«Έτσι όπως μαγικά ανοίγουν το πρωί τα λουλούδια σε όλους τους κήπους, με το γκάζι στο τέρμα και χωρίς χώρο να φρενάρουμε», έχει πει ο αγαπημένος μου φίλος και σύντροφος των φοιτητικών μου χρόνων Μιχάλης Σαμπατακάκης, δηλώνει στο parapolitika.gr η Τιτίκα - Μαρία Σαράτση φιλόγολογος και δημοσιογράφος, η οποία ήταν μέλος της επιτροπής κατάληψης της Φιλοσοφικής Σχολής στην κατάληψη της Νομικής τον Φεβρουάριο του 1973 και συμμετείχε ενεργά στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Σε μία εκ βαθέων μαρτυρία η κυρία Σαράτση μέσα από τη συνομιλία μας θυμάται όλα εκείνα που οδήγησαν στον ξεσηκωμό του Νοέμβρη του ’73.
Οι τοπικοί σύλλογοι, τα βασανιστήρια οι νόθες εκλογές του '72
«Οι τοπικοί σύλλογοι έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην εξάπλωση του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος. Έπρεπε να βρούμε ποιοι είναι οι δημοκρατικοί φοιτητές και ποιοι όχι. Οπότε ζωντανέψαμε τον σύλλογο Αρκάδων, Καρδιτσιωτων, Ηλείων κλπ. Ήταν ένας τρόπος για να συναντιόμαστε μεταξύ μας εν μέσω δικτατορίας. Έπρεπε να αντιμετωπίσουμε το ενδεχόμενο παρείσφρησης χαφιέδων αλλά συνήθως τους καταλαβαίναμε από διάφορες συμπεριφορές. Την ίδια περίοδο είχε δημιουργηθεί η ΕΚΙΝ με πρωτοβουλία του Γιώργου Βερνίκου, του Παναγιώτη Κανελλάκη, του Νίκου Αλιβιζάτου. Σιγά σιγά είχαμε δημιουργήσει κάποιες παρέες. Για παράδειγμα εγώ είχα γνωρίσει τους Ρηγάδες Μιχάλη Σαμπατακάκη και Νικήτα Λιοναράκη», αναφέρει αρχικά η Τιτίκα - Μαρία Σαράτση.
«Η χούντα είχε διάφορα σχέδια. Έτσι λοιπόν σκέφτηκε να προκηρύξει εκλογές στους φοιτητικούς συλλόγους που είχαν διορισμένες διοικήσεις από το καθεστώς. Μάλιστα είχαν διορίσει τους τελευταίους των τελευταίων. Είναι χαρακτηριστικό ότι στον σύλλογο είχαμε πρόεδρο ένα παιδί με το οποίο ήμασταν συμμαθητές στο φροντιστήριο και επί τρία χρόνια δεν μπορούσε να εισαχθεί στη Φιλοσοφική επειδή δεν έγραφε καλά στην έκθεση», συμπληρώνει.
«Ώσπου μία μέρα τον είδα πρόεδρο σε συνέλευση. Η συνέλευση έγινε και σηκωθήκαμε πάνω συγκεκριμένα πρόσωπα αφού είχαμε συνεννοηθεί ότι θα παίξουμε φανερό ρόλο. Σηκωθήκαμε εγώ, η Αλκμήνη Ψιλοπούλου, η Κλειώ Κόντου, η Αριάδνη Αλαβάνου, η Αγγελική Ξύδη και είπαμε ότι “δεν σας αναγνωρίζουμε, κατεβείτε κάτω και εμείς θα εκλέξουμε επιτροπή μέσω συνέλευσης”. Επίσης είχαμε το καλό ότι η Φιλοσοφική που έδρευε στη Σόλωνος και Σίνα και κοντά μας βρισκόταν η Νομική που ήταν όλοι αγόρια και μας συμπαραστέκονταν. Τους είπαμε ότι το πρώτο πράγμα που θα κάναμε ήταν να πάμε να ελέγξουν τους φοιτητικούς καταλόγους καθώς είχαν εγγράψει ασφαλίτες και χαφιέδες. Όταν πήγαμε με το έτσι θέλω για να τους ελέγξουμε δεν μας άφησαν. Ξέραμε όμως ότι υπήρχαν άνθρωποι που δεν ήταν φοιτητές καθώς τους είχαμε εντοπίσει», σημειώνει ακόμη.
