Του Φώτη Απέργη

Πιστεύοντας ότι το πιο ωραίο πράγμα είναι να περιπλανιέσαι σε έναν κήπο, ο τελευταίος φρούραρχος του τότε Βασιλικού Κήπου επέμενε ότι δεν έπρεπε να μπουν οδόσημα στα δαιδαλώδη δρομάκια του. Αν και δεν του έγινε το χατίρι, ακόμα και σήμερα χάνεσαι ανάμεσα στα 500 είδη δέντρων και φυτών που είχαν φέρει στο τέλος του 19ου αιώνα απ’ όλο τον κόσμο οι βοτανολόγοι της βασίλισσας Αμαλίας. Ομως, όσο και αν ξεφεύγεις από τη βουή της πόλης, οι ψίθυροι της Ιστορίας σε συνοδεύουν. Και, καθώς μιλούν για δάνεια και χρέη, για αδύναμες κυβερνήσεις και επίμονους δανειστές, για περικοπές δαπανών και μειώσεις των μισθών, δεν ξέρεις αν μιλούν για το τότε ή το τώρα.

Αυτές τις ιστορίες, καθώς και άλλες, για σπουδαίους ποιητές και αγνούς φιλέλληνες - ναι, δεν είναι μύθος, ζωντανεύουν ο Θοδωρής Γκόνης και οι συνεργάτες του με μια δίωρη ξενάγηση μετά ποίησης και μουσικής (22 έως 26 Ιουνίου, με ελεύθερη είσοδο, με δελτία εισόδου του Φεστιβάλ Αθηνών). Αλλά και ο Δήμος Αθηναίων κάνει εδώ όλον τον μήνα από προγράμματα για παιδιά μέχρι συναυλίες με τα μουσικά του σύνολα (20 και 21/6).
«Πάντα ονειρευόμουν να κατέβουν οι μαρμάρινοι κάτοικοι του Κήπου από τα βάθρα τους και να περπατήσουν μαζί μας», λέει ο καταξιωμένος στιχουργός και σκηνοθέτης, μιλώντας για τα ιστορικά αγάλματα. Υστερα από πολλή μελέτη στις πιο έγκυρες πηγές, είναι έτοιμος γι’ αυτή την περιήγηση. Διαπιστώνοντας, παράλληλα, ότι «η σκιά της γειτονικής Βουλής, που ήταν τότε το παλάτι, είναι βαρύτερη από τη σκιά των δέντρων. Ασφαλώς, για πολλά έφταιξαν οι ξένοι, αλλά πίσω από κάθε εθνική καταστροφή υπάρχει και ελληνικό χέρι».

Εκτός από τις πολιτικές, έχουν ξεδιπλωθεί στον Εθνικό, πλέον, Κήπο, και πολλές ανθρώπινες ιστορίες. Εδώ έκανε τον περίπατό του ο Κωστής Παλαμάς, εδώ είχαν ραντεβού ο Κώστας Καρυωτάκης και η Μαρία Πολυδούρη, εδώ έκρυβε η Αμαλία τον δικό της πόνο: εξ αιτίας δυσπλασίας του κόλπου της, δεν μπορούσε να κάνει παιδί, ούτε καλά-καλά να έχει σεξουαλικές σχέσεις. «Και αυτό γινόταν πρόβλημα πολιτικό σε μια εποχή που όλοι περίμεναν τον διάδοχο που θα ικανοποιούσε τον μεγαλοϊδεατισμό της εποχής», επισημαίνει ο Θ.Γκόνης. Ας τον ακολουθήσουμε, όμως, στην πρόβα με τους ηθοποιούς του για να κρυφακούσουμε και άλλες ιστορίες:

Η βασίλισσα, οι ναύτες και οι μελαγχολικοί φοίνικες

Πενήντα χιλιάδες δραχμές, «το εν εικοστόν της βασιλικής χορηγίας», κόστιζε ετησίως «ο ωραιότερος κήπος του βασιλείου», που δημιούργησε η Αμαλία, εκεί όπου πριν ήταν μια «έκταση γυμνή, χέρσα, ηλιοκαμένη, με σκόρπιους άγριους θάμνους». Μια εφημερίδα έγραψε ότι ειδικά οι αιωνόβιοι φοίνικες που έφερε η 28χρονη βασίλισσα «κόστισαν στο κράτος 60 χιλιάδες δραχμές, ενώ στην πραγματικότητα δεν του κόστισαν τίποτα», παραπονείται η ίδια στον πατέρα της την Πρωτομαγιά του 1846. «Το όλο εγχείρημα πληρώθηκε από το ταμείο μας και δεν ξεπέρασε τις 3.000 δραχμές μαζί με τα φιλοδωρήματα προς τους ναύτες. Τι νοιάζονται για τα χρήματα που δίνουμε στους φτωχούς αυτούς ανθρώπους; Δεν είναι Ελληνες αυτοί που εισπράττουν τα χρήματα; Δεν μένουν στην Ελλάδα και τα δένδρα δεν κοσμούν την πόλη μ’ έναν θαυμαστό τρόπο; Αλλού ευγνωμονούν τους ιθύνοντες, όταν ομορφαίνουν την πόλη τους».

