Ο χαρακτηρισµός «Πιστόριους της Ελλάδας», που αποδόθηκε στον Βασίλη Τσαγκάρη µετά την αποκάλυψη του εγκλήµατος στο Μοσχάτο, προκαλεί την έντονη αντίδρασή του.

Μία εβδοµάδα µετά το έγκληµα που άφησε άφωνη την κοινή γνώµη, ο Παραολυµπιονίκης µιλάει στα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» και δίνει τη δική του εκδοχή για τη µοιραία νύχτα: «∆εν είµαι ο Πιστόριους της Ελλάδας. Είναι τελείως διαφορετικές οι συνθήκες και οι περιπτώσεις. Εγώ ήµουν σε άµυνα και είχα δεχθεί φραστική και σωµατική επίθεση, κινδύνευα.

Ο Πιστόριους πυροβόλησε την κοπέλα που τον αγαπούσε». Οπως λέει, δεν είχε προσχεδιάσει το έγκληµα, αλλά προκλήθηκε άγρια και απειλήθηκε από το θύµα. «Πάνω απ’ όλα απειλούσε τη ζωή της µητέρας µου, τον αδερφό µου, την οικογένειά µου και εµένα. Εκανε ακατανόητα πράγµατα, πολύ απειλητικά.

Είχαµε πραγµατικούς λόγους να φοβόµαστε, γιατί ήξερε τα πάντα γύρω από τα όπλα. Τον φοβόταν πολύ και η πρώην σύζυγός του για τα βίαια ξεσπάσµατά του», υποστηρίζει ο Βασίλης Τσαγκάρης. Το µοιραίο βράδυ, όπως λέει, το µυαλό του θόλωσε και η µόνη του σκέψη ήταν να προστατευθεί.

Τράβηξε το όπλο που κατείχε παράνοµα και πυροβόλησε τον Μάριο Λουκόπουλο. Οι λεπτοµέρειες που έρχονται στο φως είναι ανατριχιαστικές για τα τελευταία λεπτά της ζωής του 47χρονου ξενοδόχου.

«Τι κάνεις; Με σκότωσες!», είπε στον δράστη, όταν δέχθηκε τον πρώτο πυροβολισµό. Εκείνος όµως δεν δίστασε να τον ξαναπυροβολήσει. Ενώ ο Μάριος Λουκόπουλος ψυχορραγούσε, βαρύτατα τραυµατισµένος, ο Παραολυµπιονίκης κατέβασε τα ρολά του πρακτορείου του και έφυγε για το σπίτι του, που βρίσκεται λίγα τετράγωνα πιο µακριά. Το θύµα πρόλαβε πριν χάσει τις αισθήσεις του να τηλεφωνήσει από το κινητό του στην Αστυνοµία και να ενηµερώσει τον εµβρόντητο αστυνοµικό που απάντησε ότι χαροπάλευε.

«Εχω πυροβοληθεί», του είπε χαρακτηριστικά. Η Αστυνοµία έσπευσε στην οδό Μακρυγιάννη και µε τη βοήθεια της Πυροσβεστικής άνοιξε τα ρολά. Ο 47χρονος ακόµα ανέπνεε, αλλά όταν µεταφέρθηκε στο Τζάνειο Νοσοκοµείο ήταν πολύ αργά για να καταφέρουν οι γιατροί να τον κρατήσουν στη ζωή. Οι αστυνοµικοί που έφτασαν στο σπίτι του Παραολυµπιονίκη τον άκουσαν να παραδέχεται χωρίς περιστροφές ότι εκείνος τον σκότωσε, γιατί, όπως ισχυρίστηκε, ο Λουκόπουλος του επιτέθηκε πρώτος και φοβήθηκε για τη ζωή του.

