Λούβρο: Όλες οι θεαματικές ληστείες μουσείων που έμειναν στην ιστορία - Από τη "Μόνα Λίζα" και την "Κραυγή" έως την Εθνική Πινακοθήκη
Τι θα απογίνουν τα διαμάντια
Με αφορμή την πρόσφατη "τολμηρή" ληστεία, ανακαλύπτουμε την «πολιτιστική λεηλασία» που έχει διαπραχθεί για τον εμπλουτισμό της συλλογής του γαλλικού μουσείου και παρακολουθούμε το ιστορικό αντίστοιχων μεγάλων κλοπών με λεία ανυπολόγιστης αξίας
Ηταν Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2025 όταν μια κινηματογραφική ληστεία στο Μουσείο του Λούβρου τάραξε τον κόσμο της Τέχνης, προσθέτοντας ακόμα ένα κομμάτι στο σκοτεινό παζλ των μεγάλων διεθνών κλοπών πολιτιστικών θησαυρών. Το Λούβρο, το μεγαλύτερο και πιο επισκέψιμο μουσείο του κόσμου, ιδρύθηκε στις 10 Αυγούστου 1793 και αρχικά λειτούργησε ως Musée Central des Arts. Το 1801 απέκτησε τη μορφή δημόσιου μουσείου, εισάγοντας πρωτοποριακές για την εποχή ιδέες, όπως η ταξινόμηση των συλλογών σε θεματικές ενότητες και η παρουσία επεξηγηματικών κειμένων δίπλα στα εκθέματα.
Ωστόσο, το μουσείο δεν απέκτησε το μέγεθος και την ισχύ του χωρίς αμφιλεγόμενες πρακτικές. Στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα, την περίοδο κατά την οποία η Ελλάδα βρισκόταν ακόμη υπό οθωμανική κυριαρχία και οι υπόδουλοι Ελληνες προετοίμαζαν τον Αγώνα της Παλιγγενεσίας, το Λούβρο επιδόθηκε συστηματικά στην απόκτηση αρχαιοτήτων από το εξωτερικό. Για την αναπλήρωση των απωλειών των συλλογών του και τον εμπλουτισμό τους με «μεγάλα» έργα Τέχνης, επελέγη συχνά η μέθοδος της αρπαγής. Χωρίς να υπάρχει τότε θεσμικό πλαίσιο προστασίας πολιτιστικών αγαθών, Γάλλοι διανοούμενοι, αξιωματούχοι, ακόμα και ιερωμένοι βρέθηκαν στον ελλαδικό χώρο και απέσπασαν παράνομα πληθώρα αρχαιοτήτων, εκμεταλλευόμενοι την πολιτική αστάθεια της εποχής και το γεγονός ότι ο οθωμανικός διοικητικός μηχανισμός επέτρεπε ανταλλαγές και «δωροδοκίες» για τη μεταφορά αρχαιοτήτων στο εξωτερικό.
Η πρακτική αυτή, γνωστή και ως «πολιτιστική λεηλασία», οδήγησε στη μεταφορά στη Γαλλία ανεκτίμητων ελληνικών έργων Τέχνης, πολλά εκ των οποίων αποτελούν σήμερα κορμό των συλλογών Αρχαίας Τέχνης του Λούβρου. Το μουσείο, που εκτείνεται σε 60.000 τ.μ. εκθεσιακών χώρων στις όχθες του ποταμού Σηκουάνα και στεγάζει 445.000 εκθέματα, φιλοξενεί σημαντικό αριθμό ευρημάτων που έχουν ελληνική προέλευση. Ανάμεσά τους συγκαταλέγονται η Αφροδίτη της Μήλου, η Νίκη της Σαμοθράκης, ο Ιππέας του Ραμπίν (μαρμάρινο άγαλμα από την Αθήνα), ο Ηρακλής και ο Ταύρος της Κρήτης από τον ναό του Δία στην Αρχαία Ολυμπία, οι Εργαστίνες (τμήμα της ζωφόρου του Παρθενώνα), καθώς και δεκάδες αρχαία αγγεία, επιτύμβιες στήλες και μαρμάρινα γλυπτά του ελληνικού κόσμου. Φυσικά, τα παραπάνω έχουν επανειλημμένα προκαλέσει διεθνείς συζητήσεις για την επιστροφή των πολιτιστικών θησαυρών.