Ομως, η Αμαλία έχει και άλλα παράπονα: «Βρίσκω απαράδεκτη την περιγραφή που σου έκαναν για τους φοίνικες. Είναι απίστευτο! Πώς μπορεί κανείς να λέει ότι οι φοίνικες είναι μελαγχολικοί!». Και προσθέτει: «Θα τους φυτέψω τόσο ωραία, ώστε αυτός που έρχεται από τη θάλασσα να βλέπει το παλάτι μαζί με τους φοίνικες. Θα προσφέρουν μια εικόνα της Ανατολής».

Μελαγχολικοί ίσως όχι, ασήκωτοι, όμως, ήταν οι αιωνόβιοι φοίνικες, που ήταν κιόλας 20 μέτρα ψηλοί ο καθένας. Χρειάστηκαν 40 άνθρωποι για να τραβήξουν τα σχοινιά, ώστε να υψωθούν. «Οι ναύτες φώναζαν -γιατί ναύτες ήταν αυτοί που φύτευαν τους φοίνικες με τις οδηγίες του κηπουρού- ενθουσιασμένοι με το κατόρθωμά τους». Για τον τελευταίο και βαρύτερο χρειάστηκαν και άλογα, όχι ένα και 2, αλλά 18.

Ο ποιητής είχε βαρύ χέρι

Αλλο άγαλμα είναι του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, που, εκτός από σημαντικός ποιητής, υπήρξε και γοητευτικός ρήτορας. Ως βουλευτής των Ιονίων είχε ενθουσιάσει τόσο τον τότε πρωθυπουργό, Κωνσταντίνο Κανάρη, που σηκώθηκε να τον φιλήσει. Αλλά και ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, τυφλός πια, του είχε πει: «Λυπούμαι την στιγμήν αυτήν περισσότερον για την στέρησιν της οράσεως διότι δεν δύναμαι να σε ειδώ».
Ομως, ο ποιητής είχε και βαρύ χέρι. Να, πώς περιέγραψε στη σύζυγό του την επεισοδιακή συνεδρία τής 5ης Ιουνίου 1868, ύστερα από βουλευτικές εκλογές βίας και νοθείας: «Ησθανόμην το αίμα μου βράζον και τα βλέμματά μου ήστραπτον εκ του θυμού. Προσέρχομαι την στιγμήν εκείνην προς τους αναιδείς υβριστάς και λαβών εκ της χειρός τον Χαράλαμπον Ιακωβάτον τον ετίναξα βιαίως και του είπον ότι θα τον τιμωρήσω αν δεν έπαυε προπηλακίζων τους φίλους μου. Αυτός ήρχισε να καγχάζει ειρωνικώς και τότε εγώ εις απάντησιν του κατέφερα εν τοιούτον ράπισμα επί του προσώπου ώστε έπεσε κατά γης. Ο αδερφός του ηγέρθη και μοι επετέθη μετά πολλών άλλων αλλ’ εν τω μέσω αυτών κατέφερα τοιαύτα χτυπήματα ώστε ούτε εγώ εννοώ πόθεν μοι ήρχετο τοιαύτη δύναμις».

Ο κηπουρός, η αρχόντισσα και ο Εγγονόπουλος

Αρχικηπουρός των ανακτόρων ήταν ο Πρώσσος Φρειδερίκος Σμιτ. Ηρθε ως στρατιώτης μαζί με τον Οθωνα. «Δεν έμαθε ποτέ καλά τα ελληνικά, τα οποία έως το τέλος της μακράς του ζωής ωμιλούσε ανακατεμένα με γερμανικά και με παραμορφώσεις που έμειναν παροιμιώδεις εις τα χείλη των ειρώνων Αθηναίων της εποχής του». Οταν ο Όθων έφυγε, ο Σμιτ έμεινε, παντρεμένος με την Υδραία αρχόντισσα Αθανασούλα Βούλγαρη, με την οποία έκαναν εννέα κόρες κι έναν γιο. Ανάμεσα στα εγγόνια του, κι ένα που θα γινόταν μεγάλος ζωγράφος και ποιητής: ο Νίκος Εγγονόπουλος - ο οποίος, μάλιστα, έλεγε αργότερα, ότι ο παππούς και η γιαγιά του έζησαν αρμονικά διότι ο Φρειδερίκος δεν γνώριζε ελληνικά και η Αρβανίτισσα Αθανασούλα δεν ήξερε γερμανικά.