 

ΤΟ «ΒΡΑΧΙΟΛΑΚΙ»

Η απόφαση να µην προφυλακιστεί ο Παραολυµπιονίκης για το έγκληµα προκάλεσε αίσθηση, αφού είναι η πρώτη φορά στα ελληνικά δικαστικά χρονικά που ένας καθ’ οµολογίαν δολοφόνος δεν οδηγείται στη φυλακή µετά την απολογία του, αλλά επιστρέφει στο σπίτι του µε ηλεκτρονική επιτήρηση. Το γνωστό «βραχιολάκι» θα δίνει το στίγµα του Βασίλη Τσαγκάρη, ο οποίος είναι υποχρεωµένος να παραµείνει σε κατ’ οίκον περιορισµό µέχρι τη διεξαγωγή της δίκης και θα έχει τη δυνατότητα µετακινήσεων εκτός σπιτιού µόνο για ιατρικούς λόγους. «Σέβοµαι την απόφαση της ∆ικαιοσύνης. Αναγνωρίζω το σφάλµα µου. Εκανα µια πολύ βαριά πράξη, έστω και κάτω από ειδικές συνθήκες.

Μετανιώνω, λυπάµαι αφάνταστα. Σε κανέναν άνθρωπο µην τύχει. Ευχαριστώ που η ∆ικαιοσύνη µού έδωσε τη δυνατότητα να µη χειροτερεύσει η ήδη άσχηµη υγεία µου», λέει στα «Π» ο δράστης.

«Πρόκειται για µια πολύ σηµαντική απόφαση, που µας ικανοποιεί απολύτως», λέει από την πλευρά του ο συνήγορος του Παραολυµπιονίκη και γνωστός ποινικολόγος Πέτρος Μαντούβαλος, και προσθέτει:

«Η απόφαση για την ηλεκτρονική επιτήρηση, που πάρθηκε µε τη σύµφωνη γνώµη ανακριτή και εισαγγελέα, επιβάλλεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Μας ενδιαφέρει ο Β. Τσαγκάρης να βρίσκεται στο σπίτι του δεν έχει σκοπό να κάνει βόλτες. Θα µετακινείται µόνο για λόγους που αφορούν την υγεία του, όταν θα χρειάζεται ιατρική φροντίδα και παρακολούθηση. ∆εν είναι αθώος. Θα γίνει δίκη και θα υπάρξει ποινή, αφού εξεταστούν όλες οι συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε το έγκληµα. Αλλά, σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για µια γενναία δικαστική απόφαση, που στηρίχθηκε κυρίαρχα στη βεβαρηµένη κατάσταση της υγείας του. Αξιολογήθηκε όµως και το γεγονός ότι έπεισε κατά την απολογία του για την αλήθεια όσων περιέγραψε. Ακόµα και για το όπλο είπε την αλήθεια, ότι ήταν δικό του και ότι το κατείχε παράνοµα, καθώς µετέφερε χρήµατα από το πρακτορείο του κάθε βράδυ και φοβόταν ότι µπορούσε να απειληθεί η ζωή του». Για το µέλλον, ο Παραολυµπιονίκης περιµένει, όπως λέει, την τιµωρία του.

«Πρώτα απ’ όλα, έκανα µια άδικη πράξη και οφείλω να τιµωρηθώ. Κατόπιν, µε ενδιαφέρει η µητέρα µου, που τόσο πολύ µε στηρίζει, και η οικογένειά µου. Θέλω όµως να ζητήσω συγγνώµη από τα παιδιά του Μ. Λουκόπουλου και να τους πω ότι πραγµατικά λυπάµαι». Το 2002 ήταν η χρονιά που η ζωή του Βασίλη Τσαγκάρη άλλαξε για πάντα, µετά το τροχαίο ατύχηµα που τον καθήλωσε σε αναπηρικό καροτσάκι. Τότε ήταν µόλις 24 ετών και η ζωή τού χαµογελούσε, µε τον πρωταθλητισµό στην κολύµβηση να είναι ο πρώτος του στόχος. Μετά από µία ακόµα προπόνηση στη θάλασσα, πήρε τον δρόµο για το σπίτι, αλλά έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου του. Ξαφνικά, τα όνειρα σταµάτησαν για τον νεαρό κολυµβητή, που έδινε έναν πρωτόγνωρο αγώνα να κρατηθεί στη ζωή και να συνηθίσει τη νέα σκληρή πραγµατικότητα. ∆ύο χρόνια αργότερα, το 2004, επέστρεψε στην κολύµβηση και εντάχθηκε σε οµάδα του Μοσχάτου. Εχει διακριθεί σε παγκόσµιο και ευρωπαϊκό επίπεδο, ενώ ήταν 6ος στους Παραολυµπιακούς Αγώνες του Λονδίνου και του Πεκίνου.

