Αριστοτέλης Ωνάσης: Ο άνθρωπος που ήθελε τα πάντα
Μια τέτοια μέρα έφυγε ο Αρίστος σε ένα Παρίσι όπου η βροχή έπεφτε ασταμάτητη, για να βρει την δική του Ιθάκη...
Ο τίτλος «Αριστοτέλης Ωνάσης: Ο άνθρωπος που ήθελε τα πάντα» είναι ίσως ο πλέον χαρακτηριστικός για τον Έλληνα μεγιστάνα στην βιογραφία την οποία υπογράφει ο Φρανσουά Φορεστιέ. Ο γάλλος δημοσιογράφος της Nouvelle Observateur σκιαγραφεί ανάγλυφα τον βίο και την πολιτεία του Αρίστου που έφυγε σαν σήμερα, ένα βροχερό πρωινό του Μάρτη, το 1975 στο Παρίσι.
Με μια μυθιστορηματική γραφή ο Φορεστιέ ξεδιπλώνει μέσα από τις τριακόσιες σελίδες του βιβλίου του έναν Ωνάση που δεν έχει πρόβλημα να πει: «Τρία πράγματα ξέρει ο κόσμος για μένα. Ότι γα…ω την Κάλας, γα…ω την Τζάκι και γα…ω ότι γουστάρω με τα λεφτά μου».
Άγνωστα περιστατικά, ομηρικοί τηλεφωνικοί καυγάδες όπως αυτός μεταξύ του Έλληνα μεγιστάνα και του Ρόμπερτ Κένεντι για χάρη της Λι Ράτζβιλ αποκαλύπτονται σε ένα εξαιρετικό βιβλίο, που διάβασα απνευστί μέσα σε δύο ημέρες.
Από τη δυσωδία των αμπαριών στα πόδια των γυναικών.
«Εκείνος ο μέτριος μαθητής της Ακαδημίας Αρώνη, ο ατίθασος, το παιδί που ήταν σίγουρο για τον εαυτό του, ο πρωταθλητής της κολύμβησης, έκαψε το παρελθόν του ως υιού καλής οικογενείας. Θα μπορούσε να διαδεχτεί τον πατέρα του, να πουλάει καπνά και όπιο για το υπόλοιπο της ζωής του, να γίνει ένας πλούσιος έμπορος. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν θα γίνει. Το πήρε απόφαση: θα πετύχει».
Ο Φορεστιέ περιγράφει τις συνθήκες εξαθλίωσης στο καράβι «Tomasso di Savoia» με το οποίο ο δεκαοχτάχρονος Ωνάσης άφησε πίσω του την Ευρώπη για την μακρινή Αργεντινή. Κοιμάται σε ένα από τα οχτώ αμπάρια του πλοίου, μαζί με άλλους τριακόσιους ανθρώπους και η ατμόσφαιρα είναι αποπνικτική, μέσα σε εμετούς και ακαθαρσίες.
Επιστρατεύοντας το δαιμόνιο μυαλό του λαδώνει ένα μέλος του πληρώματος με πέντε δολάρια και αποκτά την δική του γωνιά, μέσα στα καραβόσκοινα, μόνος του, μακριά από την δυσωδία των αμπαριών.
Φτάνοντας στην Αργεντινή θα γνωρίσει στο Μπουένος Άιρες τον Χουάν Πετσάλη, ένα έλληνα που θα τον βοηθήσει να μοιραστεί ένα δωμάτιο μαζί με έναν βαρκάρη-ταξιτζή που δουλεύει στο λιμάνι.
Αυτή θα είναι η πρώτη του δουλειά, πριν προσληφθεί στην τηλεφωνική υπηρεσία, δουλεύοντας πάντα βράδυ, εκεί όπου καθισμένος ανακούρκουδα επωφελείται για να κοιτάζει και να αγγίζει τα πόδια των γυναικών που συνδέουν γραμμές.
Η Αργεντινή είναι μόνο η αρχή. Εκεί θα αποκτήσει την πρώτη του Bugatti, όταν θα αρχίσει τις εισαγωγές καπνού, εκεί θα υποκύψει στην γοητεία του η Κλαούντια Μούτσιο, διάσημη τραγουδίστρια που έγινε φυσικά ερωμένη του εκεί θα νοιώσει για πρώτη φορά ότι έγινε πλούσιος, όταν κερδίζει το πρώτο του εκατομμύριο δολάρια.
«Ελάχιστες φωνές ακούγονται ν’ αναρωτιούνται πως ένας τόσο νέος άνθρωπος, μόλις είκοσι τριών ετών, έχει καταφέρει να κερδίσει τόσα χρήματα. Θαυμάζουν και σιωπούν. Στο Μπουένος Άιρες, τέτοιου είδους ερωτήσεις δεν έχουν καμία θέση. Ιδίως όταν πρόκειται για λαθρεμπόριο» γράφει ο συγγραφέας αφήνοντας αιχμές για τον Έλληνα εφοπλιστή και τις δραστηριότητές του.
Σε αυτή την πόλη θα γνωρίσει ο Αρίστος τον Κώστα Γράτσο, τον πιο στενό συνεργάτη του στα χρόνια που θα ακολουθήσουν, όταν θα φτάσει στην κορυφή του κόσμου.
Στην αρχή της εφοπλιστικής του καριέρας πάντως «τα δύο πρώτα πλοία του το Ωνάσης-Σωκράτης και το Ωνάσης-Πηνελόπη διασχίζουν περήφανα τους ωκεανούς, ενώ στην πραγματικότητα, μόνο η μπογιά κρατάει τις λαμαρίνες τους ενωμένες».
