Ξημερώματα Σαββάτου της Πρωτομαγιάς του 1976 και ο 37χρονος Αλέκος Παναγούλης έχει αναπτύξει υπερβολική ταχύτητα με το αυτοκίνητό του, -ένα Fiat Mirrafiori- στη Λεωφόρο Βουλιαγμένης έχοντας κατευθύνση τη Γλυφάδα. 

Δίπλα του βρίσκονται δύο αυτοκίνητα, τα οποία θα μπορούσε να πει κάποιος ότι έχουν επιδοθεί σε αγώνα ταχύτητας μαζί του. Δεν περνούν λίγα δευτερόλεπτα και αμέσως ακούγεται ενας εκκωφαντικός θόρυβος και το αυτοκίνητο του Αλέκου Παναγούλη βρίσκεται «καρφωμένο» κάθετα σε ένα υπόγειο κατάστημα. Ο ίδιος βρίσκεται αιμόφυρτος στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου του, ενώ λίγο μετά αφήνει την τελευταία του πνοή. Από την επόμενη του θανάτου του, δεν είναι λίγοι εκείνοι που μιλούν για «πολιτική δολοφονία».

Την διαλεύκανση της υπόθεσης ανέλαβε ένας από τους γνωστούς εισαγγελείς εκείνης της εποχής ο Δημήτρης Τσεβάς. Ο κ. Τσεβάς αρχικά μιλούσε για εγκληματική ενέργεια: « «Ερευνάται η υπόθεσις προς πάσα κατεύθυνσιν και αφήνει μεγάλα λογικά περιθώρια στην πιθανότητα της εγκληματικής ενέργειας. Είναι περίεργο τροχαίο ατύχημα. Τόσο περίεργο, ώστε να μην μπορεί κανείς να υποστηρίξει λογικώς ότι είναι ατύχημα».

Μάλιστα οι αστυνομικές αρχές αναζητούσαν τα αυτοκίνητα Peugeot, Ford, Alpha Romeo, ή Jaguar, τα οποία τον έβγαλαν εκτός πορείας, ενώ υπήρχαν και εκείνοι που έλεαν ότι ο άτυχος Παναγούλης δέχθηκε σφαίρα με αναισθητικό. 

Οι εφημερίδες της εποχής οι απόψεις που παρουσιάζονταν ήταν δύο: τροχαίο δυστύχημα και δολοφονία. 

Η σύγχυση στις αστυνομικές αρχές, παρέμεινε και τις επόμενες μέρες. Ωστόσο στις 3 Μαίου, εμφανίζεται στην Ασφάλεια Προαστίων ο Μιχάλης Στέφας ο οποίος στην κατάθεσή του ισχυρίστηκε πως προκάλεσε χωρίς να θέλει το τροχαίο δυστύχημα που στοίχησε τη ζωή στον Αλέκο Παναγούλη. Ενδεικτικό είναι ότι φιλοκυβερνητικές εφημερίδες, παρουσιάζουν τον Στέφα ως μέλος του «Ρήγα Φερραίου». Παρ όλα αυτά στην αναπαράσταση του δυστυχήματος δεν φαίνεται να πείθει τις αρχές με αποτέλεσμα όλα τα ενδεχόμενα να παραμένουν ανοιχτά.

Από την άλλη πλευρά, η κηδεία του ανθρώπου που παραλίγο να δολοφονήσει τον Γεώργιο Παπαδόπουλο το 1968, μετατρέπεται σε συλλαλητήριο δημοκρατίας. Χιλιάδες κόσμου φωνάζουν συνθήματα με τα πιο πολλά να έχουν αποδέκτη τον Ευάγγελο Αβέρωφ, ενώ η λέξη «ΖΕΙ» δονεί την ατμόσφαιρα. Στην κηδεία του απουσίαζαν ο τότε πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Τσάτσος, ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής .

Μετά από αρκετό διάστημα κάνει την εμφάνισή του στις αστυνομικές αρχές, ένας παρακρατικός ονόματι Γεώργιος Λεονάρδος και μίλησε για οργάνωση με την ονομασία «Αράχνη» η οποία δολοφόνησε τον Αλέκο Παναγούλη. 

Όμως στη δίκη που ακολούθησε δεν αποδείχθηκε κάτι τέτοιο με αποτέλεσμα να καταδικαστεί για συκοφαντική δυσφήμιση. Παρ΄όλα αυτά η μόνη δικαστική καταδίκη που υπήρξε αναφερόταν σε τροχαίο δυστύχημα. Ωστόσο άλλο ένα στοιχείο που προξενεί πολλά ερωτηματικά ακόμα και σήμερα είναι το γεγονός ότι λίγες μέρες πριν την αποκάλυψή του για τα αρχεία της ΕΣΑ. Η συγκεκριμένη αποκάλυψη δεν έγινε ποτέ.

Ο Παναγούλης υπήρξε μια απο τις σημαντικότερες φιγούρες της Αντίστασης κατά της Χούντας, ενώ στις 13 Αυγούστου του 1968 αποπειράθηκε να δολοφονήσει τον δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο, χωρίς επιτυχία. Στη συνέχεια εντοπίζεται, συλλαμβάνεται και βασανίζεται άγρια από το Χουντικό καθεστώς. 

Βασανιστές του ήταν ο ταγματάρχης Θεόδωρος Θεοφιλογιαννάκος και ο ταξίαρχος της ΕΣΑ Δημήτρης Ιωαννίδης. Περνάει από στρατοδικείο όπου καταδικάζεται δις εις θάνατον, ενώ η ποινή έπρεπε να εκτελεστεί μέσα σε 48 ώρες στην περίπτωση που δεν του απονεμόταν χάρη. Εκείνος αρνείται πεισματικά, ενώ η Χούντα κατόπιν της διεθνούς κατακραυγής μεταφέρεται αρχικά στις φυλακές της Αίγινας και έπειτα στο Μπογιάτι. 

Λίγο μετά -το 1969-δραπετεύει αλλά συλλαμβάνεται ξανά και οδηγείται στο Μπογιάτι, όπου προσπαθεί εκ νέου να αποδράσει χωρίς να τα καταφέρει. Εκεί ξεκίνησε να γράφει ποιήματα. Σχεδόν τεσσεράμιση χρόνια μετά -Αύγουστος 1973- αποφυλακίζεται αφού έχει δοθεί γενική αμνηστεία, και αυτοεξορίζεται στη Φλωρεντία. 

Με την πτώση της Χούντας, επιστρέφει στην Ελλάδα και εκλέγεται βουλευτής στις πρώτες ελεύθερες εκλογές με την Ένωση Κέντρου. Ωστόσο μετά από λίγο διάστημα, έρχεται σε ρήξη με την ηγεσία και ανεξαρτητοποιείται. Ο λόγος ήταν πως είχε συγκεντρώσει στοιχεία για τη συνεργασία του Δημήτρη Τσάτσου με τη Χούντα. 

Αμέσως μετά έρχεται σε ανοιχτή σύγκρουση με τον υπουργό Άμυνας Ευάγγελο Αβέρωφ και τον Δημήτρη Τσάτσο ενώ δέχθηκε πιέσεις για να αποσύρει τις καταγγελίες του.