«Τον εκβίαζε να πει ψέµατα»

ΤΟ ΕΡΩΤΙΚΟ τρίγωνο που οδήγησε στον φόνο ξετυλίγεται µέσα από τις καταθέσεις των πρωταγωνιστών στις αστυνοµικές και τις δικαστικές Αρχές. Η σύζυγος του Μάριου Λουκόπουλου, µε τον οποίο είχε αποκτήσει δύο παιδιά, αλλά στη συνέχεια το ζεύγος χώρισε, περιγράφει µε µελανά χρώµατα τη σχέση µε τον πρώην σύζυγό της, καθώς, όπως λέει, το τελευταίο διάστηµα εκείνη και τα παιδιά της ζούσαν σε καθεστώς τρόµου.

Σύµφωνα πάντα µε τους ισχυρισµούς της, το θύµα απειλούσε και τον Βασίλη Τσαγκάρη ενόψει δικαστηρίου που είχε το πρώην ζευγάρι για ενδοοικογενειακή βία.

«Ο πρώην σύζυγός µου τον εκβίαζε να καταθέσει ψέµατα στο δικαστήριο που είχα µαζί του, ότι δήθεν είχαµε σχέση από τότε που ήµουν παντρεµένη, ειδάλλως θα έκανε κακό στην οικογένειά του και στο πρακτορείο», λέει η 42χρονη. Το ζευγάρι χώρισε το 2015, ενώ τον Απρίλιο του 2016 η 42χρονη υπέβαλε µήνυση στον πρώην σύζυγό της κατηγορώντας τον ότι την έδεσε µε χειροπέδες και την κράτησε όµηρο για επτά ώρες µε βρισιές και απειλές. Εκείνος, στο απολογητικό του υπόµνηµα, είχε ισχυριστεί τότε ότι επρόκειτο για ερωτικό παιχνίδι. Στην κατάθεσή της στην Αστυνοµία, πάντως, η Κ.Κ. παραδέχεται ότι είχε κατά περιόδους σεξουαλικές επαφές µε τον Τσαγκάρη και ισχυρίζεται ταυτόχρονα ότι αγαπούσε τον πρώην σύζυγό της. «Με τον Μάριο µπορεί να είχαµε όλα αυτά τα προβλήµατα που σας είπα, αλλά δεν έπαψα ποτέ να τον αγαπάω», είπε στους αστυνοµικούς.

«Το είχε προσχεδιάσει»

ΓΙΑ ΕΓΚΛΗΜΑ εκ προµελέτης κάνει λόγο, από την πλευρά του, ο συνήγορος πολιτικής αγωγής, Αλέξης Κούγιας. «Ο δράστης είχε προσχεδιάσει οπωσδήποτε το έγκληµά του µε συνεργό του, όπως αποδεικνύεται και εκ του ότι ο δράστης είχε απενεργοποιήσει το σύστηµα καταγραφής (κάµερες) πριν από την έλευση του θύµατος στο κατάστηµά του», τονίζει σε ανακοίνωσή του ο κ. Κούγιας και προσθέτει: «Οι υποψίες, τόσο του αδελφού του θύµατος όσο και ηµών που µελετήσαµε τη δικογραφία, επικεντρώνονται σε συγγενικό πρόσωπο του θύµατος, το οποίο έσπευσε, πριν ακόµη απολογηθεί ο δράστης, να τον υπερασπισθεί µε πρωτοφανή ψυχρότητα και ασέβεια προς το ανυπεράσπιστο θύµα, τόσο µε την προανακριτική του κατάθεση όσο και µε δηµόσιες τοποθετήσεις, οι οποίες αναπαράχθηκαν από όλα τα µέσα µαζικής ενηµέρωσης, πριν απολογηθεί στον ανακριτή ο αδίστακτος δολοφόνος του».