«Στη βία θα απαντήσουμε με βία» - Το ξύλο στην Ασφάλεια
Όπως θυμάται η Τιτίκα - Μαρία Σαράτση «σε μία εκδήλωση του συλλόγου Ηπειρωτών για την παιδεία που έγινε στο θέατρο Παππά, ξαφνικά σηκώθηκε ο τότε φοιτητής της Νομικής και μετέπειτα πρόεδρος της ΕΡΤ Παναγιώτης Παναγιώτου και είπε “στη βία θα απαντήσουμε με βία”. Στο θέατρο βρισκόταν παραταγμένη η δύναμη του σπουδαστικού της Ασφάλειας και ειπώθηκαν όλα αυτά. Τελείωσε η συνάντηση και από την επόμενη άρχισαν να μας στέλνουν ραβασάκια που έλεγαν να περάσουμε από την ασφάλεια “δια υπόθεσίν σας”. Ήρθε και η σειρά μου και έφαγα άγριο ξύλο.
Δεν είχα καμία αίσθηση για το που βρισκόμουν και όταν ο Κανούσης με ρώτησε “βρε Βουγιουκλάκη γιατί μπήκες στο Πανεπιστήμιο; Για να κάνεις συνδικαλισμό ή για να πάρεις πτυχίο; Εγώ του απάντησα “και τα δύο”. Τότε άνοιξε από πίσω μου μία πόρτα και εισέβαλε μέσα ένας ασφαλίτης ο οποίος με έπιασε από τα μαλλιά, με σήκωσε στον αέρα και με πέταξε πάνω σε ένα θρανίο. Παρά το ότι είχα γεμίσει με αίματα συνέχισε να με χτυπάει ενώ ο Κραβαρίτης και ο Καλούσης έπαιζαν το “καλός και κακός μπάτσος”. Μετά με πήγαν στον Καραπαναγιώτης, ο οποίος μου είπε ότι “δεν θα ξαναπατήσεις στο πανεπιστήμιο παρά μόνο για να δώσεις μάθημα”. Εγώ βέβαια πήγα στο πανεπιστήμιο και τους είπα τι είχε συμβεί».
Οι νόθες φοιτητικές εκλογές του ’72 και ο νόμος 1347/1973
«Ακολούθησαν οι εκλογές νοθείας όπου τα ψηφοδέλτια ήταν περισσότερα από όσους είχαν ψηφίσει. Μετά από αυτό είπαμε ότι πρέπει να ζητάμε άδεια από την Πρυτανεία για να κάνουμε συγκεντρώσεις. Συνέχεια μας αρνούνταν με διάφορες προφάσεις αλλά εμείς κάναμε συγκεντρώσεις, ώσπου στις 14 Φεβρουαρίου του 1973 έγινε η πρώτη εισβολή της αστυνομίας στο Πολυτεχνείο με αποτέλεσμα να παραιτηθεί η Σύγκλητος.
Όλα τα παιδιά ήταν έτοιμα για κάτι περισσότερο, ενώ την ίδια περίοδο είχαμε και τη δίκη των 11 φοιτητών της ΑΣΟΕΕ. Παράλληλα η ΕΣΑ είχε συλλάβει τους δικηγόρους που μας είχαν στηρίξει, μεταξύ των οποίων ήταν ο Νίκος Καραμανλής, ο Παναγιώτης Κανελλάκης, ο Παναγιώτης Κανελλάκης και ο Αντώνης Βγόντζας. Η χούντα βλέποντας ότι το πράγμα «φουντώνει» έκανε το διάταγμα 1347/1973 περί αναγκαστικής στράτευσης, το οποίο έγινε σε δύο κύματα. Αυτοί νόμιζαν ότι στρατεύονται κάποιους θα καταστείλουν το φοιτητικό κίνημα και δεν περίμεναν ότι θα γίνει τέτοια μαζικοποίηση. Αυτό που φοβόντουσαν ήταν τη μαζικοποίηση.
