλαιότερα ότι, παρόλο που δίνετε χαρά και γέλιο στον κόσμο, εσείς μέσα σας νιώθετε, ίσως επειδή είναι απόρροια των φτωχικών παιδικών σας χρόνων, ότι η ψυχή σας είναι θλιμμένη, ότι νομίζετε πως γεννηθήκατε θλιμμένος. Ξεπεράσατε τη θλίψη σας; Πήγατε σε ψυχολόγο;

Πήγα στο ραντεβού, αλλά δεν συνέχισα κι αυτό γιατί έχω τρομερό πρόβλημα με το να μιλάω σε έναν άνθρωπο, συγκεκριμένα στην ψυχολόγο, και να της λέω τα εσώψυχά μου. Δεν μπορώ να το κάνω. Όμως, συνέβη κάτι που με άλλαξε εντελώς. Πριν από είκοσι μέρες μιλούσα με το γιο μου και κάποια στιγμή τού είπα: «Αν χρειαστείς κάτι, εδώ είμαι». Μου απάντησε: «Μου έχεις προσφέρει πάρα πολλά, σε ευχαριστώ. Έχεις κάνει ό,τι καλύτερο μπορείς για μένα». Και αυτό άλλαξε τα πάντα γύρω μου, ο κόσμος έγινε φωτεινός. Πέρασε η θλίψη. Ο Κωνσταντίνος μου είναι 30 χρονών και έχει δημιουργήσει μια εταιρεία life coaching. Του αρέσει πολύ.

Έτσι, χάρη στον Κωνσταντίνο σας, με αυτό που σας είπε, βρήκατε το χαρούμενο εαυτό σας;

Ακριβώς έτσι. Μου έδωσε άλλη ώθηση. Ο θλιμμένος εαυτός μου έδωσε τη θέση του στο χαρούμενο.

Καταφέρατε να νικήσετε και την κατάθλιψη και τις κρίσεις πανικού που είχατε;

Ναι. Επίσης, η δουλειά μου ήταν η θεραπεία μου. Έτσι μου συμβαίνει εμένα. Από την ώρα που θα πει ο σκηνοθέτης «πάμε», ξεχνάω τα πάντα. Δεν υπάρχει κάτι άλλο, παρά μόνο η σκηνή και το πόσο καλύτερα θα την αποδώσω. Δεν υπάρχει ούτε το σπίτι μου πίσω ή οι λογαριασμοί που «τρέχουν». Είμαι δοσμένος εκεί.

Δηλαδή, για σας το θέατρο είναι η ψυχοθεραπεία σας;

Χωρίς να το έχω έτσι στο μυαλό μου, με αυτό τον τρόπο λειτουργεί σε μένα. Θα σας πω μάλιστα και ένα παράδειγμα. Είχα πιάσει κουβέντα με τον Βασίλη Μπισμπίκη για τους ψυχολόγους και του λέω: «Το σκέφτομαι αν θα πάω γιατί λένε ότι βοηθάει, αλλά δεν θέλω». Μου απαντάει κι εκείνος: «Κι εγώ το ίδιο, δεν πάω». Και του λέω: «Να σου πω γιατί δεν πας, όπως κι εγώ; Γιατί φοβόμαστε ότι θα χάσουμε το ταλέντο μας (γέλια)». Και μου απαντάει: «Ναι, αυτό σκέφτομαι κι εγώ» (γέλια). Κι εννοούσα ότι, αν αποκαλύψουμε αυτά που έχουμε μέσα μας, τα οποία μας οδηγούν στο να πάρουμε κιλά ή ό,τι έχει ο καθένας, θα μας αλλάξει τον τρόπο που σκεφτόμαστε και δεν θα μπορούμε να αποδώσουμε στη σκηνή (γέλια).

Πάντως, δεν είναι η πρώτη φορά που περάσατε ξυστά από το θάνατο με αυτό που συνέβη στο γύρισμα, καθώς και παλαιότερα είχατε ένα σοβαρό τροχαίο ατύχημα.

Θα σας αποκαλύψω και κάτι άλλο που μου συνέβη και σώθηκα από τύχη. Ήμουν με ένα φίλο μου και ψαρεύαμε βράδυ σε μια βραχώδη περιοχή. Ήταν σκοτάδι, δεν είδα καλά, γλίστρησα, στα βράχια, αλλά στο σημείο όπου έπεσα με το κεφάλι, ακριβώς εκεί, υπήρχε μια λακκούβα στο σχήμα του κεφαλιού και δεν χτύπησα! Ο φίλος κατατρόμαξε μέχρι να του πω ότι δεν είχα χτυπήσει. Και από κει και πέρα είπαμε ότι, αν είχε συμβεί το κακό, όλα τα άλλα τι νόημα έχουν; Δηλαδή, θα μπορούσα να έχω μείνει στον τόπο ή παράλυτος. Κι από τότε βγάλαμε ένα σλόγκαν και το λέμε, «τι νόημα έχει;», και αυτά τα μικρά της ζωής που είναι δυσάρεστα τα αφήνουμε πίσω.

