Αλλαγή ώρας: Όταν οι ωρολογοποιοί πήγαιναν στο Αστεροσκοπείο για τον καθορισμό της ώρας
Πιο παλιά, η ρύθμιση της ώρας ήταν ένας πολύ πιο σύνθετος γρίφος
Η αλλαγή της ώρας δεν ήταν πάντα αυτόματη. Σήμερα, οι έξυπνες συσκευές ρυθμίζονται αυτόματα, ενώ για να συγχρονίσει κανείς οποιοδήποτε ρολόι αρκεί μια ματιά στο κινητό
Η αλλαγή της ώρας δεν ήταν πάντα αυτόματη. Σήμερα, οι έξυπνες συσκευές ρυθμίζονται αυτόματα, ενώ για να συγχρονίσει κανείς οποιοδήποτε ρολόι αρκεί μια ματιά στο κινητό. Πριν από μερικές δεκαετίες, αρκούσε ένα τηλεφώνημα στο τριψήφιο τότε 141 για να ακούσει κανείς τη χαρακτηριστική γυναικεία φωνή που ενημέρωνε: «Στον επόμενο τόνο, η ώρα θα είναι…», και ακολουθούσε ο μακρύς τόνος «μπιιιιπ». Το ένα δευτερόλεπτο που μεσολαβούσε ήταν αρκετό για να ρυθμίσει κανείς το ρολόι του, πιέζοντας το κουρδιστίρι.
Διαβάστε: Αλλαγή ώρας 2025: Ξημερώματα Κυριακής ξεκινά η χειμερινή περίοδος - Κερδίζουμε 1 ώρα ύπνου
Πιο παλιά, η ρύθμιση της ώρας ήταν ένας πολύ πιο σύνθετος γρίφος. Στα τέλη του 19ου αιώνα, το Αστεροσκοπείο, υπό τη διεύθυνση του Πανεπιστημίου Αθηνών, είχε αναλάβει, εκτός από τις επιστημονικές και αστρονομικές έρευνες, μια πρακτική αποστολή ζωτικής σημασίας: τη ρύθμιση εκκρεμών και χρονομέτρων. Η εργασία αυτή αφορούσε κυρίως τα πλοία του βασιλικού και εμπορικού ναυτικού, αλλά και άλλα πλοία στον Πειραιά, εξασφαλίζοντας τον ακριβή χρόνο για τον απόπλου και τη ναυτιλιακή ασφάλεια.
Η ανάπτυξη της ωρολογοποιίας, ωστόσο, έφερε και μία επιπλέον αρωγή από πλευράς πανεπιστημίου στον κοινωνικό βίο: τη ρύθμιση της ώρας στην πόλη των Αθηνών και του Πειραιά. Καθώς δεν υπήρχε άλλος τρόπος ενημέρωσης για την ακριβή ώρα στην πρωτεύουσα, επετράπη στους ωρολογοποιούς Αθηνών και Πειραιά να επισκέπτονται το Αστεροσκοπείο μεταξύ 3 και 4 μ.μ. καθημερινά, προκειμένου να συγχρονίζουν τα ρολόγια τους.
Ωστόσο, η ενημέρωση των πολιτών για την ακριβή ώρα ήταν πολύ δύσκολη, λόγω έλλειψης δημοσίων ρολογιών. Έτσι, αποφασίστηκε να χτυπούν οι καμπάνες των εκκλησιών κάθε μεσημέρι, με την υποστολή της σημαίας του Αστεροσκοπείου, προκειμένου έτσι να δηλώνεται η μεσημβρία. «Εν τω εξώστη του Αστεροσκοπείου εξηκολούθησεν ως είθισται προ πολλού, η δια της πτώσεως της σημαίας σήμανσις της μεσημβρίας εις την πόλιν», αναφέρεται στην Ετήσια Έκθεση του Αστεροσκοπείου για την περίοδο 1897-1898. Όσο για τις υπόλοιπες πόλεις, «[η] ώρα των Αθηνών μεταδίδετε σχεδόν καθ' εκάστων τηλεγραφικώς εις της διαφόρους πόλεις του Κράτους, προς κανονισμόν των ωρολογίων αυτών» (Ετήσια Έκθεση του Αστεροσκοπείου, 1897-1898).