Μία από τις φορές που με συνέλαβαν με οδήγησαν στα κελιά της Μεσογείων μαζί με τον πατέρα μου. Εκεί μου έδειξαν μία φωτογραφία, η οποία έδειχνε μία γυναικεία πλάτη με καστανόξανθα μαλλιά και ο Μπάμπαλης με ρωτούσε ποια είναι αυτή. Εγώ του απαντούσα “δεν ξέρω”. Εκείνος μου έλεγε ή είσαι εσύ, ή η Όλγα Τρέμη, ή η Ρωξάνη Καυταντζόγλου. Το πρόσωπο αυτό ήταν η μετέπειτα γυναίκα του τραγουδοποιού Τζο Ντασέν και επειδή κανείς δεν την υποψιαζόταν μπορούσε και μετέφερε υλικό στο εξωτερικό», επισημαίνει ακόμη.
Οι καταλήψεις της Νομικής και η «νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου» του φοιτητικού κινήματος
«Η πρώτη κατάληψη της Νομικής έγινε οργανωμένα ενώ στη δεύτερη υπήρχαν διαφωνίες καθώς υπήρχε η εκτίμηση ότι χρειαζόταν περισσότερη οργάνωση. Μπορεί να έπαιξε και ρόλο η στάση των παραδοσιακών κομμουνιστικών κομμάτων που έλεγαν “ας πάμε προς τη φιλελευθεροποίηση”. Υπήρχαν και πολιτικοί όπως ο Γεώργιος Μαύρος και ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος που έρχονταν στις δίκες και μας υπερασπίζονταν. Είχαμε καταφέρει να βάλουμε την αξιοπρέπεια πάνω από το φόβο.
Στις 8 Μαΐου 1973 πραγματοποιήθηκε ένα μεγάλο χτύπημα στο φοιτητικό κίνημα, που έμεινε στην ιστορία ως “η νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου”. Η χούντα θεωρώντας ότι θα μας διαλύσει έβαλε στο παιχνίδι την ΕΣΑ. Η ΕΣΑ ήταν σε έναν διαρκή ανταγωνισμό με την ασφάλεια για το ποιος θα κάνει τις περισσότερες συλλήψεις. Για παράδειγμα ο Καραπαναγιώτης έλεγε ότι “είμαι Καραμανλικός και τώρα υπηρετώ το καθεστώς”. Οι σύνδεσμοι της Ασφάλειας και της ΕΣΑ ήταν ο Μάλλιος και ο Μπάμπαλης.
Όμως την 8η Μάη αυτοί που έκαναν τις συλλήψεις ήταν οι Εσατζήδες με όπλα. Οι περισσότεροι εξ’ αυτών είχαν μειωμένη νοημοσύνη καθώς πίστευαν ότι θα αποκεφαλιστεί το φοιτητικό κίνημα. Δεν είχαν καταλάβει ότι είχε αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση. Το συγκεκριμένο χτύπημα θα μπορούσε να μας αποκεφαλίσει αλλά δεν το κατάφεραν. Το ποτάμι είχε αρχίσει να γεμίζει νερό και δεν μας σταματούσε τίποτα», θύμαται η κυρία Σαράτση.
Αναφερόμενη στη στάση που είχαν οι καθηγητές μου λέει ότι «ήταν σκληροί πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Μάλιστα ένας εξ’ αυτών είχε αποκαλέσει τον Παττακό “νέο Περικλή”. Όταν έγινε η κυβέρνηση εθνικής ενότητας έγινε γ.γ του υπουργείου Παιδείας ο Παναγιώτης Κανελλάκης, ο οποίος βρήκε τα πρακτικά της Συγκλήτου. Αυτό βοήθησε στην αποχουντοποίηση των Πανεπιστημίων».
