Ο πιο επιδραστικός καλλιτέχνης της Mεταπολίτευσης, ο Διονύσης Σαββόπουλος, που κατάφερε να χαράξει την ψυχή του Ελληνα τραγουδώντας, δεν είναι πια μαζί μας. Οταν ήθελε να πει κάτι, έγραφε ένα ποίημα, το έκανε τραγούδι και το τραγουδούσε ο ίδιος πάνω στη σκηνή, συνομιλώντας με μαγικό τρόπο και για χρόνια ολόκληρα με το ελληνικό ακροατήριο.

Λάτρευε να ταράζει τα νερά για πολλές δεκαετίες στην πολιτική και πολιτιστική ζωή της χώρας, αφήνοντας συνέχεια ένα βαθύ αποτύπωμα στο ελληνικό τραγούδι. Θεσσαλονικιός, από γονείς πρόσφυγες της Κωνσταντινούπολης, άφησε από πολύ μικρός την πόλη του και τις σπουδές στη Νομική για να ζήσει στην Αθήνα το τεράστιο πάθος του με τη μουσική. «Συχνά όμως ξέμενα και τότε με συμμάζευε πότε ο Λοΐζος, πότε ο Μαμαγκάκης και ο Γιάννης Μαρκόπουλος. Συγκεκριμένα, το καλοκαίρι του ’64 γύρναγα άστεγος και νηστικός και κάθε βράδυ διερρήγνυα τα γραφεία του Συλλόγου Μπέρτραντ Ράσελ για την ειρήνη, έστρωνα κάτω αφίσες… και κοιμόμουν και έφευγα σκαστός το πρωί», είχε πει ο ίδιος για τα πρώτα του χρόνια στην Αθήνα.

Από το 1966 που βγήκε ο πρώτος του δίσκος, το «Φορτηγό», μέχρι την τελευταία του προσωπική δουλειά, «Ο χρονοποιός», το 1999, κατάφερε μέσα από τους στίχους του αλλά και μέσα από τις συνεντεύξεις του να δημιουργήσει μια μαγική ένωση υψηλής δυναμικής ανάμεσα στην Τέχνη και την πολιτική πραγματικότητα της Ελλάδας. Σχεδόν όλα τα τραγούδια του έχουν πολιτική χροιά, άλλοτε με δηκτικό και προκλητικό τρόπο και άλλοτε με τρυφερότητα, σαν ένα χάδι. «Οταν η ζωή αλλάζει, πρέπει ν’ αποφασίσεις με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις», έλεγε, και με όχημα τα τραγούδια του έζησε μια παραμυθένια ζωή, όπως την ονειρευόταν.

Η φυλακή

Στην αρχή της καριέρας του ταυτίστηκε με την Αριστερά, καθώς εντάχθηκε στη Νεολαία της ΕΔΑ (Ενωμένη Δημοκρατική Αριστερά) και επί χούντας φυλακίστηκε δύο φορές, τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 1967. Ηταν τότε που έγραψε τα τραγούδια «Δημοσθένους λέξις», «Θεία Μάνου» και «Θαλασσογραφία», που εν συνεχεία εμφανίστηκαν στον δίσκο «Περιβόλι του τρελλού» (1969), ο οποίος κυκλοφόρησε μέσα στη χούντα. Για την περίοδο εκείνη είχε πει σε συνέντευξή του: «Στη φυλακή δεν πέρναγε η ώρα… Αρχισα να φτιάχνω τραγούδια. Ετσι πέρασε. Είναι παράσημα αυτά που έζησα στη φυλακή».

Το 1966 άρχισε να γράφει τραγούδια διαμαρτυρίας, επηρεασμένος και από τον Μπομπ Ντίλαν, τον οποίο γνώριζε, συνδυάζοντας υπέροχα το ροκ με την ελληνική παράδοση και τους κοφτερούς στίχους. Ενα από αυτά είναι η «Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη», που, όπως είχε αποκαλύψει, το έγραψε στη Γαλλία για τον Τσε Γκεβάρα. Ηταν ένα κομμάτι του δίσκου «Περιβόλι του τρελλού», ο οποίος περιείχε και τα τραγούδια «Η συννεφούλα», «Σαν ρεμπέτικο παλιό», «Είδα την Αννα κάποτε», «Ντιρλαντά», «Τα παιδιά που χάθηκαν».

Ωστόσο, την ίδια χρονιά ήρθε το «Φορτηγό», ο δίσκος που τον τοποθέτησε ψηλά στο ελληνικό μουσικό γίγνεσθαι, πλάι στον Μάνο Χατζιδάκι και τον Μίκη Θεοδωράκη. «Βιετνάμ γιε-γιε», «Ηλιε, ήλιε αρχηγέ», «Τα πουλιά της δυστυχίας» και οι «Παλιοί μας φίλοι», αλλά και «Οι μάγοι», «Η Ζωζώ», «Η μαϊμού», «Το μπουλούκι» είναι τραγούδια που μίλησαν κατευθείαν στις ψυχές των Ελλήνων.