Πιστεύετε ότι έχετε ένα φύλακα-άγγελο;

Δεν ξέρω… Πιστεύω ότι υπάρχει μια ανώτερη δύναμη που, αν πραγματικά πιστεύεις σε αυτήν, σου προσφέρει προστασία. Μπορεί αυτό να μην είναι με την έννοια του χριστιανισμού ή του βουδισμού ή κάτι άλλο, αλλά εγώ πιστεύω βαθιά -και με κάποιους αστρονόμους που μίλησα με κορόιδευαν και λίγο- ότι υπάρχει μια ανώτερη δύναμη, που μπορεί να λέγεται σύμπαν ή οτιδήποτε άλλο. Εγώ είμαι ευγνώμων που ζω ακόμα και στις δύσκολες στιγμές∙ καλοδεχούμενα είναι όλα γιατί είσαι στη ζωή. Σημασία έχει αυτό το «γυρίζω σπίτι μου».
 
Ας πάμε στο θέατρο. Κάνετε πολύ ωραία πράγματα.

Ήταν μια υπέροχη σεζόν και θέλω να ευχαριστήσω τον Γρηγόρη Βαλτινό, που όλον το χειμώνα παίζαμε μαζί στην «Ετυμηγορία», στο «Θέατρον» του Κέντρου Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος», μια παράσταση που πήγε εξαιρετικά. Τώρα είμαι σε πρόβες, καθώς από τις 28 Ιουνίου θα παρουσιάσουμε το έργο-σταθμό του Γιώργου Διαλεγμένου «Χάσαμε τη θεία, στοπ», στο Αίθριο του Κέντρου Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος», σε μια παραγωγή της εταιρείας θεατρικών παραγωγών «Μέθεξις» και σε σκηνοθεσία του Χρήστου Τριπόδη, μαζί με αγαπημένους συναδέλφους (αλφαβητικά): Τζένη Διαγούπη, Τζόυς Ευείδη, Βίβιαν Κοντομάρη, Νατάσσα Κοτσοβού, Ορέστη Τζιόβα, Χάρη Χιώτη. Το έργο τοποθετείται στη δεκαετία του 1950, στη συνοικία γύρω από το Γκάζι, που εκείνη την εποχή ονομαζόταν Γκαζοχώρι. Εκεί ζουν άνθρωποι πολύ φτωχοί, οι οποίοι προσπαθούν να επιβιώσουν με κάθε τρόπο. Ταυτόχρονα κάποιοι από αυτούς λένε: «Δεν είναι κατάσταση αυτή». Τους φταίει η κυβέρνηση, τους φταίει ο γείτονας, κάτι τους φταίει πάντα. Αλλά είναι και κάποιοι άλλοι οι οποίοι το παλεύουν γιατί θέλουν να επιβιώσουν.

Είδατε ότι τα πράγματα… γυρίζουν, αλλά πάλι τα ίδια είναι.

Πάντα έτσι είναι (γέλια). Εγώ υποδύομαι τον Σπύρο Αραβαντινό, που είναι ο πλούσιος της περιοχής. Μη φανταστείτε όμως ότι είναι από καμιά πλούσια, επιφανή οικογένεια. Είναι κάποιος που έχει βυτιοφόρα και αδειάζει βόθρους. Δίνει δουλειά σε αυτούς τους ανθρώπους, που από τη μία τον μισούν και από την άλλη τον αγαπούν, γιατί είναι η μοναδική τους ελπίδα να έχουν μια δουλειά και να βγάζουν κάποια χρήματα. Αναφέρεται σε μια εποχή που έχει περάσει, αλλά στην πραγματικότητα οι καταστάσεις παραμένουν ίδιες με τις δυσκολίες και το πώς το καθένας αντιμετωπίζει την κατάσταση αυτή. Ακόμα και σήμερα ισχύουν αυτά. Απλώς αλλάζουν τα πρόσωπα και το… περιτύλιγμα.

Άρα, είναι μια Ελλάδα που… επαναλαμβάνεται;

Είναι μια Ελλάδα που δεν μπορεί να ξεφύγει από τα δεσμά της όποια κι αν είναι αυτά. Αυτό είναι το θέμα. Δεν ξέρω γιατί συμβαίνει αυτό, δεν θέλω να κακολογήσω τους Έλληνες, αλλά μάλλον είναι δικά μας λάθη, εμείς τα κάνουμε και τα επαναλαμβάνουμε και διαιωνίζεται αυτή η κατάσταση.