Ωστόσο, ο ανθρώπινος παράγοντας επηρέαζε σημαντικά την ακρίβεια, καθώς ορισμένοι υπάλληλοι και οι ιερείς των εκκλησιών που ήταν επιφορτισμένοι με την κωδωνοκρουσία «δεν επιτελούσαν με μεγάλη συνέπεια το καθήκον τους, δημιουργώντας έτσι αποκλίσεις στην ώρα διαφόρων περιοχών, γεγονός που υπονόμευε την εύρυθμη λειτουργία των κρατικών υπηρεσιών και των δημοσίων μεταφορών» (Κ. Γαβρόγλου, Ευ. Καραμανωλάκης, Χ. Μπάρκουλα, 2014).
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ο 19ος αιώνας σημαδεύτηκε από την εξέλιξη της ακρίβειας των μετρήσεων και των οργάνων, ως καταστατικό στοιχείο της κρατικής συγκρότησης, έτσι, το Αστεροσκοπείο Αθηνών ανέλαβε τη δημιουργία ενός δικτύου ηλεκτρικών ρολογιών.
Στην Ετήσια Έκθεση του Αστεροσκοπείου για την περίοδο 1897-1898, υπογραμμίζεται η «απόλυτη ανάγκη» της ακριβούς ώρας, ενώ επισημαίνεται ότι «[η] τελειοποίησις της εν των Αστεροσκοπείω χρονομετρικής υπηρεσίας υπαγορεύεται και υπό βιομηχανικών λόγων» και ότι «[η] ανάπτυξις και τελειοποίησις της ωρολογοποιίας παρ' ημών είναι αδύνατον να επιτευχθή άνευ χρονομετρικής υπηρεσίας τελείως λειτουργούσης εν τω Αστεροσκοπείω». Μάλιστα, γίνεται λόγος για βέλτιστες πρακτικές που έρχονται από την Ελβετία.
Έτσι, προκειμένου να υπάρξει μεγαλύτερη ακρίβεια στον καθορισμό της ώρας, το Αστεροσκοπείο πρότεινε στον Δήμο Αθηναίων να τοποθετηθούν ηλεκτρικά ρολόγια, τη ρύθμιση των οποίων θα αναλάμβανε το ίδιο. Ωστόσο, ενώ η πρόταση αυτή έγινε αποδεκτή από το Δημοτικό Συμβούλιο, η Νομαρχία δεν την ενέκρινε για λόγους οικονομίας, και συνεπώς «έκαστος των συμπολιτών φημών εξακολουθεί έχων ώρα διαφέρουσα της ακριβούς μέχρις ενός τετάρτου πολλάκις» (Πρυτανικοί Λόγοι, 1891-1892, 225).
Τα ηλεκτρικά ρολόγια ήρθαν εν τέλει στην πρωτεύουσα τις αρχές της δεκαετίας του 1890, λύνοντας το πρόβλημα της ακριβούς ώρας και διευκολύνοντας τη λειτουργία των υπηρεσιών, των τρένων και των λιμανιών. O Κωνσταντινοπολίτης Νικόλαος Ζαρίφης (1820-1895), μετά από παραίνεση του Δημητρίου Αιγινίτη -καθηγητή Μετεωρολογίας και Αστρονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και διευθυντή τότε του Αστεροσκοπείου-, ανέλαβε τη χρηματοδότηση ενός μεγάλου ηλεκτρικού ρολογιού στο Αστεροσκοπείο, καθώς επίσης και 12 ηλεκτρικών ρολογιών σε διάφορα σημεία της Αθήνας. Η δημοτική αρχή τοποθέτησε άλλα 5 και έτσι η Αθήνα απέκτησε συνολικά 17 ηλεκτρικά ρολόγια που ρυθμίζονταν απ' ευθείας από το Αστεροσκοπείο.
Έτσι, δινόταν η δυνατότητα στους κατοίκους όλων των συνοικιών να πληροφορούνται την ακριβή ώρα ανά πάσα στιγμή της ημέρας, λύνοντας έτσι οριστικά το ζήτημα της ρύθμισης της ώρας στην πόλη και συγχρόνως, δίνοντας στο Αστεροσκοπείο ένα ακριβές μέσο για την παρακολούθηση των χρονομετρικών εργασιών του.
Τα εγκαίνια του δικτύου των ηλεκτρικών ρολογιών πραγματοποιήθηκαν στις 25 Μαρτίου 1892. Όσο για τις πόλεις πέραν της πρωτεύουσας, σε αυτές η ώρα συνέχιζε να κοινοποιείται τηλεγραφικά, με ιδιαίτερη έμφαση να δίνεται σε πόλεις όπου είχαν εγκατασταθεί σεισμογραφικοί σταθμοί, όπως το Αίγιο, η Ζάκυνθος και η Καλαμάτα (Ετήσια Έκθεση Αστεροσκοπείου, 1903-1904).