Διαχωρισμός

Τη δεκατία του ’70 μεσουρανούσε το άστρο του, χαρίζοντάς του μερικές από τις πιο πολυτραγουδισμένες επιτυχίες του, όπως το «Βρώμικο ψωμί», «Ολαρία ολαρά», «Σαν τον Καραγκιόζη», «Αγγελος εξάγγελος» και δεκάδες άλλα. Ομως εκείνα τα από κάποια δόγματα της Αριστεράς, διαχωρίζοντας τη θέση του από αυτή την ιδεολογία. Το τραγούδι «Πολιτευτής», ένα σκληρό πολιτικό τραγούδι για τους πολιτικάντηδες, αλλά και «Ο καθρέφτης», από τον δίσκο «Τα 45άρια» του 1971, είναι χαρακτηριστικά. Ωστόσο, με τον δίσκο οι «Αχαρνής», που ακολούθησε, ο Νιόνιος απομακρύνθηκε ακόμα ένα βήμα από τη λεγόμενη «παραδοσιακή Αριστερά».


Κοσκωτάς και Ανδρέας

Το ξεκάθαρο μήνυμα όμως για τη φυγή του προς τα μπρος, και μάλιστα προς τα Δεξιά, έδωσαν το 1989 ο δίσκος «Κούρεμα» και το τραγούδι «Αποτυχία της Αριστεράς». «Μην περιμένετε αστειάκια και σάτιρες, γνωστοί μου ξένοι, για τις κλοπές του Κοσκωτά και του αρχηγού την ερωμένη» και «Πώς να μην
κλέψει ο Κοσκωτάς, αφού ένα όραμα κονόμας και ευζωίας και ανόδου ήταν το μέτρο ολονών μας. Αν η ζωή είν’ αυτοσκοπός, αν είναι ο βίος φιλοτομάρης, πώς να μην είναι ο αρχηγός μας ένας μοιχός εβδομηντάρης;» ήταν οι στίχοι του τραγουδιού «Μην περιμένετε αστειάκια», που έκανε σκληρή κριτική στον τότε πρωθυπουργό, Ανδρέα Παπανδρέου.

Από την άλλη, με το τραγούδι «Αποτυχία της Αριστεράς» και τους στίχους «Εχει αποτύχει, ας το πάρει σύμπασα η Αριστερά, έξαλλα πλήθη, το ποτάμι το “εγώ” του Πασοκά. Ηθελε αλλαγή πάντων των άλλων, δίχως να αλλάξει αυτός, κι ήρθε η πληρωμή, πέτρες σκανδάλων, σήψη πάντων προπαντός» τελείωσε την οποιαδήποτε σχέση του με τον χώρο αυτόν.

Με το τραγούδι «Το Μητσοτάκ», που εμπεριέχεται και αυτό στον δίσκο «Το κούρεμα», ο Σαββόπουλος πρότεινε ξακάθαρα το 1989 τον Κώστα Μητσοτάκη. «Προτείνω τον ψηλό που μοιάζει με ροφό, τα χώματα και τα νερά να μαζέψει κι ως τότε κάτι θα σκεφτώ, κάποιο ζιγκ-ζαγκ το Μητσοτάκ, το Μητσοτάκ», λέει το τραγούδι
με το οποίο συντάσσεται ανοιχτά με τον «γαλάζιο» χώρο. «Με το “Κούρεμα”, έκανα στροφή προς τη Δεξιά, μπαϊλντισμένος με τον ψευτοπροοδευτισμό της εποχής και την αλαζονεία του. Ηταν ένας προοδευτισμός νεφελώδης, αντιπαραγωγικός, πολύ κουλτουριάρης και εντελώς αντιπνευματικός. Δυστυχώς, η Αριστερά αφέθηκε να παρασυρθεί από εκείνον τον φτηνιάρικο προοδευτισμό.

Παλιοί αριστεροί που, δικαιολογημένα, μισούσαν τη Δεξιά επειδή κάποτε τους ταπείνωσε και τους ανάγκασε να υπογράψουν δηλώσεις μετανοίας, αλλά και δεν τους έφυγε ποτέ και ο ανομολόγητος θυμός για την ίδια τους την Αριστερά που τους έμπλεξε τότε, μόλις ξεπετάχθηκε το ΠΑΣΟΚ, μετακόμισαν σύσσωμοι. Το ΠΑΣΟΚ έγινε το καταφύγιο κάθε πληγωμένου εγωισμού. Ασε, δε, τον λαϊκισμό του. Ηταν τόσο ακαταμάχητος, που επηρέασε βλαπτικά όλο το πολιτικό σύστημα, όλα τα κόμματα σχεδόν. Πολύς φανατισμός», είχε δηλώσει ο ίδιος σε συνέντευξή του.