Πώς έγινε η κατάληψη του Πολυτεχνείου
Γυρίζοντας τον χρόνο πίσω στο 1973 φέρνει στο νου της πως ξεκίνησε η κατάληψη του Πολυτεχνείου, η οποία εν συνεχεία μετετράπη σε εξέγερση. «Το μεσημέρι της 14ης Νοέμβρη κάναμε μία συγκέντρωση στα σκαλάκια της Νομικής και κατά τη διάρκεια της ήρθε ένας φοιτητής και μας είπε ότι στο Πολυτεχνείο γίνονται φασαρίες και η Ασφάλεια χτυπάει τα παιδιά. Ξεσηκωθήκαμε όλοι και μαζί με άλλους από το Χημείο ενωθήκαμε και κατηφορίζοντας την Σόλωνος φτάσαμε στο Πολυτεχνείο. ‘Ήμασταν οι “350 προβοκάτορες” που κατέλαβαν το Πολυτεχνείο, σύμφωνα με την “Πανσπουδαστικής νο 8”. Όταν φτάσαμε επικρατούσε ησυχία. Παρόλα αυτά μπήκαμε μέσα και αρχίσαμε να φωνάζουμε συνθήματα και να πετάμε νεράντζια στους αστυνομικούς που βρίσκονταν απ’ έξω. Την ίδια ώρα αποφασίσαμε να κλείσουμε τις πόρτες ενώ παράλληλα άρχισαν να έρχονται και άλλα παιδιά από άλλες σχολές, αναφέρει αρχικά.
«Το ΚΚΕ Εσωτερικού ήταν υπέρ της φιλελευθεροποίησης, εμείς όμως πιάνοντας τον σφυγμό, ήρθαμε με κάποιο τρόπο σε επαφή με τα υψηλά κλιμάκια και τους είπαμε “κοιτάξτε εδώ το πράγμα πάει να ξεφύγει. Θα ανακατευτούν διάφοροι προβοκάτορες και μπορεί να κάνουν καμιά προβοκάτσια και πρέπει να μείνουμε μαζί τους”. Η αίσθηση που έχω εγώ ήταν ότι και να μας έλεγαν να μην μείνουμε εμείς θα κάναμε το αντίθετο. Ήταν πλέον φανερό ότι θα περνούσαμε σε άλλο στάδιο, οπότε ξεκινήσαμε να οργανωνόμαστε.
Κάναμε σταθμό, φτιάξαμε το ιατρείο, διαμορφώσαμε το εστιατόριο, οργανώσαμε περιφρούρηση. Επίσης είχαν φτάσει στα αυτιά μας τα βασανιστήρια στην ΕΣΑ ενώ η κατάληψη συνέπεσε με την επιστροφή των στρατευμένων φοιτητών που είχαν λάβει αμνηστία λόγω της φιλελευθεροποίησης της κυβέρνησης Μαρκεζίνη. Η πρώτη μέρα ήταν αντιφατική με αντεγκλήσεις, με προβλήματα και μερικά συνθήματα που ξέφευγαν όπως το “Κάτω το κράτος”» συνεχίζει.
Η Συντονιστική Επιτροπή, οι ελεύθεροι σκοπευτές και η κάθοδος των τανκς
«Πλέον είχε γίνει σαφές ότι έπρεπε να ορίσουμε αυτούς που θα αναλάμβαναν το σταθμό, εκλέξαμε τη Συντονιστική Επιτροπή η οποία ήταν ανακλητή και γίνονταν συνεχώς συνελεύσεις οι οποίες επικύρωσαν την κατάληψη. Από τις τρεις μέρες, η πιο ωραία ήταν η Πέμπτη. Ήταν μία μέρα ανάτασης, που ο κόσμος ήταν όλο και περισσότερος ενώ η συμπαράσταση του λαού ήταν συγκινητική, ενώ η Πατησίων ήταν ασφυκτικά γεμάτη από κόσμο.
Γύρω στις 20:00 το βράδυ της 16ης Νοέμβρη, όταν έπεσαν τα πρώτα δακρυγόνα εμείς συζητούσαμε στη συνέλευση της φιλοσοφικής. Μάλιστα εγώ μάλωνα με μία αριστερίστρια καθώς λέγαμε ότι πρέπει να καλέσουμε τις πολιτικές δυνάμεις να πάρουν θέση. Δεν μπορούσαμε να φανταστούμε ότι θα κατέβαινε ο στρατός για να καταστείλει την εξέγερση.
