Με αφορμή τον θάνατο του σπουδαίου Διονύση Σαββόπουλου, σήμερα σε ηλικία 81 ετών, νικημένος από τον καρκίνο του πνεύμονα, η Ελλάδα αποχαιρετά έναν από τους πιο σημαντικούς δημιουργούς της σύγχρονης μουσικής της ιστορίας. Έναν άνθρωπο που κατάφερε να ενώσει το έντεχνο, το λαϊκό, το ροκ και την ποίηση σε ένα ενιαίο μουσικό σύμπαν, δημιουργώντας τραγούδια που σημάδεψαν γενιές. Από το «Φορτηγό» και το «Περιβόλι του τρελού» μέχρι το «Βρώμικο ψωμί» και τα «Τραπεζάκια έξω», ο «Νιόνιος» άφησε πίσω του μια παρακαταθήκη γεμάτη ειλικρίνεια, τόλμη και ευαισθησία. Με το μοναδικό του ύφος, τον αιχμηρό του λόγο και τη βαθιά ανθρωπιά που χαρακτήριζε τη μουσική του, ο Σαββόπουλος έγινε φωνή μιας ολόκληρης εποχής, εκφράζοντας μέσα από τα τραγούδια του τα όνειρα, τις αγωνίες και τις αντιφάσεις του νεοέλληνα.

Διαβάστε: Πέθανε ο Διονύσης Σαββόπουλος σε ηλικία 81 ετών - Η Ελλάδα έχασε έναν θρύλο της μουσικής

Τα πρώτα χρόνια και η πορεία του

Στις 2 Δεκεμβρίου 1944 γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη ένας καλλιτέχνης που έμελλε να αλλάξει για πάντα το ελληνικό τραγούδι. Ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο «Νιόνιος» για τους φίλους και τους θαυμαστές του, δεν υπήρξε απλώς ένας τραγουδοποιός· υπήρξε ένας πολιτισμικός συνδετικός κρίκος ανάμεσα σε εποχές, ιδεολογίες και μουσικά ρεύματα. Η διαδρομή του είναι γεμάτη από ρήξεις, πειραματισμούς, σάτιρα, ποίηση και έντονη κοινωνική παρατήρηση.Αν και οι περισσότεροι τον συνδέουν με την πολιτικοποιημένη ροκ και την ποιητική φλέβα των δεκαετιών του ’60 και του ’70, η λαϊκή πλευρά του Σαββόπουλου είναι εκείνη που αποδεικνύει το βάθος, τη διορατικότητα και την ελληνικότητα της ψυχής του. Γιατί πίσω από τις ενορχηστρώσεις και τα φιλοσοφημένα λόγια, υπήρχε πάντα ένας καλλιτέχνης που καταλάβαινε βαθιά τον παλμό του λαού, τον ήχο του ζεϊμπέκικου και τη δύναμη του ρεμπέτικου.

Η «λαϊκή» πλευρά του Διονύση Σαββόπουλου

Η συζήτηση για το τι είναι λαϊκό τραγούδι είναι μεγάλη και συχνά ατέρμονη. Ο Σαββόπουλος, ωστόσο, απέδειξε με το έργο του ότι το λαϊκό δεν είναι απλώς μια μουσική φόρμα· είναι στάση ζωής, έκφραση της ψυχής και της εποχής. Από τις πρώτες του δουλειές μέχρι τις μεταγενέστερες συνεργασίες του με λαϊκούς τραγουδιστές, αναζητούσε πάντα εκείνη τη γέφυρα ανάμεσα στην παράδοση και τη σύγχρονη έκφραση. Ήδη από το 1969, με το «Περιβόλι του τρελού», φάνηκε πως ο νεαρός τότε τραγουδοποιός δεν ήθελε να εγκλωβιστεί σε ένα μόνο είδος. Στον ίδιο δίσκο περιλαμβάνεται και η θρυλική του διασκευή στο παραδοσιακό «Ντιρλαντά», που έμελλε να δημιουργήσει δικαστικές περιπέτειες αλλά και να αποδείξει πως η παραδοσιακή μουσική μπορεί να συνομιλεί δημιουργικά με το σήμερα. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1974, ο Σαββόπουλος κυκλοφόρησε το «Σαν τον Καραγκιόζη» και το «Για την Κύπρο», τραγούδια που συνδύαζαν λαϊκούς ρυθμούς με πολιτικό σχολιασμό, μια συνταγή που χαρακτήρισε μεγάλο μέρος της δισκογραφίας του.

Μπέλλου, Μπαγιαντέρας και Μενιδιάτης: οι απρόσμενες συμπράξεις

Το 1975, ήρθε μια από τις πιο σημαντικές στιγμές της καριέρας του: η συνεργασία με τη Σωτηρία Μπέλλου. Η επανεκτέλεση του «Ζεϊμπέκικου» («Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια») θεωρείται πια ιστορική. Όταν η Μπέλλου, βγαίνοντας από το στούντιο, του είπε χαριτολογώντας «Αχ, Διονύση, μ’ έκανες και τραγούδησα ποπ!», δεν μπορούσε να φανταστεί πως εκείνη η φράση θα αποτυπώσει τέλεια τη φιλοσοφία του Σαββόπουλου: να ενώσει το λαϊκό με το σύγχρονο, χωρίς να αλλοιώσει καμία ταυτότητα. Την ίδια εποχή, συνεργάστηκε με τον Μπαγιαντέρα στον «Καθρέφτη» και τον Μιχάλη Μενιδιάτη στο εμβληματικό «Λαϊκός τραγουδιστής». Μέσα από αυτές τις συνεργασίες, ο Σαββόπουλος απέδειξε πως είχε βαθύ σεβασμό για τους αυθεντικούς λαϊκούς δημιουργούς, χωρίς όμως να διστάζει να τους εντάξει σε ένα δικό του, πιο ευρύ μουσικό σύμπαν.