Η επόμενη δεκαετία τον βρήκε πολύ πιο αισιόδοξο. Το τραγούδι «Μέρες καλύτερες θα ’ρθουν» είναι χαρακτηριστικό του δίσκου «Μην πετάξεις τίποτα», ενώ ακολούθησαν οι συλλογές «Το ξενοδοχείο», «Καταγραφές», «Τραγούδια έγραψα για φίλους», «Ο χρονοποιός», «Σαββόραμα» και πολλά ακόμα άλμπουμ με συμμετοχές πολλών ταλαντούχων Ελλήνων καλλιτεχνών. 


Οι «αγανακτισμένοι»

Αλησμόνητη έχει μείνει η δημόσια παρέμβαση του Διονύση Σαββόπουλου, το 2011, αναφορικά με το κίνημα των «Αγανακτισμένων», όταν ζήτησε με εκκωφαντικό τρόπο να κηρυχθεί η χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Ηταν τότε που από τη στιγμή που ο πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου ανακοίνωνε από το Καστελλόριζο την προσφυγή στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, οι αντιδράσεις της κοινωνίας άρχισαν να διαφαίνονται με μεγάλες πορείες σε όλη τη χώρα, με πιο χαρακτηριστική το κίνημα των «Αγανακτισμένων», που για πολύ καιρό είχαν κατασκηνώσει στην Πλατεία Συντάγματος.

Ο Διονύσης Σαββόπουλος δεν εντάχθηκε ποτέ επίσημα σε κάποιο ελληνικό κόμμα ούτε δέχθηκε δημόσιες θέσεις. «Δεν ανήκω σε κανένα κόμμα ή παράταξη. Νομίζω ότι όποιος προσχωρεί σε κόμμα διαιωνίζει το αδιέξοδο στο οποίο βρισκόμαστε και σαν άτομα και σαν λαός εδώ και δεκαετίες», είχε πει. Ωστόσο, πολιτικά πάντα είχε την ανάγκη να εκφράζεται ελεύθερα τόσο με τα τραγούδια του όσο και με τις δημόσιες παραεμβάσεις του. Τα τελευταία χρόνια ήταν εμφανής η στήριξή του στη Νέα Δημοκρατία, αφού και ο ίδιος πριν από τις εθνικές εκλογές το 2023 είχε δηλώσει για τον Κυριάκο Μητσοτάκη ότι «είναι ο μόνος
που διαθέτει ωριμότητα και ικανότητα διαχείρισης».

Από την άλλη, καταγεγραμμένη είναι και η δήλωση του αγαπημένου Νιόνιου όλων των Ελλήνων, που ποτέ δεν δίστασε να πει τη γνώμη του, ακόμα και αν αυτή κατά καιρούς ήταν δυσάρεστη για κάποιους: «Για μένα η Μεταπολίτευση τελείωσε πια όταν ολοκληρώθηκε η κυβερνητική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ. Εκεί έπεσε η αυλαία. Τα είχαμε δει όλα, είχαμε λιγότερες ψευδαισθήσεις πια».


Ο Διόνυσος

Γι’ αυτό άλλωστε έγραψε στο αποχαιρετιστήριο μήνυμά του ένας άλλος μεγάλος του ελληνικού τραγουδιού, ο Σταύρος Ξαρχάκος. «Σε ένα αφιέρωμα τον ονόμασα “Διόνυσο Σαββόπουλο”, γιατί αυτό ήταν στα δικά μου μάτια, ένας σύγχρονος Διόνυσος. Πολεμήθηκε, αμφισβητήθηκε και κατά καιρούς έγινε βορά απλώς και μόνο
επειδή είχε διαφορετική άποψη ή ιδεολογία. Ας θυμόμαστε πόσο σκληρά κρίθηκε, ας αναρωτηθούμε πόσο δημοκράτες είμαστε όταν αποδομούμε τόσο εύκολα
τους καλλιτέχνες και όταν τους θέλουμε “στα μέτρα μας”. Ισως να είμαστε η μοναδική χώρα που θέλει να κάνει τους καλλιτέχνες σύμφωνα με το κοινώς αποδεκτό!

Αυτός άραγε είναι ο ρόλος του καλλιτέχνη; Ας αναρωτηθούμε… Oμως, το καλό στην ιστορία αυτή είναι ότι στην πραγματικότητα κανείς δεν μπόρεσε ούτε θα μπορέσει να τον βλάψει, διότι πολύ απλά ο Διονύσης θα υπάρχει μέσα από το έργο του, κάθε μέρα με τα τραγούδια του θα κρατάει έναν καθρέφτη απέναντι στον Ελληνα, είτε αυτός είναι ερωτευμένος είτε επαναστατημένος είτε ταλαιπωρημένος είτε ιδεαλιστής είτε απλώς “κωλοέλληνας”. Ας διαλέξει ο καθένας σε ποια κατηγορία ανήκει κι ας πορευτεί αναλόγως… Χαίρε, Διόνυσε. Καλό σου κατευόδιο», έγραψε μεταξύ άλλων ο Σταύρος Ξαρχάκος για τον Διόνυσο που μέθυσε και αγαλλίασε γενιές και γενιές Ελλήνων με τα υπέροχα τραγούδια του.

* Δημοσιεύθηκε στα «Παραπολιτικά» στις 25 Οκτωβρίου