Με όλα αυτά τα δυσάρεστα και τα τραγικά που βλέπουμε να συμβαίνουν γύρω μας, είστε αισιόδοξος ότι κάτι μπορεί να αλλάξει;

Ότι θα έχουμε μέλλον καλό; Είναι πάρα πολύ δύσκολο. Δεν ξέρω πώς θα γίνει αυτό. Δηλαδή, εγώ δεν θα το ζήσω. Πάντως, εγώ δεν τσακώνομαι πια. Ούτε στα φανάρια, ούτε όταν οδηγώ. Λέω «συγγνώμη, πήγαινε, συγγνώμη, εγώ το έκανα». Δεν ξέρεις αν ο άλλος θα βγάλει ένα πιστόλι ή ένα μαχαίρι να σε σκοτώσει. Δεν μπορείς να ξέρεις τίποτα πια.

Έχετε κάνει πολλούς ρόλους στο θέατρο, όμως ο ενωμοτάρχης Βασίλης Προύσαλης στις «Άγριες Μέλισσες» σας έκανε γνωστό και αγαπητό σε όλο τον κόσμο.

Έτσι πήρα σύνταξη (γέλια). Σκεφτόμουν πάντα και έλεγα ότι η ζωή έχει εκπλήξεις, γι’ αυτό και είναι ωραία. Δεν έχει σημασία σε ποια ηλικία ήρθε αυτή η ωραία στιγμή. Εγώ από την αρχή που ξεκίνησα ήμουν πολύ συνειδητοποιημένος. Ήθελα να κάνω αυτό το επάγγελμα γιατί με ευχαριστούσε και να μάθω να κάνω πολύ καλά τη δουλειά μου. Αυτό προσπάθησα όλα αυτά τα χρόνια και να μην κάνω ίδια πράγματα για να μην «τυποποιηθώ».

Φοβηθήκατε την «τυποποίηση»;

Θα σας πω ποια ήταν η «τυποποίησή» μου. Προσπαθούν να μου δίνουν ρόλους που θυμίζουν τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο και αυτό εμένα με χαροποιεί πάρα πολύ. Ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος είναι οι αυθεντικοί Έλληνες.

Ποιος ήταν ο αγαπημένος σας πρωταγωνιστής στον ελληνικό κινηματογράφο από τότε που ήσασταν παιδί;

Ο Βέγγος. Ήταν εξαιρετικός. Και ο Ηλιόπουλος και ο Αυλωνίτης, αλλά για μένα ο Θανάσης Βέγγος έβγαζε την ψυχή του και αυτό ήταν σπουδαίο παράδειγμα.

Τον είχατε γνωρίσει, τον Βέγγο;

Συναντηθήκαμε δύο φορές. Την πρώτη φορά ήμουν στην Α’ Γυμνασίου και έμαθα ότι γύριζε στην περιοχή μου, στην Πετρούπολη, την ταινία «Θανάση, πάρε τ’ όπλο σου». Υπάρχει ακόμα αυτό το σπιτάκι που είχε χτίσει το 1972. Μακάρι να το έκαναν ένα μικρό μουσείο, αλλά δεν έχει προχωρήσει αυτό το θέμα. Και έμαθα ότι θα ήταν εκεί. Έκανα κοπάνα από το σχολείο για να δω το γύρισμα. Είχα τρέλα από μικρός με τις ελληνικές ταινίες. Εκεί τότε όλο το τοπίο ήταν μια τεράστια αλάνα. Τώρα γύρω γύρω από αυτό το σπιτάκι υπάρχουν πολυκατοικίες.
Έφυγα λοιπόν από το σχολείο, πήγα με τα πόδια εκεί και παρακολουθούσα το γύρισμα. Κάποια στιγμή σταμάτησαν για διάλειμμα. Υπήρχε ένα μικρό τοιχάκι με τσιμεντόλιθους, κάθισα εκεί, αφού είδα ότι δεν έκαναν γύρισμα, και ο Θανάσης Βέγγος ήρθε και έκατσε δίπλα μου. Άνοιξε ένα μαντίλι που είχε μέσα ελιές και λίγο ψωμί. Ήταν το κολατσιό του. Άρχισε να τρώει και κάποια στιγμή γυρίζει και μου λέει: «Βλέπεις τι τραβάμε;» (γέλια). Κι εγώ, αντί να φύγω τρέχοντας, κόλλησα περισσότερο.

Για σας που ήσασταν ένα φτωχόπαιδο, που ζήσατε με στερήσεις, η σκηνή αυτή θα ήταν πολύ οικεία.

