Γιος εξόριστου αριστερού και ανιψιός του ιστορικού στελέχους του ΚΚΕ Κώστα Λουλέ, ο Σταύρος Ψυχάρης ξεκινά την πορεία του στη δηµοσιογραφία το 1965 από τη «∆ηµοκρατική Αλλαγή», εφηµερίδα της Ε∆Α. Οµως, αντιλαµβάνεται ότι το µέλλον βρίσκεται αλλού. Μεταπηδά έτσι πρώτα στο «Εθνος» και ύστερα στο «Βήµα». Την περίοδο της χούντας κάνει µεγάλα βήµατα προς τα εµπρός ως ρεπόρτερ ενώ γίνεται κουµπάρος του υπουργού Τύπου της χούντας Βύρωνα Σταµατόπουλου, που βαφτισε τον πρώτο του γιο, τον Παναγιώτη. Στη Μεταπολίτευση ανεβαίνει το άστρο του µέσα στον ∆ΟΛ. Γνωρίζει τη δύναµη της πληροφορίας και την αναζητά µε κάθε τρόπο, όχι µόνο στις επίσηµες ενηµερώσεις, αλλά και στις σωστές παρέες.

Παράλληλα, κατορθώνει να κερδίσει την εµπιστοσύνη του Χρήστου Λαµπράκη. Μπορεί να µην έχει κάνει σηµαντικές σπουδές, σε αντίθεση µε στελέχη του ∆ΟΛ που θα µπορούσαν να χαρακτηριστούν διανοούµενοι, όπως ο Λέων Καραπαναγιώτης, όµως ξέρει την τέχνη του ρεπορτάζ και της διεύθυνσης µιας εφηµερίδας. ∆εν είναι εύκολο, βέβαια, αυτό.

Ο Λαµπράκης επιδίδεται συχνά σε έναν ιδιότυπο χειρισµό ανθρώπων και στη Μεταπολίτευση τα διευθυντικά στελέχη του ∆ΟΛ ανταγωνίζονται συχνά για την εύνοιά του. Αλλωστε, ο Ψυχάρης θα µοιράζεται για µεγάλο διάστηµα τον ρόλο του «λαϊκής προέλευσης» στελέχους µε τον Νίκο Κακαουνάκη, ο οποίος διατηρούσε στενές σχέσεις µε τον Ανδρέα Παπανδρέου. Οµως, ο Παπανδρέου είναι καχύποπτος απέναντι στον Ψυχάρη και αποφεύγει για πολλά χρόνια την άµεση επαφή µαζί του, όντας επιφυλακτικός πάνω στο πώς ο τελευταίος διαχειρίζεται την πληροφορία. Ωστόσο, η ∆ήµητρα Λιάνη τούς φέρνει πιο κοντά. Μετά την επιστροφή του Παπανδρέου στην πρωθυπουργία, το 1993, ο Ψυχάρης και τα έντυπα του ∆ΟΛ αναλαµβάνουν να χτίσουν την εικόνα µιας σοβαρής και σεµνής ∆ήµητρας Λιάνη ως «πρώτης κυρίας».

Ο Ψυχάρης ήταν πάντα µεγάλος παίκτης. Και, όπως όλοι οι µεγάλοι παίκτες, ήξερε ότι το παιχνίδι παίζεται τόσο µε τα σηµαδεµένα χαρτιά όσο και µε τους κρυµµένους άσους στο µανίκι. Πολύ πριν από τη δηµιουργία πανεπιστηµιακών τµηµάτων δηµοσιογραφίας και επικοινωνίας, ο Ψυχάρης έχει αναπτύξει µια δική του θεωρία περί πληροφορίας. Η γνώση είναι δύναµη, αρκεί να ξέρεις πώς να τη χρησιµοποιήσεις. Αυτή την ικανότητα αξιοποίησης της πληροφορίας είναι που εκτιµά ο Χρήστος Λαµπράκης.

Την επιθυµία να µετατραπεί ο ∆ΟΛ από εκδοτικό συγκρότηµα σε ισχυρό οικονοµικό όµιλο µε πολιτική επιρροή την είχε εξίσου µε τον Ψυχάρη και ο Χρήστος Λαµπράκης. Ο τελευταίος καταλάβαινε άλλωστε και πως το πεδίο του πολιτισµού και της παιδείας µπορούσε να είναι αφετηρία επιχειρηµατικών πρακτικών.

Σε αυτή την κατεύθυνση αναλαµβάνουν να κινηθούν οι ∆ηµήτρης Χατζής και ∆ηµήτρης Μπιλίρης, εµπορικός και οικονοµικός διευθυντής αντίστοιχα. Αυτό όµως δεν κρατάει πολύ. Αρχή του Ψυχάρη, όπως και ολόκληρου του Συγκροτήµατος, είναι πως η ευελιξία στις πολιτικές σχέσεις είναι η µεγαλύτερη αρετή. Καθόλου τυχαία λοιπόν ο Ανδρέας Ψυχάρης αρχικά γίνεται σύµβουλος του Αντώνη Σαµαρά και στη συνέχεια εκλέγεται βουλευτής µε τη Νέα ∆ηµοκρατία, πριν αποφασίσει εντέλει να επιστρέψει ως αρθρογράφος στο «Βήµα», χωρίς στο παρελθόν να έχει σχέση µε το κόµµα. Νωρίτερα, το 1997, στηρίζοντας την «Προοδευτική Παράταξη», σε άρθρο του και σε πρωτοσέλιδο ρεπορτάζ του «Βήµατος», που συνοδεύεται από φωτογραφία του Κώστα Καραµανλή και του γνωστού κλωνοποιηµένου προβάτου Ντόλι, λοιδορεί τον νεοεκλεγέντα πρόεδρο της Ν.∆. και επιχειρεί να δηµιουργήσει συνειρµούς ότι ήταν κλώνος του θείου του, χωρίς να είναι αυθεντικός.