Επρόκειτο για μία προσθήκη που άλλαξε ριζικά τον τρόπο με τον οποίο οι Αθηναίοι βίωναν την καθημερινότητά τους, καθώς πλέον η ακρίβεια είχε μπει στη ζωή τους, όπως ανέφερε, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Βαγγέλης Καραμανωλάκης, αναπληρωτής καθηγητής Θεωρίας και Ιστορίας της Ιστοριογραφίας και πρόεδρος της Διοικούσας Επιτροπής του Ιστορικού Αρχείου του Πανεπιστημίου Αθηνών.
«Πόσο συγκλονιστική αλλαγή θα ήταν για τη ζωή ενός Αθηναίου του τέλους του 19ου αιώνα να ξέρει ακριβώς την ώρα, με βάση το δίκτυο των ηλεκτρικών ρολογιών που εγκαταστάθηκαν στην πόλη χάρη στο Αστεροσκοπείο και στο Πανεπιστήμιο Αθηνών;», αναρωτήθηκε ο κ. Καραμανωλάκης. «Οι άνθρωποι μπορούσαν πια να ρυθμίζουν τα ρολόγια τσέπης που είχαν λειτουργώντας με το χαρακτηριστικό των μοντέρνων καιρών: την ακρίβεια», πρόσθεσε.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι η εγκατάσταση των ρολογιών ήταν ένα μια από τις πολλές δραστηριότητες του Αστεροσκοπείου, στο οποίο την ίδια περίοδο είχαν συγκροτηθεί τμήματα σεισμολογίας και μετεωρολογίας.
«Το Αστεροσκοπείο, το Χημείο, το Εργαστήριο Φυσικής, αλλά και τα πανεπιστημιακά νοσοκομεία και οι κλινικές ασκούσαν μια σειρά από δραστηριότητες που είχαν ως τη στόχο την καθιέρωση μιας κουλτούρας ακριβείας, που ήταν απαραίτητη για τη λειτουργία ενός σύγχρονου κράτους - όπως συνέβαινε και στη Δυτική Ευρώπη εκείνη την εποχή», εξήγησε ο κ. Καραμανωλάκης.
«Οι έγκυρες μετρήσεις ή οι ασφαλείς χημικές και ιατρικές αναλύσεις, δραστηριότητες των εργαστηρίων του Πανεπιστημίου, δε διασφάλιζαν μόνο την επιστημονική δεοντολογία. Νομιμοποιούσαν μέσα στην κοινωνία την πεποίθηση ότι ο "σύγχρονος" και "προοδευτικός" τρόπος ζωής μπορούσε να επιτευχθεί με την υιοθέτηση αυτής της κουλτούρας ακριβείας», κατέληξε.
Διαβάστε: Αλλαγή ώρας 2025: Ξημερώματα Κυριακής ξεκινά η χειμερινή περίοδος - Κερδίζουμε 1 ώρα ύπνου
Πιο παλιά, η ρύθμιση της ώρας ήταν ένας πολύ πιο σύνθετος γρίφος. Στα τέλη του 19ου αιώνα, το Αστεροσκοπείο, υπό τη διεύθυνση του Πανεπιστημίου Αθηνών, είχε αναλάβει, εκτός από τις επιστημονικές και αστρονομικές έρευνες, μια πρακτική αποστολή ζωτικής σημασίας: τη ρύθμιση εκκρεμών και χρονομέτρων. Η εργασία αυτή αφορούσε κυρίως τα πλοία του βασιλικού και εμπορικού ναυτικού, αλλά και άλλα πλοία στον Πειραιά, εξασφαλίζοντας τον ακριβή χρόνο για τον απόπλου και τη ναυτιλιακή ασφάλεια.
