Το καταστροφικό τσουνάμι που έπληξε την Ελλάδα στις 9 Ιουλίου 1956 παραμένει η μεγαλύτερη θαλάσσια καταστροφή που έχει καταγραφεί στη Μεσόγειο κατά τον 20ό αιώνα. Αναμνήσεις από εκείνη την τραγική ημέρα επανέρχονται κάθε φορά που σεισμική δραστηριότητα ταρακουνά τα νησιά του Αιγαίου, υπενθυμίζοντας τη δύναμη της φύσης. Οι ηλικιωμένοι κάτοικοι της Αμοργού διατηρούν ακόμη ζωντανές μαρτυρίες από την αντιμετώπιση του γιγαντιαίου κύματος που όρμησε προς τις ακτές τους. Αυτές οι πολύτιμες περιγραφές αυτοπτών μαρτύρων καταγράφηκαν επιστημονικά από διεθνείς ερευνητές που έσπευσαν στα νησιά του Αιγαίου αμέσως μετά την καταστροφή.

Διαβάστε: Επιτετραμμένος Ελληνικής Πρεσβείας στο Τόκιο για σεισμό στη Ρωσία: Μεγάλη επαγρύπνηση στην Ιαπωνία - Οδηγίες για εκκένωση ακτών και παραλιών

Το μεγαλύτερο τσουνάμι στην Ελλάδα 

Το "γιγαντιαίον παλιρροιακόν κύμα", όπως το χαρακτήριζαν οι εφημερίδες της εποχής, έφτασε σε εντυπωσιακά ύψη σε διάφορα νησιά της Ελλάδας:

• Αμοργός: 25 μέτρα ύψος κύματος
• Αστυπάλαια: 20 μέτρα
• Φολέγανδρος: 10 μέτρα
• Εκτεταμένες καταστροφές σε Κυκλάδες, Δωδεκάνησα και Κρήτη

Αυτό το τσουνάμι στην Ελλάδα αποτελεί επίσης τον πιο καταστροφικό σεισμό που έχει καταγραφεί στη χώρα κατά τη σύγχρονη εποχή, ξεπερνώντας ακόμη και τις καταστροφές του 21ου αιώνα.

Οι τραγικές συνέπειες της καταστροφής

Η απολογιστική καταμέτρηση αυτού του πρωτοφανούς φαινομένου για την Ελλάδα περιλάμβανε 53 θανάτους, 100 τραυματισμούς και χιλιάδες κατεστραμμένες κατοικίες σε νησιωτικές περιοχές του Αιγαίου. Η Σαντορίνη δέχτηκε το μεγαλύτερο πλήγμα, καθώς εκεί ξεκίνησε η καταστροφική αλυσίδα γεγονότων με έναν ισχυρό τεκτονικό σεισμό 7,5 ρίχτερ που συνέτριψε το ηφαιστειακό νησί. Η σεισμική δόνηση είχε δύναμη ισοδύναμη με "δέκα χιλιάδες ατομικές βόμβες", όπως περιέγραψε η εφημερίδα Ελευθερία. Μεταγενέστερες αναλύσεις αποκάλυψαν ότι δεν επρόκειτο για έναν αλλά για δύο ισχυρούς σεισμούς που σημειώθηκαν ανοιχτά της Αμοργού με διαφορά μόλις 13 λεπτών εκείνο το μοιραίο ξημέρωμα.

Το ηφαιστειακό νησί των Κυκλάδων κατέγραψε ζημιές στο 80% των κτιρίων του, που αντιστοιχούσε σε 3.760 οικίες. Πολλές από αυτές ισοπεδώθηκαν πλήρως, παγιδεύοντας τους ενοίκους τους. Όπως συμβαίνει συχνά με τα γεωλογικά φαινόμενα, υπήρχαν προειδοποιητικά σημάδια που δυστυχώς αγνοήθηκαν.

Τα προειδοποιητικά σημάδια του τσουνάμι

Την προηγούμενη ημέρα το μεσημέρι, ένας προσεισμός 4,9 βαθμών καταγράφηκε με επίκεντρο νότια της Αμοργού. Οι επιπτώσεις ήταν ελάχιστες στα γειτονικά νησιά, με αποτέλεσμα οι κάτοικοι να επιστρέψουν στις καθημερινές τους δραστηριότητες, αγνοώντας τη συμπεριφορά των σεισμικών δονήσεων. Ο κύριος σεισμός εκδηλώθηκε λίγα λεπτά μετά τις 5 το πρωί της καλοκαιρινής ημέρας, όταν μερικοί κοιμόντουσαν ενώ οι περισσότεροι είχαν ξυπνήσει για τις πρωινές εργασίες στα σπίτια, τα χωράφια και τα αλιευτικά σκάφη.