Ο βασιλιάς κάνει χιούμορ

Τέτοιος ήταν ο ενθουσιασμός της βασίλισσας, ώστε υπέστη τα πειράγματα του Οθωνα: «Εβαλα, επίσης, να γράψουν στην Αλεξάνδρεια, για να δω αν θα μπορούσε να φέρει κανείς και από εκεί φοίνικες», γράφει το 1845 στον πατέρα της. «Ο Οθων αστειεύτηκε πως είναι υπερβολικά κοντινό και εύκολο το να φέρω φοίνικες από την Αίγυπτο και μήπως θα προτιμούσα να ψάξω στα Ιμαλάια».

Πάντως, όταν είχε πλέον επιστρέψει στην πατρίδα του, το 1863, ο Οθων απαίτησε από το ελληνικό κράτος 5.358.085 δρχ., ποσό που δαπάνησε από το προσωπικό ταμείο του για την ανέγερση των Ανακτόρων. Και επιπλέον 1.748.600δρχ. ως έξοδα για τον Βασιλικό Κήπο. Οι διαπραγματεύσεις κράτησαν καιρό. Είχε πεθάνει πια εκείνος, όταν εγκρίθηκε στην Αμαλία αποζημίωση 4.500.000 δρχ.

Αυτό το χώμα είναι δικό τους

Η καχυποψία απέναντι στους εισαγόμενους βασιλείς δεν έλεγε να σβήσει. «Μίαν ημέραν από εκείνας, αίτινες ηκολούθησαν την άφιξιν της Αμαλίας, το γαλλικόν ατμόπλοιον αποβίβασεν εις τον Πειραιά πολυάριθμα κιβώτια φέροντα την επιγραφήν του Οθωνος». Διαδόθηκε τότε στην Αθήνα ότι περιείχαν την προίκα της Αμαλίας. Στην πραγματικότητα, περιείχαν ένα είδος χώματος για ορισμένα φυτά. Επικράτησε τότε μεγάλη απογοήτευση, ώστε «η εφημερίς Ελπίς έγραψεν άρθρον πλήρες αγανακτήσεως διά την περιφρόνησιν, ήτις επεδείχθη εις το ελληνικόν χώμα»...

Το παράπονο της χήρας Σαμάρα

Ανάμεσα στα αγάλματα, κι εκείνο του Σπύρου Σαμάρα. Στην αρχή είχε τοποθετηθεί στο Δημοτικό Θέατρο. Οταν αυτό γκρεμίστηκε, το μετέφεραν έξω απ’ την Εθνική Τράπεζα στην Αιόλου και, τελικά, μετά τον πόλεμο, στον τότε Βασιλικό Κήπο. Η χήρα του συνθέτη γκρίνιαζε ότι «χάθηκε στα δαιδαλώδη δρομάκια της τοποθεσίας». Ατυχος είχε υπάρξει και ως προς την ημέρα του θανάτου του: ήταν 25η Μαρτίου και όλες οι μπάντες ήταν απασχολημένες με την εθνική εορτή. Δεν βρήκαν κανέναν να παίξει μια νότα στην κηδεία του.

«Χοροί και μεγάλα diners διαγράφονται...»

Η προτομή του Ιωάννη Γαβριήλ Εϋνάρδου είναι η πρώτη που στήθηκε ποτέ στην Αθήνα σε υπαίθριο χώρο. Τραπεζίτης και διπλωμάτης, ο πάμπλουτος Γαλλοελβετός στήριξε όσο κανείς άλλος το πάμπτωχο, νεοσύστατο ελληνικό κράτος με δωρεές ή και δάνεια που εξασφάλισε για λογαριασμό της κυβέρνησης. «Δεδομένου ότι το ελληνικό χρέος ανέρχεται σε 2.400.000 λίρες στερλίνες, η εξόφλησή του από μια κυβέρνηση που δοκίμασε τόσα δεινά φαίνεται πράγμα αδύνατον», έγραφε προς Αγγλο τραπεζίτη. «Και θα ήταν σχεδόν βάρβαρο να το απαιτήσει κανείς. Αν, όμως, η κυβέρνηση δεν πληρώσει, δε θα βρει καμία πίστωση, κανέναν οικονομικό πόρο». Μέχρι και τα σκλαβωμένα γυναικόπαιδα του Μεσολογγίου είχε εξαγοράσει ο Εϋνάρδος από τους Τούρκους, προκειμένου να μην πουληθούν στα σκλαβοπάζαρα της Αιγύπτου.