Αλλαγή ώρας: Πώς ρύθμιζαν οι Αθηναίοι και οι Πειραιώτες την ώρα πριν τα δημόσια και τα έξυπνα ρολόγια
Η ανάπτυξη της ωρολογοποιίας, ωστόσο, έφερε και μία επιπλέον αρωγή από πλευράς πανεπιστημίου στον κοινωνικό βίο: τη ρύθμιση της ώρας στην πόλη των Αθηνών και του Πειραιά. Καθώς δεν υπήρχε άλλος τρόπος ενημέρωσης για την ακριβή ώρα στην πρωτεύουσα, επετράπη στους ωρολογοποιούς Αθηνών και Πειραιά να επισκέπτονται το Αστεροσκοπείο μεταξύ 3 και 4 μ.μ. καθημερινά, προκειμένου να συγχρονίζουν τα ρολόγια τους.Ωστόσο, η ενημέρωση των πολιτών για την ακριβή ώρα ήταν πολύ δύσκολη, λόγω έλλειψης δημοσίων ρολογιών. Έτσι, αποφασίστηκε να χτυπούν οι καμπάνες των εκκλησιών κάθε μεσημέρι, με την υποστολή της σημαίας του Αστεροσκοπείου, προκειμένου έτσι να δηλώνεται η μεσημβρία. «Εν τω εξώστη του Αστεροσκοπείου εξηκολούθησεν ως είθισται προ πολλού, η δια της πτώσεως της σημαίας σήμανσις της μεσημβρίας εις την πόλιν», αναφέρεται στην Ετήσια Έκθεση του Αστεροσκοπείου για την περίοδο 1897-1898. Όσο για τις υπόλοιπες πόλεις, «[η] ώρα των Αθηνών μεταδίδετε σχεδόν καθ' εκάστων τηλεγραφικώς εις της διαφόρους πόλεις του Κράτους, προς κανονισμόν των ωρολογίων αυτών» (Ετήσια Έκθεση του Αστεροσκοπείου, 1897-1898).
Ωστόσο, ο ανθρώπινος παράγοντας επηρέαζε σημαντικά την ακρίβεια, καθώς ορισμένοι υπάλληλοι και οι ιερείς των εκκλησιών που ήταν επιφορτισμένοι με την κωδωνοκρουσία «δεν επιτελούσαν με μεγάλη συνέπεια το καθήκον τους, δημιουργώντας έτσι αποκλίσεις στην ώρα διαφόρων περιοχών, γεγονός που υπονόμευε την εύρυθμη λειτουργία των κρατικών υπηρεσιών και των δημοσίων μεταφορών» (Κ. Γαβρόγλου, Ευ. Καραμανωλάκης, Χ. Μπάρκουλα, 2014).
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ο 19ος αιώνας σημαδεύτηκε από την εξέλιξη της ακρίβειας των μετρήσεων και των οργάνων, ως καταστατικό στοιχείο της κρατικής συγκρότησης, έτσι, το Αστεροσκοπείο Αθηνών ανέλαβε τη δημιουργία ενός δικτύου ηλεκτρικών ρολογιών.
Στην Ετήσια Έκθεση του Αστεροσκοπείου για την περίοδο 1897-1898, υπογραμμίζεται η «απόλυτη ανάγκη» της ακριβούς ώρας, ενώ επισημαίνεται ότι «[η] τελειοποίησις της εν των Αστεροσκοπείω χρονομετρικής υπηρεσίας υπαγορεύεται και υπό βιομηχανικών λόγων» και ότι «[η] ανάπτυξις και τελειοποίησις της ωρολογοποιίας παρ' ημών είναι αδύνατον να επιτευχθή άνευ χρονομετρικής υπηρεσίας τελείως λειτουργούσης εν τω Αστεροσκοπείω». Μάλιστα, γίνεται λόγος για βέλτιστες πρακτικές που έρχονται από την Ελβετία.
Έτσι, προκειμένου να υπάρξει μεγαλύτερη ακρίβεια στον καθορισμό της ώρας, το Αστεροσκοπείο πρότεινε στον Δήμο Αθηναίων να τοποθετηθούν ηλεκτρικά ρολόγια, τη ρύθμιση των οποίων θα αναλάμβανε το ίδιο. Ωστόσο, ενώ η πρόταση αυτή έγινε αποδεκτή από το Δημοτικό Συμβούλιο, η Νομαρχία δεν την ενέκρινε για λόγους οικονομίας, και συνεπώς «έκαστος των συμπολιτών φημών εξακολουθεί έχων ώρα διαφέρουσα της ακριβούς μέχρις ενός τετάρτου πολλάκις» (Πρυτανικοί Λόγοι, 1891-1892, 225).