Είχαμε μάθει ότι τα τανκς έχουν κατέβει στο Γουδή. Το μεσημέρι συνάντησα τον δικηγόρο Τάκη Παππά και μου είπε ότι υπήρχε φήμη για εισβολή του στρατού στο Πολυτεχνείο και όχι απλά της αστυνομίας. Πήγα στην αδελφή μου που είχε τη “Λέσχη του δίσκου” στην Ακαδημίας και της είπα ότι θα μείνω στο Πολυτεχνείο, φημολογείται η εισβολή και ενημέρωσε τον πατέρα μου. Επέστρεψα και έμεινα μέχρι τέλους. Το δίλημμα ήταν την ώρα που ετοιμαζόταν η εισβολή, εάν θα καλέσουμε την πολιτική ηγεσία ή όχι. Οι αριστεριστές έλεγαν ότι δεν πρέπει να κληθούν, ενώ κάποιοι άλλοι το εντελώς αντίθετο. Πράγματι όταν έπεσαν τα πρώτα δακρυγόνα στην Ομόνοια, και οι πρώτοι πυροβολισμοί, όπου υπήρχε μία μεγάλη συγκέντρωση Κανελλόπουλος και Μαύρος ξεκίνησαν να έρθουν αλλά έφτασαν μέχρι την πλατεία Εξαρχείων.
Απέναντι από το Πολυτεχνείο, ήταν το ξενοδοχείο Ακροπόλ όπου εκεί βρίσκονταν ακροβολισμένοι ελεύθεροι σκοπευτές. Όταν έπεσαν τα φώτα και ανέβηκα σε ένα παράθυρο τους έβλεπα καθαρά. Μάλιστα κάποιους από αυτούς, τους είχαμε ξαναδεί στην κατάληψη της Νομικής. Επίσης πυροβολούσαν τόσο από το υπουργείο Δημόσιας Τάξεως όπως και από την έδρα της ΚΥΠ. Γι΄αυτό και οι περισσότεροι νεκροί είναι εκτός Πολυτεχνείου. Δεν έχει σημασία εάν ήταν εντός ή εκτός τα θύματα. Σημασία έχει ότι ήταν εκεί. Στην κεντρική πύλη είχαμε βάλει την Μερσεντές του πρύτανη.
Σε κάποια φάση αποφασίσαμε ότι τα παιδιά που ήταν γνωστά καλό θα ήταν να αρχίσουν να κυκλοφορούν στην αυλή για να μιλάμε με τους συγκεντρωμένους και να τους δίνουμε κουράγιο. Όμως κάτι τέτοιο ήταν επικίνδυνο γιατί πυροβολούσαν στο ψαχνό. Λίγο μετά πήγα στο ιατρείο για να βοηθήσω στην παροχή πρώτων βοηθειών. Πηγή στην αρχιτεκτονική όπου είχε μετατραπεί ένας χώρος σε ιατρείο και εκεί βρίσκονταν οι τραυματίες. Είδα με τα μάτια μου πολλούς τραυματίες. Παράλληλα γίνονταν οι εκκλήσεις για βοήθεια προς τον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό. Στην αρχή τα ασθενοφόρα έφταναν μέχρι την αυλή και έπαιρναν μερικούς τραυματίες. Ωστόσο όταν έφευγαν έκανε επέμβαση η ασφάλεια και βούταγε τους τραυματίες μέσα από τα ασθενοφόρα», υποστηρίζει.
Η διαπραγμάτευση με τον στρατό και η εισβολή του τανκ
«Όταν έφτασε το άρμα μάχης, μας είχαν κόψει το ρεύμα και υπήρχε μόνο ο προβολέας του. Τότε αποφασίστηκε να γίνουν διαπραγματεύσεις. Αμέσως πήδηξαν τα κάγκελα ο Κώστας Λαλιώτης και ο Κυριάκος Σταμέλλος και ζήτησαν 10 λεπτά για να μετακινήσουν τη Μερσεντές. Θεωρούσαμε ότι αυτή ήταν η ύστατη προσπάθεια για να διαπραγματευτούμε, ωστόσο ο στρατός δεν κράτησε το λόγο του και μπήκαν μέσα. Το τανκ γκρέμισε την πόρτα και έγινε η εισβολή.