Η επιστημονική εξήγηση του φαινομένου

Μετά το καταστροφικό τράνταγμα του σεισμού, ξεκίνησε το δεύτερο στάδιο της καταστροφής με το τσουνάμι. Παρότι η σεισμική δραστηριότητα ήταν πρωτοφανής για την εποχή και παραμένει ένας από τους ισχυρότερους σεισμούς των σύγχρονων χρόνων στην Ελλάδα, δεν ήταν επαρκής για να δικαιολογήσει τέτοια ύψη κυμάτων. Η Δέσποινα Κατσιμίχα, μέσω σύγχρονων σεισμολογικών τεχνικών στη μεταπτυχιακή της διατριβή, απέδειξε ότι το σενάριο των υποθαλάσσιων γεωλισθήσεων επαληθεύει τις μαρτυρίες των κατοίκων. Ο σεισμός προκάλεσε βίαιες μετατοπίσεις στις τεκτονικές πλάκες σε έκταση περίπου 1.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων βυθού, δημιουργώντας ακαριαίες αλλαγές και κατολισθήσεις. Το υψηλότερο κύμα του τσουνάμι στην Ελλάδα παρατηρήθηκε στην Αμοργό, αλλά μόνο στη νότια πλευρά του νησιού, ενώ η βόρεια πλευρά έμεινε σχετικά ανεπηρέαστη με κύματα μόλις 7 μέτρων. Ανάλογα χαμηλές τιμές καταγράφηκαν σε άλλα τμήματα του ίδιου νησιού, με την εξασθένιση να είναι εξαιρετικά σύντομη παρά τα 20+ μέτρα ύψους στην περιοχή του Μούρου.

Αυτή η ταχεία εξασθένιση καταρρίπτει το σενάριο ότι το τσουνάμι προκλήθηκε αποκλειστικά από τον σεισμό. Τουλάχιστον το κύμα που έφτασε σε αυτό το νησί διέφερε από εκείνα που έπληξαν άλλες περιοχές της Ελλάδας.

Οι καταστροφές στην Κάλυμνο

Οι κάτοικοι της Καλύμνου διατηρούν χαρακτηριστικές μνήμες από εκείνο το ξημέρωμα. Τα Πόθια στο λιμάνι του νησιού βρέθηκαν κάτω από νερό σε βάθος 1,5 χιλιομέτρου. Περισσότερα από τριάντα καΐκια και ένα μεγάλο πλοίο εκτοξεύτηκαν στη Χώρα, τον οικισμό πάνω από τα Πόθια, ενώ τρεις άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους.

Η αναρρίχηση του κύματος έφτασε μόνο τα 2,5 μέτρα, αλλά η ορμή του ήταν καταστροφική. Τρεις φορές υποχώρησε η θάλασσα και σε ορισμένα σημεία η υποχώρηση έφτασε τα 200 μέτρα από την ακτή. Οι συνέπειες του τσουνάμι που χτύπησε την Αμοργό ήταν υπαρκτές αλλά διαφορετικές από αυτές της Καλύμνου. Η απόσταση μπορεί να εξηγήσει το παράδοξο της δυσανάλογης ορμής, καθώς όσο περισσότερο απέχει το σημείο έναρξης από την ακτή, τόσο περισσότερο πολλαπλασιάζεται η δύναμη του τσουνάμι. Η λογική υποδηλώνει ότι στην Αμοργό συνέβη διαφορετικό τσουνάμι από εκείνο των Δωδεκανήσων.

26 άγνωστα ελληνικά τσουνάμι

Επαναστατική επιστημονική μελέτη αποκαλύπτει άγνωστες πτυχές των τσουνάμι στην Ελλάδα, φέρνοντας στο φως 26 περιστατικά που παρέμεναν στη σκιά για δεκαετίες. Η έρευνα επιβεβαιώνει ότι ο ελλαδικός χώρος, συμπεριλαμβανομένων των παράκτιων περιοχών της Δυτικής Τουρκίας, κατέχει την πρώτη θέση στην παραγωγή τσουνάμι σε ολόκληρη τη Μεσόγειο θάλασσα.