Η Αθήνα αποκτά ακριβή ώρα: Το δίκτυο των ηλεκτρικών ρολογιών του Αστεροσκοπείου
Τα ηλεκτρικά ρολόγια ήρθαν εν τέλει στην πρωτεύουσα τις αρχές της δεκαετίας του 1890, λύνοντας το πρόβλημα της ακριβούς ώρας και διευκολύνοντας τη λειτουργία των υπηρεσιών, των τρένων και των λιμανιών. O Κωνσταντινοπολίτης Νικόλαος Ζαρίφης (1820-1895), μετά από παραίνεση του Δημητρίου Αιγινίτη -καθηγητή Μετεωρολογίας και Αστρονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και διευθυντή τότε του Αστεροσκοπείου-, ανέλαβε τη χρηματοδότηση ενός μεγάλου ηλεκτρικού ρολογιού στο Αστεροσκοπείο, καθώς επίσης και 12 ηλεκτρικών ρολογιών σε διάφορα σημεία της Αθήνας. Η δημοτική αρχή τοποθέτησε άλλα 5 και έτσι η Αθήνα απέκτησε συνολικά 17 ηλεκτρικά ρολόγια που ρυθμίζονταν απ' ευθείας από το Αστεροσκοπείο.Έτσι, δινόταν η δυνατότητα στους κατοίκους όλων των συνοικιών να πληροφορούνται την ακριβή ώρα ανά πάσα στιγμή της ημέρας, λύνοντας έτσι οριστικά το ζήτημα της ρύθμισης της ώρας στην πόλη και συγχρόνως, δίνοντας στο Αστεροσκοπείο ένα ακριβές μέσο για την παρακολούθηση των χρονομετρικών εργασιών του.
Τα εγκαίνια του δικτύου των ηλεκτρικών ρολογιών πραγματοποιήθηκαν στις 25 Μαρτίου 1892. Όσο για τις πόλεις πέραν της πρωτεύουσας, σε αυτές η ώρα συνέχιζε να κοινοποιείται τηλεγραφικά, με ιδιαίτερη έμφαση να δίνεται σε πόλεις όπου είχαν εγκατασταθεί σεισμογραφικοί σταθμοί, όπως το Αίγιο, η Ζάκυνθος και η Καλαμάτα (Ετήσια Έκθεση Αστεροσκοπείου, 1903-1904).
Επρόκειτο για μία προσθήκη που άλλαξε ριζικά τον τρόπο με τον οποίο οι Αθηναίοι βίωναν την καθημερινότητά τους, καθώς πλέον η ακρίβεια είχε μπει στη ζωή τους, όπως ανέφερε, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Βαγγέλης Καραμανωλάκης, αναπληρωτής καθηγητής Θεωρίας και Ιστορίας της Ιστοριογραφίας και πρόεδρος της Διοικούσας Επιτροπής του Ιστορικού Αρχείου του Πανεπιστημίου Αθηνών.
«Πόσο συγκλονιστική αλλαγή θα ήταν για τη ζωή ενός Αθηναίου του τέλους του 19ου αιώνα να ξέρει ακριβώς την ώρα, με βάση το δίκτυο των ηλεκτρικών ρολογιών που εγκαταστάθηκαν στην πόλη χάρη στο Αστεροσκοπείο και στο Πανεπιστήμιο Αθηνών;», αναρωτήθηκε ο κ. Καραμανωλάκης. «Οι άνθρωποι μπορούσαν πια να ρυθμίζουν τα ρολόγια τσέπης που είχαν λειτουργώντας με το χαρακτηριστικό των μοντέρνων καιρών: την ακρίβεια», πρόσθεσε.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι η εγκατάσταση των ρολογιών ήταν ένα μια από τις πολλές δραστηριότητες του Αστεροσκοπείου, στο οποίο την ίδια περίοδο είχαν συγκροτηθεί τμήματα σεισμολογίας και μετεωρολογίας.
«Το Αστεροσκοπείο, το Χημείο, το Εργαστήριο Φυσικής, αλλά και τα πανεπιστημιακά νοσοκομεία και οι κλινικές ασκούσαν μια σειρά από δραστηριότητες που είχαν ως τη στόχο την καθιέρωση μιας κουλτούρας ακριβείας, που ήταν απαραίτητη για τη λειτουργία ενός σύγχρονου κράτους - όπως συνέβαινε και στη Δυτική Ευρώπη εκείνη την εποχή», εξήγησε ο κ. Καραμανωλάκης.
«Οι έγκυρες μετρήσεις ή οι ασφαλείς χημικές και ιατρικές αναλύσεις, δραστηριότητες των εργαστηρίων του Πανεπιστημίου, δε διασφάλιζαν μόνο την επιστημονική δεοντολογία. Νομιμοποιούσαν μέσα στην κοινωνία την πεποίθηση ότι ο "σύγχρονος" και "προοδευτικός" τρόπος ζωής μπορούσε να επιτευχθεί με την υιοθέτηση αυτής της κουλτούρας ακριβείας», κατέληξε.
En