Από το Ολυμπιακό Στάδιο στο «Ζήτω το Ελληνικό Τραγούδι»

Η δεκαετία του ’80 τον βρίσκει πιο ώριμο, πιο εξωστρεφή και πιο συνδεδεμένο από ποτέ με το ευρύ κοινό. Το 1983 κυκλοφορεί τα «Τραπεζάκια έξω», έναν δίσκο που συνδυάζει τον ηλεκτρισμό της ροκ με το χρώμα του λαϊκού πενταγράμμου. Την ίδια χρονιά, πραγματοποιεί στο Ολυμπιακό Στάδιο μια από τις πιο εμβληματικές συναυλίες στην ιστορία της ελληνικής μουσικής, έχοντας στο πλευρό του κορυφαίους ερμηνευτές όπως η Χάρις Αλεξίου. Λίγο αργότερα, έρχεται το τηλεοπτικό φαινόμενο “Ζήτω το Ελληνικό Τραγούδι”, μια εκπομπή που κατάφερε να ενώσει γύρω από τον Σαββόπουλο τα μεγαλύτερα ονόματα της ελληνικής μουσικής σκηνής: Ζαμπέτα, Διονυσίου, Βιτάλη, Μπιθικώτση, Γκρέυ, Παπάζογλου και πολλούς άλλους. Μέσα από αυτή τη σειρά, ο «Νιόνιος» δεν ήταν πια απλώς δημιουργός· έγινε θεματοφύλακας της μουσικής μας μνήμης.

Από το «Μη πετάξεις τίποτα» ως τον «Σαμάνο»

Τα επόμενα χρόνια ο Σαββόπουλος συνέχισε να εξερευνά νέους ήχους και να πειραματίζεται με τη λαϊκή φόρμα. Το 1994, με τον δίσκο «Μη πετάξεις τίποτα», έγραψε μερικά από τα πιο τρυφερά του τραγούδια, όπως το «Φιλημένη μες στους κινηματογράφους» και το «Πώς με κατάντησε η αγάπη». Στο γύρισμα του αιώνα, με τον «Χρονοποιό» (1999) και αργότερα με τον «Σαμάνο» (2008) σε συνεργασία με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, απέδειξε ότι παραμένει σύγχρονος, ανήσυχος και ανοιχτός σε νέες γενιές δημιουργών. Το «Ζεϊμπέκικο της Κυριακής» ξεχώρισε ως μια ωδή στη δύναμη της λαϊκής ψυχής, παντρεύοντας τον Τσιτσάνη με την ποιητική γραφή του Παπακωνσταντίνου.

Η κληρονομιά του «λαϊκού Νιόνιου»

Ο Διονύσης Σαββόπουλος δεν ήταν ποτέ «καθαρόαιμος» λαϊκός καλλιτέχνης — κι όμως, το λαϊκό τραγούδι τον διαπέρασε και το τίμησε όσο λίγοι. Οι συνεργασίες του με τη Δόμνα Σαμίου, την Πόλυ Πάνου, τον Μενιδιάτη, τον Μπαγιαντέρα, η συμμετοχή του σε παραδοσιακές και ρεμπέτικες ηχογραφήσεις, αλλά και η ικανότητά του να μετατρέπει το ρεμπέτικο ή το δημοτικό σε μοντέρνο τραγούδι, φανερώνουν έναν δημιουργό χωρίς όρια και στεγανά.Από το «Μακρύ Ζεϊμπέκικο για τον Νίκο» μέχρι το «Ας κρατήσουν οι χοροί», από το «Πολιτευτή» μέχρι το «Ελλάδα γεια σου», ο Σαββόπουλος έγραψε τη δική του μουσική μυθολογία, μια μυθολογία καθαρά ελληνική, που ταξιδεύει ανάμεσα στο παλιό και το νέο, στο λαϊκό και το λόγιο, στο καθημερινό και το αιώνιο.

Ένας δημιουργός που θα μείνει για πάντα «εντός»

Ο Διονύσης Σαββόπουλος έφυγε από τη ζωή, αλλά η παρουσία του παραμένει ανεξίτηλη στη συνείδηση του ελληνικού πολιτισμού. Είτε τραγουδά για τον Καραγκιόζη είτε για την «Πρωτομαγιά», είτε μιλά για το «Βρώμικο ψωμί» είτε για «Μέρες καλύτερες», ο «Νιόνιος» συνεχίζει να μας θυμίζει πως το τραγούδι είναι δύναμη, καθρέφτης και παρηγοριά — μια γέφυρα που ενώνει γενιές, εποχές και ψυχές.