Ο φάκελος στο FBI και ο Νιάρχος
Στα πρώτα τρία τάνκερ που παραγγέλνει απαιτεί να υπάρχει μια σουίτα γι’ αυτόν, δύο υπνοδωμάτια και ένα πιάνο, το οποίο ήθελε απλά να βλέπει, αφού δεν ήξερε να παίζει. Φοβερά κοινωνικός δεν έχει κανένα πρόβλημα να γνωρίζει και να μιλάει με τον οποιοδήποτε και όπως αναφέρει ο Φορεστιέ «υπάρχουν άνθρωποι που δεν θα το ξεχάσουν. Μια μέρα , ο φάκελος του Ωνάση στο FBI θα φτάσει τις 4936 σελίδες».
Ο συγγραφέας επικεντρώνεται και στον τρελό ανταγωνισμό ανάμεσα σε Ωνάση και Νιάρχο που κράτησε μέχρι το τέλος της ζωής του μυθικού Σμυρνιού και τα είχε όλα.
Γυναίκες που διεκδικούσαν και οι δύο, τρελά deals εκατομμυρίων δολαρίων, ποιος είχε τα περισσότερα καράβια, το καλύτερο σκάφος και το πιο όμορφο ιδιωτικό νησί.
Θα συναντηθούν για πρώτη φορά ένα ανοιξιάτικο βράδυ του 1943 στο σπίτι του εφοπλιστή Σταύρου Λιβανού, του βασιλιά τότε των ελλήνων εφοπλιστών.
Ο Ωνάσης βρίσκεται εκεί με ένα ποτήρι ουίσκι στο χέρι. Προσέχει έναν άντρα που του έχει γυρισμένη την πλάτη, κομψός μέσα στο καλοραμμένο του κουστούμι. Όταν εκείνος στρέφει , ο Ωνάσης αναγνωρίζει τον αντίζηλό του, τον εχθρό του, τον Σταύρο Νιάρχο. Τα χαμόγελα λόγω της περίστασης δεν κρύβουν την αλήθεια. Είναι δύο άντρες που μισούνται, που σιχαίνονται ο ένας τον άλλο εδώ και καιρό».
Όταν «εισβάλλει» επιχειρηματικά στο Μονακό ο πρίγκιπας Ρενιέ που βλέπει τον Ωνάση σαν απειλή δεν θα διστάσει να πει στους δημοσιογράφους ότι « θέλει να μετατρέψει το Μόντε Κάρλο σε Μόντε Γκρέκο!».
Ο Φορεστιέ αποκαλύπτει για πρώτη φορά ότι ο Έλληνας μεγιστάνας προσπάθησε να παντρέψει τον Ρενιέ με την Μέριλιν Μονρόε, προσπάθεια που δεν καρποφόρησε, επιστρατεύοντας μάλιστα γι’ αυτό τον Σπύρο Σκούρα, πρόεδρο της Fox.
Ένα δικό του ειδύλλιο όμως, αυτό με την Μαρία Κάλλας θα εξοργίσει τον τότε σύζυγό της Μενεγκίνι σε τέτοιο βαθμό, που όταν ο Ωνάσης του προτείνει λεφτά για να φύγει τσακώνονται με το Ιταλό σε έξαλλη κατάσταση να ουρλιάζει στον εφοπλιστή: «Τα λεφτά σου να τα βάλεις στον ελληνικό σου βρωμόκωλο»!
Μπορεί ο Αρίστος να αγάπησε την Κάλας με τον δικό του μοναδικό τρόπο, όμως ως συνήθως δεν της ήταν πιστός, όπως συνέβη και με όλες τις γυναίκες που πέρασαν από τη ζωή του. Όταν κατέκτησε τη Λι Ράτζβιλ, αδερφή της Τζάκι, δέχτηκε ένα τηλεφώνημα από τον Ρόμπερτ Κέννεντι το οποίο αποκαλύπτει στο βιβλίο του ο γάλλος δημοσιογράφος παραθέτοντας έναν απολαυστικό διάλογο: «Θα ήταν προτιμότερο να μην ξαναδείτε την πριγκίπισσα Ράτζβιλ».
Ο Άρης αφήνει να πλανάται μια βαριά σιωπή. Η απάντησή του πέφτει σαν καμουτσικιά: «Μπόμπι εσύ κι ο Τζακ μπορείτε να γα…ε την ηθοποιό σας όσο γουστάρετε, κι εγώ θα γα…ω την πριγκίπισσά μου όσο γουστάρω».
Τα αδέρφια Κέννεντι γίνονται έξαλλα με τον Έλληνα και όταν ο τελευταίος αντιλαμβάνεται ότι μπορεί να αντιμετωπίσει πρόβλημα στα λιμάνια της Αμερικής, αν ο Κέννεντι πλησιάσει τα συνδικάτα, κάνει εκείνος την πρώτη κίνηση και συναντάει τον αρχηγό τους, τον πανίσχυρο Τζίμι Χόφα. Οι δυό τους τα βρίσκουν και όταν ο Αρίστος αναφέρεται στην κόντρα με τον Ρόμπερτ Κέννεντι ο Χόφα απαντάει: «Μην σκάτε κύριε Ωνάση. Αρκεί να μην σκύψετε το κεφάλι. Ο τύπος είναι γυναικούλα!