«…Δεν μπορώ να παραβλέψω την κατάστασή της (χώρας), όπως την άφησαν η σκλαβιά τεσσάρων αιώνων και η αναρχία των τελευταίων χρόνων», γράφει ο Ιωάνης Καποδίστριας το 1830. Και τον επόμενο χρόνο, απευθύνεται με ευγνωμοσύνη προς τον Εϋνάρδο: «Τα 200.000 φράγκα σας έφτασαν σαν θαύμα την ώρα που χρειαζόταν. Επρεπε να πληρώσω την τριμηνία του στρατού και του ναυτικού και το δημόσιο ταμείο είχε μόνο 200.000 φοίνικες».

«Η κατάσταση είναι αυτή τη στιγμή πολύ δύσκολη», αναγνωρίζει και η Αμαλία 12 ολόκληρα χρόνια μετά. «Πρέπει να γίνουν κάθε είδους περικοπές και περιορισμοί. (...) Σαν πρώτο μέτρο παραιτήθηκε ο Οθων, δεν θυμάμαι αυτήν την στιγμή για πόσα χρόνια, από 200.000 δραχμές της βασιλικής του χορηγίας. Και οι υπόλοιποι δημόσιοι υπάλληλοι πρέπει να παραχωρήσουν, οι ανώτεροι 13%, οι άλλοι αναλόγως λιγότερα. (...) Εφέτος πρέπει να είμαστε πολύ συγκρατημένοι. Χοροί και μεγάλα diners διαγράφονται».

Αλλά και τον επόμενο χρόνο τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα. Γράφοντας στον πατέρα της, η βασίλισσα ξεσπά με απογοητευτικά διαχρονικές διαπιστώσεις: «Ολα αυτά τα χρήματα που πέταξαν δίνοντάς τα στους δημοσίους υπαλλήλους, με τα οποία εξέθρεψαν μια στρατιά τεμπέληδων και ραδιούργων, θα έπρεπε να τα είχαν χρησιμοποιήσει για την υλική πρόοδο της χώρας. Ο καθένας θέλει να γίνει δημόσιος υπάλληλος, για να αρμέξει λιγάκι την καημένη την αγελάδα, το κράτος. Γοητευμένη από τη βαυαρική γραφειοκρατία, η Αντιβασιλεία μάς υποχρέωσε! Ξόδεψε όλα τα χρήματα για να διατηρήσει την κρατική μηχανή, αντί να τα διοχετεύσει στη γη και στο εμπόριο, όπου θα είχαν αποδώσει εκατονταπλάσιους τόκους».

Βάνδαλοι και τότε

Η μπρούτζινη προτομή του ποιητή Ζαν Μορεάς στήθηκε το 1961 με αφορμή την επίσκεψη του στρατηγού Ντε Γκωλ στην Αθήνα. Το 1980 κάποιος βάνδαλος τη χτύπησε με χοντρό ξύλο. Η προτομή ξεκόλλησε και κύλισε στο χώμα. Τη βρήκαν, ευτυχώς, μέσα στους θάμνους, αφού τότε δεν υπήρχαν ακόμη χυτήρια στον Ασπρόπυργο...

Ψυγείο χωρίς ρεύμα

Οι σημερινές τουαλέτες του Κήπου ήταν τότε το κελάρι του παλατιού. Ήταν ουσιαστικά ένα ψυγείο της εποχής. Αγωγιάτες έφερναν χιόνι από την Πάρνηθα, το έβαζαν στο υπόγειο και από πάνω, στο ισόγειο, αποθήκευαν ποτά και τρόφιμα. Φύτεψαν, μάλιστα, και ένα δένδρο, σπάνιο είδος της Νότιας Αμερικής, «Φυτολάκκα η δίοικος» η Αμερικάνα, η Δηλητηριώδης, το οποίο έχει την ιδιότητα να διώχνει τα κουνούπια, τις μύγες κ.λπ.