Ναι, έτσι ζούσαμε. Ήμασταν ικανοποιημένοι τότε με αυτό το λίγο. Τη δεύτερη φορά τον συνάντησα, πολύ αργότερα, όταν πήγα σε μια ακρόαση όπου ζητούσαν άτομα για το χορό σε αρχαία κωμωδία, όπου θα πρωταγωνιστούσε ο Θανάσης Βέγγος. Είχα πάρει και ένα τουμπερλέκι μαζί μου, γιατί τότε έκανα μαθήματα και μου άρεσε να παίζω. Είπα ένα τραγούδι και άρχισε κι εκείνος να τραγουδάει μαζί μου.

Νιώσατε ότι η επιτυχία σας, η μεγάλη δημοσιότητα, ήρθε αργά; Σας στενοχωρούσε που δεν είχατε κάνει το μεγάλο «μπαμ»;

Όχι. Εγώ δεν θεωρώ ότι είναι αργά. Είμαι πολύ χαρούμενος που ήρθε (γέλια).

Η επιτυχία σας αυτά τα 43 χρόνια είναι ίσως η απάντησή σας σε κάποιους συναδέλφους σας που στην αρχή της καριέρας σας σας κοιτούσαν υποτιμητικά γιατί δεν έχετε βγάλει δραματική σχολή; Σας ενοχλούσε αυτό;
 
Ε και τι; Αυτοί είχαν το πρόβλημα. Αυτοί το έβλεπαν έτσι. Εγώ ξέρω ότι παλαιότερα υπήρξαν σπουδαίοι ηθοποιοί, μουσικοί, ζωγράφοι που δεν είχαν σπουδάσει, αλλά η ψυχή τους μίλησε. Και για να μην παρεξηγηθώ από τους συναδέλφους, αν πραγματικά αγαπάς αυτό που κάνεις, μπεις σε αυτόν το χώρο και ασχολείσαι, θα τα μάθεις τα πράγματα.
Εγώ, ας πούμε, τα πρώτα χρόνια «αναγκαζόμουν», γιατί μου άρεσε πολύ, να κάνω τριπλάσια πρόβα απ’ ό,τι έκαναν οι άλλοι.

Στη σημερινή εποχή, λόγω της δημοσιότητας που φέρνει η τηλεόραση, βλέπουμε πρόσωπα που αποκτούν αναγνωρισιμότητα μέσα από ριάλιτι να περνάνε στο χώρο του θεάτρου ή της τηλεόρασης χωρίς να έχουν καμία σχέση με την υποκριτική. Εσείς είστε υπέρ τού να μπαίνουν κάποιοι «αλεξιπτωτιστές», όπως τους αποκαλούν συνάδελφοί σας, στο χώρο σας;

Εγώ θα πω το εξής: Οι συγγραφείς έχουν σπουδάσει συγγραφή; Απ’ όλους αυτούς τους σπουδαίους συγγραφείς δεν νομίζω ότι σπούδασε κανένας συγγραφή. Είχαν αυτό το χάρισμα, το ταλέντο και το «αποτυπώσανε», και διαβάζουν οι άνθρωποι και τα έργα τους γίνονται και ταινίες. Θέλω να πω ότι είναι κρίμα να λες «έλα να βγάλεις οπωσδήποτε μια σχολή». Δεν λέω ότι δεν βοηθάει, σίγουρα βοηθάει, αλλά αν ο άλλος έχει τη διάθεση, το ταλέντο και την ικανότητα, μπορεί να προχωρήσει πολύ περισσότερο από κάποιους που έχουν βγάλει όχι μία αλλά δύο και τρεις σχολές. Αυτό βεβαίως δεν μπορεί να συμβεί στον κλασικό χορό.

Πώς είστε αυτό τον καιρό; Πριν από περίπου τρία χρόνια μού είχατε πει ότι είστε φουλ ερωτευμένος με την Ελληνογερμανίδα Νικόλ, που εργαζόταν στο εξωτερικό και επρόκειτο να έρθει στην Ελλάδα γιατί κάνατε σχέδια γάμου. Το προχωρήσατε;

Δεν μου επιτρέπει να λέω τίποτα γι’ αυτό το θέμα (γέλια).

Τότε μου είχατε πει: «Κρατήστε το, είμαστε ευτυχισμένοι και τα πράγματα έχουν πάρει το δρόμο τους»… Τώρα;

Ως εκεί, μέχρι εκεί είμαστε.

Ήρθε στην Ελλάδα από το εξωτερικό όπου δούλευε;

Ναι, είναι δίπλα μου και είμαστε μια χαρά.



Δημοσιεύθηκε στην ONTIME