Ο Κώστας Βαρώτσος, ένας από τους πιο σημαντικούς Έλληνες γλύπτες της σύγχρονης εποχής, παραχώρησε μια σπάνια, αποκλειστική εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη στην Σάσα Σταμάτη που αποκαλύπτει όχι μόνο την πορεία της καλλιτεχνικής του δημιουργίας, αλλά και τα προσωπικά του βιώματα που καθόρισαν τον τρόπο που βλέπει τη ζωή και την τέχνη. Από το πρόσφατο γλυπτό που φιλοτέχνησε για το Υπουργείο Άμυνας, μέχρι τις πρώτες παιδικές του εμπειρίες στη Λειβαδιά και τη σχέση του με την κόρη του Χριστίνα, που ζει στο Λονδίνο, ο καλλιτέχνης μοιράζεται ανοιχτά σκέψεις, αγωνίες, αποτυχίες αλλά και συγκλονιστικές στιγμές δημιουργικής και προσωπικής πορείας. Στη διάρκεια της συνέντευξης, μιλά για τις δυσκολίες της κατασκευής του αγάλματος, το κόστος και τους ανθρώπους που βοήθησαν στην υλοποίηση, για τη μαγεία του γυαλιού ως υλικού έκφρασης και για τη φιλοσοφία που τον καθοδηγεί στην τέχνη του. Παράλληλα, αφηγείται πώς η ελληνική κοινωνία και η εκπαιδευτική πραγματικότητα των παιδικών του χρόνων επηρέασαν τη διαδρομή του, καθώς και την αγάπη του για τη μουσική, τις σχέσεις και την οικογένεια. Η συνέντευξη αναδεικνύει την ανθρώπινη πλευρά ενός καλλιτέχνη που, παρά τις δυσκολίες και τις αντιξοότητες, συνεχίζει να δημιουργεί με πάθος και αφοσίωση.

Διαβάστε: Κώστας Βαρώτσος για Πεντάγωνο στα Παραπολιτικά 90,1: "Μου έκαναν την πρόταση και μέχρι να πάω σπίτι είχα το έργο έτοιμο στο μυαλό μου" (Ηχητικό)

Το έργο για το Υπουργείο Άμυνας

Όταν ο Κώστας Βαρώτσος κλήθηκε να δημιουργήσει το γλυπτό για το Υπουργείο Άμυνας, η ιδέα ξεκίνησε από τον Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου, ο οποίος ήθελε να ανανεώσει το κτίριο και να οργανώσει την πλατεία μπροστά. Ο ίδιος περιγράφει την πρώτη του επίσκεψη στον χώρο: «Πήγα να δω το χώρο, έκανα μια πρόταση και τους άρεσε πολύ. Οι αξιωματικοί ήταν επίσης συνεργάσιμοι και συμμετείχαν ενεργά στην κατασκευή του έργου.»

Η κατασκευή του έργου ήταν πρωτοφανής σε κλίμακα και χρονικό διάστημα. Όπως εξηγεί: «Η πρόσοψη περίπου 400 μέτρα χρειάστηκε έξι μήνες με τον Αύγουστο μέσα, δηλαδή ουσιαστικά πέντε μήνες. Το έργο μπροστά έκανε τρεις με τέσσερις μήνες. Ήταν ρεκόρ χρόνου για ένα πρωτογενές έργο, χωρίς να έχει ξαναγίνει κάτι αντίστοιχο.»

Το οικονομικό κόστος και η χρηματοδότηση ήταν επίσης σημαντικά ζητήματα, τα οποία όμως αντιμετωπίστηκαν με τη συμβολή ιδιωτών. «Όλα τα κόστη ήταν με χρηματοδότηση ιδιωτική, προσφορά από διάφορους χορηγούς. Στην περίπτωση του Υπουργείου Άμυνας, υπήρξε ένας επιχειρηματίας που βοήθησε σημαντικά. Το κόστος ήταν λιγότερο από δέκα εκατομμύρια ευρώ.»

Οι τεχνικές δυσκολίες ήταν μεγάλες, καθώς έπρεπε να στηρίξουν μεγάλα ύψη και να αντέξουν σε ισχυρούς ανέμους χωρίς σκελετό ή σίδερα. Παρ’ όλα αυτά, η συνεργασία και το κέφι των συμμετεχόντων οδήγησαν σε ένα επιτυχημένο αποτέλεσμα: «Ήταν πολύπλοκο, αλλά με συνεργασία και κέφι το καταφέραμε.»