Η ληστεία στο Λούβρο
Στις 19 Οκτωβρίου 2025 το μουσείο είχε μόλις ανοίξει τις πύλες του και ήδη στους διαδρόμους του κινούνταν εκατοντάδες επισκέπτες, όταν τέσσερις δράστες προσέγγισαν διακριτικά την πλευρά του κτιρίου που βλέπει προς τον Σηκουάνα, σε σημείο όπου βρίσκονταν σε εξέλιξη εξωτερικές τεχνικές εργασίες. Εκμεταλλευόμενοι το εργοτάξιο, ανέβηκαν με ανυψωτικό μηχάνημα σε παράθυρο του δεύτερου ορόφου, έσπασαν το τζάμι με τροχό κοπής και εισέβαλαν στη θρυλική Galerie d’Apollon. Ντυμένοι με κίτρινα γιλέκα, υποδυόμενοι συνεργείο συντήρησης, κινήθηκαν με απόλυτη ψυχραιμία, σχεδόν απαρατήρητοι. Σε λιγότερο από επτά λεπτά κατάφεραν να σπάσουν δύο θωρακισμένες προθήκες και να αποσπάσουν κοσμήματα ανεκτίμητης αξίας: ανάμεσά τους ένα σμαραγδένιο κολιέ και ζεύγος σκουλαρικιών που ανήκαν στη Μαρία-Λουίζα, δεύτερη σύζυγο του Ναπολέοντα Α’, καθώς και πολύτιμα κοσμήματα της αυτοκράτειρας Ευγενίας, συζύγου του Ναπολέοντα Γ’. Δεν επρόκειτο απλώς για λάφυρα πολυτελείας, αλλά για ιστορικά κειμήλια της ναπολεόντειας εποχής, σύμβολα της άλλοτε αυτοκρατορικής Γαλλίας. Η διαφυγή τους ήταν εξίσου εντυπωσιακή: από το ίδιο παράθυρο, μέσα σε δευτερόλεπτα, διέφυγαν προς τον ποταμό, όπου συνεργοί τούς περίμεναν με μοτοσυκλέτες. Αργότερα, οι Αρχές εντόπισαν μόνο ένα στοιχείο της λείας, την κορώνα της αυτοκράτειρας Ευγενίας, κατεστραμμένη, πεταμένη σε κοντινό δρόμο, στοιχείο που ενίσχυσε τους φόβους ότι η υπόθεση φέρει την υπογραφή οργανωμένου κυκλώματος διακίνησης πολύτιμων λίθων.