Οι χαµένες πολιτικές µάχες, ο δανεισµός και οι κατηγορίες

Ευελιξία ο κ. Ψυχάρης προσπαθεί να επιδείξει και προς τον Αλέξη Τσίπρα, όταν το πολιτικό σκηνικό αλλάζει. Προσπαθεί να αξιοποιήσει και το γεγονός ότι πρώην στελέχη του ∆ΟΛ, όπως ο Βασίλης Μουλόπουλος, έχουν καίριο ρόλο µέσα στον ΣΥΡΙΖΑ. Το «φλερτ» κρατά αρκετά, αλλά αποτυγχάνει. Η αντίδραση του Ψυχάρη είναι έντονη. Οι «γάτες Ιµαλαΐων» είναι µια προσπάθεια να ανατραπεί το σκηνικό. Αλλά υπήρξε προσπάθεια άκοµψη για έναν τέτοιο παίκτη. ∆εν είναι άλλωστε η πρώτη φορά που η ευθυκρισία του Στρατηγού αποδεικνύεται λαθεµένη. Με τον Βενιζέλο στην εκλογική µάχη µε τον ΓΑΠ, µε την Ντόρα στη µάχη µε τον Σαµαρά, το Συγκρότηµα χάνει από ένα σηµείο και µετά κάθε πολιτική µάχη στην οποία παίρνει ανοικτά θέση, όπως και στο ∆ηµοψήφισµα. Αλλωστε, από το 2009 έχει «φύγει» και ο Χρήστος Λαµπράκης. Ο Ψυχάρης µένει πια µόνος, έχοντας προλάβει ωστόσο να αγοράσει το 25% των µετοχών του Συγκροτήµατος. Νωρίτερα, το 2003, τοποθετείται διευθύνων σύµβουλος και αντιπρόεδρος του ∆ΟΛ.

Τον Απρίλιο του 2012 συγκροτείται σε σώµα το νέο ∆ιοικητικό Συµβούλιο του Οργανισµού, µε πρόεδρο και διευθύνοντα σύµβουλο τον ίδιο. Η συµµαχία µε τον εφοπλιστή Ρέστη καταρρέει. Για να µπορέσει να επιβιώσει ο ∆ΟΛ, ακόµη και µετά το κύµα απολύσεων και περιορισµού δραστηριοτήτων, µε συµβολική συµπύκνωση το κλείσιµο του ηµερήσιου «Βήµατος», ο Ψυχάρης καταφεύγει στον δανεισµό, ενεχυριάζοντας τα πάντα. Οµως, αυτό τον κάνει ευάλωτο. Μετά το 2015 οι τράπεζες γίνονται όλο και πιο αυστηρές. Και κάπως έτσι ο ισχυρός άνδρας βρίσκεται ενώπιον της Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής για να δώσει εξηγήσεις για τα δάνεια. Και κάπως έτσι βρίσκεται να αντιµετωπίζει τις εισαγγελικές έρευνες και τις κατηγορίες περί ξεπλύµατος «βρώµικου» χρήµατος.

Η επιθυµία να συνεχίσει η λειτουργία του Οργανισµού Ενδεικτικό της ισχυρής επιθυµίας του Στ. Ψυχάρη, αλλά και της διοίκησης του ∆ΟΛ να συνεχίσει να λειτουργεί ο ιστορικός οργανισµός ήταν το άρθρο που αναρτήθηκε την Τετάρτη το βράδυ στον ιστότοπο tovima.gr, µε τίτλο «Το “Βήµα” είναι εδώ» και υπογραφή «Το Βήµα». «Είµαστε και πάλι εδώ, στην πρώτη γραµµή της ενηµέρωσης. ∆εν θα µπορούσε να γίνει κι αλλιώς.

Παρά τα όποια προβλήµατα, η εφηµερίδα που σηµαδεύει µε την παρουσία της την πολιτική, πνευµατική και κοινωνική ζωή της χώρας για 95 σχεδόν χρόνια θα συνεχίσει να καταγράφει την ιστορία», τονίζεται στη συγκεκριµένη ανάρτηση και προστίθεται: «Τα προβλήµατα που υπάρχουν δεν µπορούσαν να βαρύνουν περισσότερο στη συνείδηση και τις αξίες των εργαζοµένων από την υποχρέωση και το καθήκον τους να ενηµερώνουν όσο γίνεται καλύτερα τους αναγνώστες που τους επιλέγουν τόσα χρόνια τώρα». Το άρθρο κλείνει µε ένα µήνυµα προς τους κυβερνώντες: «Ας γνωρίζουν ότι µε κάθε κόστος όλοι εµείς θα συνεχίσουµε να αγωνιζόµαστε και να υπερασπιζόµαστε την ελευθερία του Τύπου και τις δηµοκρατικές κατακτήσεις».