Σε εκείνο το σημείο χτύπησε και η Πέπη Ρηγοπούλου. Μερικά παιδιά πήδηξαν προς τα πίσω και άρχισαν να οπισθοχωρούν. Η εντολή που είχαμε ήταν να φύγουμε τελευταίοι για να δούμε τι θα γίνει. Ο Λαλιώτης αποφάσισε προς τιμήν του να μείνει τελευταίος και να παραδώσει το κτίριο. Η αστυνομία χτυπούσε κατακέφαλα και δεν την ενδιέφερε αν θα υπάρχουν θύματα ή όχι.
Με έσωσε ο Γιάννης Κοροβέσης γιατί χτυπούσαν με τα γκλοπ, η βία που έδειξαν ήταν κάτι το απίστευτο. Τα ΛΟΚ μπορεί να μπήκαν με εφ’ όπλου λόγχη αλλά έτρεμαν. Η ταραχή που είχαν οφειλόταν στην πλύση εγκεφάλου που τους είχαν κάνει με αποτέλεσμα να πάθουν σοκ. Ήταν παιδιά που έκαναν τη θητεία τους.
Όταν είδα το τανκ είπα ότι αυτοί έχουν τρελαθεί εντελώς και θα μας πολυβολήσουν. Ήμουν έτοιμη να πεθάνω και δεν σκεφτόμουν όσα είχα ζήσει μέχρι τότε. Δεν φοβόμουν αλλά έτρεμα από οργή. Στο Πολυτεχνείο υπήρχε μία τέλεια οργάνωση και όχι οι καταστροφές που παρουσίασαν την επόμενη μέρα. Μπορεί να είχαμε διαφορές ως προς τα πολιτικά πιστεύω αλλά μας ένωνε ότι θέλαμε την προκοπή αυτού του τόπου καθώς δεν αντέχαμε αυτή την πολιτισμική και πολιτιστική υποβάθμιση της ιστορικής εξέλιξης της Ελλάδας. Το “λαέ, λαέ ή τώρα ή ποτέ” που φωνάζαμε, το εννοούσαμε. Όταν στην Ελλάδα χύνεται αίμα αθώων ακολουθεί η τιμωρία. H απουχουντοποίηση δεν έγινε όπως έπρεπε να γίνει, το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, ως κίνηση θεωρήθηκε στιγμιαίο αδίκημα», συμπληρώνει η κυρία Σαράτση.
Το μήνυμα του Πολυτεχνείου σήμερα
«Το μήνυμα του Πολυτεχνείου είναι απόλυτα επίκαιρο σήμερα καθώς το ψωμί γίνεται ψωμάκι, η παιδεία δεν είναι αυτή που ονειρευτήκαμε. Δεν μπορεί το 2025 να έχεις σχολεία με αναπληρωτές, δεν μπορεί να μειώνεις τις δαπάνες για να αγοράσεις όπλα. Δεν λέω να μην αγοράσεις καθώς οι Τούρκοι καραδοκούν. Όμως δεν μπορείς να κόβεις δαπάνες από ζωτικούς τομείς.
Έχουμε μία ψευδεπίγραφη ελευθερία καθώς είναι τόση η παραπληροφόρηση και ειδικότερα τώρα με το ΑΙ. Πρέπει να υπάρξει ένα πλαίσιο και ο έλεγχος πρέπει να γίνεται από τους ανθρώπους. Επίσης στο κομμάτι της ελευθερίας μπαίνει και το κράτος δικαίου, γιατί για να υπάρξει πραγματική ελευθερία πρέπει να υπάρχει κράτος δικαίου και να λειτουργήσουν επιτέλους οι Θεσμοί, αυτό δεν το έχουμε πετύχει. Το μήνυμα του Πολυτεχνείου μεταδίδεται από γενιά σε γενιά και αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό» καταλήγει.