Η καταγραφή των τσουνάμι στην Ελλάδα ξεκινά από την αρχαιότητα, με το πρώτο τεκμηριωμένο περιστατικό να χρονολογείται το 479 π.Χ. στην Κασσάνδρα Χαλκιδικής, όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος. Ακολούθησε το καταστροφικό τσουνάμι του 373 π.Χ. που συνδέθηκε με την εξαφάνιση της αρχαίας Ελίκης, κοντά στο σημερινό Αίγιο. Τα δύο μεγαλύτερα τσουνάμι που έχουν καταγραφεί στη Μεσόγειο συνέβησαν στον ελλαδικό χώρο. Το πρώτο εκδηλώθηκε το 365 μ.Χ. στη Δυτική Κρήτη, προκαλούμενο από σεισμό μεγέθους 8,5 ρίχτερ που ανύψωσε το νησί κατά εννέα μέτρα. Το δεύτερο σημειώθηκε το 1303 στο ανατολικό τμήμα της Κρήτης, μεταξύ Κρήτης και Ρόδου.

Ο σεισμολόγος Γεράσιμος Παπαδόπουλος, μέλος του Συμβουλίου Διοίκησης του Ελληνικού Μεσογειακού Πανεπιστημίου και επιστημονικός συνεργάτης της UNESCO, εξηγεί ότι το τσουνάμι στην Ελλάδα αποτελεί σχετικά σπάνιο φαινόμενο σε σύγκριση με σεισμικά ενεργότερες περιοχές όπως η Ιαπωνία, ωστόσο ο κίνδυνος παραμένει πραγματικός. Η έρευνα του Παπαδόπουλου και της Ιωάννας Τριανταφύλλου, μεταδιδακτορικής ερευνήτριας στο Πανεπιστήμιο Τοχόκου της Ιαπωνίας, δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό "Geohazards". Η μελέτη περιλαμβάνει πληροφορίες για 26 διαφορετικά τσουνάμι, με τα περισσότερα να προκαλούνται από σεισμούς και μόνο δύο ή τρία από υποβρύχιες κατολισθήσεις.

Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα περιστατικά αφορά τον σεισμό 7,2 ρίχτερ που εκδηλώθηκε στις 8 Νοεμβρίου 1905 στον Άθω. Ο σεισμός κατέστρεψε πολλά μοναστήρια και προκάλεσε κατολισθήσεις στο νότιο τμήμα της χερσονήσου. Οι μάζες γαιών που έπεσαν στη θάλασσα δημιούργησαν τοπικό τσουνάμι που στοίχισε τη ζωή σε 13 άτομα, κληρικούς και λαϊκούς που βρίσκονταν σε βάρκες. Άλλο σημαντικό περιστατικό συνέβη στις 9 Φεβρουαρίου 1948, όταν σεισμός μεγέθους 7,3 ρίχτερ χτύπησε την Κάρπαθο. Η έρευνα αποκάλυψε ότι το τσουνάμι δεν επηρέασε μόνο το λιμάνι των Πηγαδιών, αλλά και τη νότια πλευρά του νησιού, εισχωρώντας στην ξηρά για τουλάχιστον 150 μέτρα στη θέση Μακρύς Γιαλός. Η συλλογή ακριβών δεδομένων για τα τσουνάμι στην Ελλάδα παρουσίαζε δυσκολίες στο παρελθόν, καθώς το δίκτυο παλιρροιογράφων άρχισε να λειτουργεί ουσιαστικά μετά το 1950. Οι μαρτυρίες ανθρώπων που παρατήρησαν τσουνάμι δεν είχαν συγκεντρωθεί συστηματικά από τους επιστήμονες. Σήμερα, η κατανόηση των φαινομένων βελτιώνεται συνεχώς μέσω της συλλογής και καταγραφής στοιχείων. Αυτή η γνώση βοηθά στην οργάνωση αρτιότερων τρόπων άμυνας, που περιλαμβάνουν:

• Ενημέρωση των κατοίκων παράκτιων περιοχών
• Ανάπτυξη σχεδίων έκτακτης ανάγκης
• Λειτουργία συστήματος προειδοποίησης για τσουνάμι από το 2012 στο πλαίσιο της UNESCO

Η έρευνα υπογραμμίζει ότι εφόσον έχουν συμβεί στο παρελθόν σημαντικά γεγονότα τσουνάμι στην Ελλάδα, στο μέλλον θα ξανασυμβούν, καθιστώντας απαραίτητη την προετοιμασία και την επαγρύπνηση.

Φωτό: Francesco De Palo/X