Κοσμήματα από εκείνα που εκλάπησαν από το Λούβρο
"Πεδία μάχης" οι τοίχοι μεγάλων μουσείων και γκαλερί
Οι τοίχοι μεγάλων μουσείων και γκαλερί έχουν γίνει πολλές φορές «πεδία μάχης» για οργανωμένα κυκλώματα, συλλέκτες του υποκόσμου ή ακόμα και ιδεολογικούς δράστες. Η ιστορία μάς πηγαίνει και πάλι στο Λούβρο, όπου το 1911 σημειώθηκε η πιο διάσημη κλοπή στην ιστορία της Τέχνης. Το πρωί της 21ης Αυγούστου, ο Ιταλός τεχνίτης Βιντσέντσο Περούτζια, ο οποίος είχε εργαστεί στο Λούβρο, μπήκε στον χώρο πριν από το άνοιγμα, κρύφτηκε σε βοηθητική σκάλα και περμενε. Οταν ο χώρος άδειασε, αφαίρεσε τον πίνακα της «Τζοκόντα» από τον τοίχο, έβγαλε τη γυάλινη προστασία και έφυγε ανενόχλητος από την κεντρική είσοδο κρύβοντάς τον κάτω από τη στολή του. Η κλοπή αποκαλύφθηκε 24 ώρες αργότερα, ενώ το μουσείο δεν διέθετε ακόμη ούτε συναγερμό ούτε ηλεκτρονική επιτήρηση. Ο Περούτζια ισχυρίστηκε αργότερα ότι ήθελε να «επιστρέψει» το έργο στην Ιταλία. Η υπόθεση πήρε διεθνείς διαστάσεις και συνέβαλε καθοριστικά στο να γίνει η «Μόνα Λίζα» το πιο αναγνωρίσιμο έργο Τέχνης στον κόσμο. Σχεδόν έναν αιώνα αργότερα, το 1990, σημειώθηκε η μεγαλύτερη ληστεία έργων Τέχνης όλων των εποχών στο Isabella Stewart Gardner Museum στη Βοστώνη. Δύο δράστες ντυμένοι αστυνομικοί εισήλθαν στο μουσείο τη νύχτα της 18ης Μαρτίου, δέσμευσαν τους φύλακες και αφαίρεσαν 13 έργα, μεταξύ των οποίων πίνακες των Ρέμπραντ, Βερμέερ και Ντεγκά, συνολικής αξίας άνω των 500 εκατομμυρίων δολαρίων. Παρά τις πολυετείς έρευνες του FBI, τα έργα δεν έχουν βρεθεί μέχρι σήμερα.
Η αφίσα του FBI για την αναζήτηση των κλοπιμαίων από το Isabella Stewart Gardner Museum στη Βοστώνη
Λίγα χρόνια αργότερα, στόχος ληστών έγινε και η Νορβηγία. Το 1994 και ξανά το 2004 εκλάπη δύο φορές ο εμβληματικός πίνακας «Η κραυγή» («The Scream») του Εντβαρντ Μουνκ από το Μουσείο Μουνκ στο Οσλο. Και στις δύο περιπτώσεις οι δράστες κινήθηκαν με κινηματογραφική ταχύτητα, εισβάλλοντας με καλυμμένα πρόσωπα και διαφεύγοντας μέσα σε ελάχιστα λεπτά. Τα έργα εντοπίστηκαν αργότερα, αλλά υπέστησαν φθορές από κακή συντήρηση κατά την περίοδο της εξαφάνισής τους.
Το 2002 τη σκυτάλη πήρε το Μουσείο Βαν Γκογκ στο Αμστερνταμ, όταν δύο πίνακες του Ολλανδού ζωγράφου, μεταξύ των οποίων το «View of the Sea at Scheveningen», κλάπηκαν μέσα σε τέσσερα λεπτά από μια συμμορία που χρησιμοποίησε σκάλες και σχοινιά για να εισέλθει από τη στέγη. Τα έργα βρέθηκαν χρόνια αργότερα στην Ιταλία, σε κρησφύγετο της Μαφίας. Μία από τις πιο εντυπωσιακές ληστείες των τελευταίων ετών σημειώθηκε το 2019 στο Green Vault της Δρέσδης, στη Γερμανία, όπου κλάπηκαν βασιλικά κοσμήματα του 18ου αιώνα, διακοσμημένα με διαμάντια και πολύτιμους λίθους. Η αξία της λείας υπολογίζεται σε πάνω από 1 δισ. ευρώ και χαρακτηρίστηκε «η μεγαλύτερη κλοπή κοσμημάτων στη σύγχρονη Ιστορία της Ευρώπης».