Αναφερόμενος στην εμπειρία του με τους αξιωματικούς και το προσωπικό του ΓΕΣ, υπογραμμίζει τη θετική πλευρά αυτής της συνεργασίας: «Συνάντησα ανθρώπους ξένους αλλά ταυτόχρονα τρυφερούς και ανθρώπινους. Δημιουργήσαμε μια πολύ ωραία ομάδα που λειτουργούσε αρμονικά. Τα μεγάλα πράγματα είναι και λίγο τυχαία – ταιριάξαμε, κάναμε ένα μέτωπο και ολοκληρώσαμε το έργο.»

Το γυαλί ως μέσο έκφρασης

Η σχέση του με το γυαλί είναι μοναδική και εκτείνεται πέρα από την απλή τεχνική του χρήση. «Το γυαλί προέκυψε ως αποκορύφωμα μιας θεωρητικής έρευνας που έκανα. Ήθελα να ισορροπήσω την έννοια του χώρου και του χρόνου. Όταν βάζεις ένα γυαλί πάνω σε άλλο, έχεις χώρο· όταν στοιβάζεις πολλά, μετράς τον χρόνο. Το γυαλί έγινε το υλικό που ταυτίζεται με τη ροή του χρόνου και του χώρου, με τον πολιτισμό και την εξέλιξη, και με βοηθάει να κατανοήσω την πραγματικότητα.»

Παρά τη μαγεία του γυαλιού, η χρήση του έχει και κινδύνους. Ο ίδιος παραδέχεται: «Ναι, έχω τραυματιστεί πολλές φορές, αλλά ποτέ σοβαρά ευτυχώς. Όταν φτιάχνεις μεγάλα έργα 8-10 μέτρων, το βάρος του γυαλιού είναι τρομακτικό και θα μπορούσαμε να είχαμε σκοτωθεί. Το γυαλί σπάει και τότε πρέπει να συνεχίσεις με κάτι άλλο. Μεταφορικά και κυριολεκτικά, όταν σπάει δεν μπορεί να ξανακολλήσει – πρέπει να προχωρήσεις και να δημιουργήσεις κάτι νέο.»

Τα παιδικά χρόνια στη Λειβαδιά και η Βοιωτία

Η παιδική ηλικία στη Λειβαδιά είχε καθοριστική σημασία για τον καλλιτέχνη. «Από μικρός ζωγράφιζα. Όλοι έλεγαν ότι είχα ταλέντο, αν και δεν ήμουν μαθητής που διάβαζε πολύ. Η ζωγραφική έγινε ένας τρόπος φυγής από το συμβατικό. Στο σχολείο υπήρχε συγκρουσιακή κατάσταση λόγω των χρόνων – ήμουνα ανήσυχο παιδί και συγκρούστηκα με το σχολείο κατά μέτωπο. Αποτέλεσμα ήταν να αλλάξουμε νομό και να έρθουμε στην Αθήνα από τη Λειβαδιά.»

Η νεανική του ανυπακοή είχε και συνέπειες: «Ήμουν μαθητής που συγκρούστηκε με το σχολείο, δημιουργούσα ένα παράνομο κλαμπ με μουσική και συγκεντρώσεις στο υπόγειο. Αυτό απαγορευόταν, και η αστυνομία μας κυνηγούσε. Έτσι με απέβαλλαν από όλα τα γυμνάσια του νομού. Παρ’ όλα αυτά, η οικογένειά μου δεν με εμπόδισε – με στήριξαν και μου έδωσαν μια κιθάρα για να συνεχίσω τη μουσική μου.»

Η κόρη του Χριστίνα

Παρά την απόσταση, η σχέση του με την κόρη του Χριστίνα παραμένει άρρηκτη και πολύτιμη. «Η κόρη μου δεν είναι ηθοποιός για μένα, είναι η κόρη μου – το μωρό μου. Η σχέση μας είναι εντελώς προσωπική και συγκλονιστική. Είναι απόλυτη αγάπη, ανεξαρτήτως του τι κάνει στη ζωή της. Αυτή η αγάπη δεν μπορεί να διαλυθεί. Ό,τι και να γίνει, είναι ένας δεσμός που κρατάει για πάντα.»

Δείτε ολόκληρη την συνέντευξη παρακάτω