Οι δύο κλεμμένοι από το Μουσείο Βαν Γκογκ πίνακες, τη στιγμή που ανακτήθηκαν από τις αρχές
Το 2010, το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του Παρισιού έγινε στόχος μιας από τις πιο «απλές, αλλά εντυπωσιακές» ληστείες της τελευταίας δεκαετίας. Ενας μόνο διαρρήκτης μπήκε τη νύχτα στο μουσείο, από παράθυρο που ήταν χαλασμένο για μήνες και, χωρίς να ενεργοποιηθεί ο συναγερμός, αφαίρεσε πέντε πίνακες μεγάλης αξίας. Ανάμεσα στη λεία βρίσκονταν έργα των Πάμπλο Πικάσο, Ανρί Ματίς, Ζορζ Μπρακ, Φερνάν Λεζέ και Αμεντέο Μοντιλιάνι, αξίας άνω των 100 εκατομμυρίων ευρώ. Η υπόθεση προκάλεσε σάλο στη Γαλλία όχι μόνο λόγω της τεράστιας αξίας των έργων, αλλά και επειδή αποκαλύφθηκε ότι το σύστημα συναγερμού του μουσείου ήταν εκτός λειτουργίας λόγω τεχνικής βλάβης, χωρίς να έχει επισκευαστεί εγκαίρως. Τα έργα δεν έχουν εντοπιστεί μέχρι σήμερα. Δύο χρόνια αργότερα, το Kunsthal Museum στο Ρότερνταμ της Ολλανδίας έπεσε θύμα μιας εξίσου τολμηρής ληστείας. Τα ξημερώματα της 16ης Οκτωβρίου 2012, μια συμμορία εισέβαλε στο μουσείο και μέσα σε λιγότερο από τρία λεπτά αφαίρεσε επτά πίνακες, μεταξύ των οποίων έργα των Μονέ, Πικάσο, Ματίς, Γκογκέ και Λούσιαν Φρόιντ. Η αξία της λείας εκτιμήθηκε σε δεκάδες εκατομμύρια ευρώ. Η υπόθεση πήρε ακόμα πιο σκοτεινή τροπή όταν, σύμφωνα με τις ρουμανικές Αρχές, η μητέρα ενός από τους υπόπτους ισχυρίστηκε ότι έκαψε τα έργα μέσα σε σόμπα, σε μια προσπάθεια να προστατεύσει τον γιο της και να εξαφανίσει τα αποδεικτικά στοιχεία.
Η κενή θέση στο μουσείο Kunsthal του Ρότερνταμ, όπου κάποτε κρεμόταν έργο του Ματίς
Τι θα απογίνουν τα διμάντια του Λούβρου
Οι ειδικοί στην ανάκτηση κλεμμένων έργων Τέχνης προειδοποιούν ότι ο χρόνος μετρά αντίστροφα για τα κοσμήματα που κλάπηκαν πρόσφατα από το Λούβρο, καθώς είναι εξαιρετικά πιθανό να έχουν ήδη περάσει στη «ζώνη εξαφάνισης» της διεθνούς μαύρης αγοράς. Ο Chris Marinello, διευθύνων σύμβουλος της Art Recovery International και ένας από τους πιο αναγνωρισμένους ειδικούς στον εντοπισμό κλεμμένων πολιτιστικών αγαθών, δήλωσε στο BBC ότι οι δράστες «πιθανότατα θα σπάσουν τα κομμάτια, θα λιώσουν οποιοδήποτε πολύτιμο μέταλλο και θα ξανακόψουν τους πολύτιμους λίθους, ώστε να μην μπορούν να εντοπιστούν». Οπως εξηγεί, τα ιστορικά κοσμήματα είναι «επικίνδυνη λεία» για τους ληστές, επειδή είναι μοναδικά και επομένως άμεσα αναγνωρίσιμα. Γι’ αυτό σπάνια επιχειρείται η πώλησή τους ως έχουν· αντίθετα, διαλύονται σε υλικό αξίας.
Oι χρυσοί σκελετοί λιώνουν, ενώ τα σμαράγδια, τα διαμάντια και τα ρουμπίνια αποκολλώνται και πωλούνται μεμονωμένα, συχνά μέσω εργαστηρίων κοπής στην Αμβέρσα, στο Ντουμπάι ή στην Ινδία. Παράλληλα, ειδικοί της Αστυνομίας επισημαίνουν ότι τέτοιες κλοπές γίνονται συχνά κατόπιν παραγγελίας για λογαριασμό συλλεκτών ή εγκληματικών κυκλωμάτων που χρησιμοποιούν πολύτιμους λίθους ως «νόμισμα χωρίς ίχνος» για ξέπλυμα χρήματος ή ανταλλαγές στο οργανωμένο έγκλημα.
Το μουσείο στις όχθες του ποταμού Σηκουάνα φιλοξενεί σημαντικό αριθμό ευρημάτων που έχουν ελληνική προέλευση. Ανάμεσά τους συγκαταλέγονται η Αφροδίτη της Μήλου, η Νίκη της Σαμοθράκης, ο Ιππέας του Ραμπίν, ο Ηρακλής κ.ά.
Οι ληστείες που συγκλόνισαν το Πανελλήνιο
Η πρόσφατη ληστεία στο Λούβρο ξύπνησε μνήμες όχι μόνο διεθνών «χτυπημάτων» σε μουσεία, αλλά και αντίστοιχων σκοτεινών στιγμών για την Ελλάδα. Γιατί, αν και χώρα με πλούσια πολιτιστική κληρονομιά, η Ελλάδα έχει βρεθεί πολλές φορές στο επίκεντρο εγκλημάτων κατά της Τέχνης. Η πιο γνωστή υπόθεση είναι αναμφίβολα η ληστεία στην Εθνική Πινακοθήκη το 2012, που χαρακτηρίστηκε «η κλοπή του αιώνα». Τα ξημερώματα της 9ης Ιανουαρίου, ένας άνδρας κατάφερε να παραπλανήσει το σύστημα ασφαλείας, να ακινητοποιήσει τον φύλακα και μέσα σε επτά λεπτά να αφαιρέσει τρία έργα: τον πίνακα «Γυναικείο κεφάλι» του Πάμπλο Πικάσο, τον «Ανεμόμυλο Stammer» του Πιετ Μοντριάν και ένα σχέδιο του Γκουλιέλμο Κάτσια. Ο Πικάσο είχε δωρηθεί στην Ελλάδα το 1949 ως αναγνώριση της αντίστασης των Ελλήνων κατά των ναζί. Τα έργα εντοπίστηκαν τελικά το 2021, σχεδόν μία δεκαετία μετά. Λίγες μέρες αργότερα, τον Φεβρουάριο του 2012, στόχος έγινε το Μουσείο Αρχαίας Ολυμπίας. Δύο ένοπλοι εισέβαλαν μέρα-μεσημέρι, ακινητοποίησαν τη φύλακα και άρπαξαν 77 αντικείμενα μεγάλης αρχαιολογικής αξίας, μεταξύ των οποίων χάλκινα ειδώλια, αγγεία και τελετουργικά αντικείμενα.
Οι πίνακες του Πικάσο (αριστερά) και του Μοντριάν, που εκλάπησαν από την πινακοθήκη
Η υπόθεση εξιχνιάστηκε μήνες αργότερα, όμως αποκάλυψε σοβαρά κενά ασφαλείας στα ελληνικά μουσεία. Ανάλογα περιστατικά έχουν σημειωθεί και σε άλλα σημεία της ελληνικής επαρχίας. Χαρακτηριστική είναι η υπόθεση της κλοπής στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μήλου, το 2002, όταν άγνωστοι έκλεψαν σπάνια αρχαία αγγεία και ανάγλυφα από τις προθήκες του μουσείου. Οι δράστες παραβίασαν το κτίριο κατά τη διάρκεια της νύχτας και εξαφανίστηκαν χωρίς να αφήσουν ίχνη, ενώ μεγάλο μέρος των κλοπιμαίων δεν έχει εντοπιστεί μέχρι σήμερα, ενισχύοντας την εκτίμηση ότι κατέληξαν σε ιδιωτικές συλλογές του εξωτερικού.