Οι δείκτες των ρολογιών έδειχναν 4.35 το πρωί, όταν οι κάτοικοι της Κύπρου ξύπνησαν αλαφιασμένοι από τον διαπεραστικό ήχο των σειρήνων του πολέμου. Ξημέρωνε η 14η Αυγούστου του 1974, παραμονή της Παναγίας, και πίστευαν ότι ο εχθρός δεν θα επιτίθετο εκείνες τις ημέρες, σεβόμενος τουλάχιστον τη μεγάλη θρησκευτική εορτή του ελληνοκυπριακού Ελληνισμού.

Αλλωστε, όταν είχαν πάει για ύπνο, άκουγαν από τα ραδιοφωνάκια τους ότι συνεχίζονταν στη μακρινή Γενεύη οι ειρηνευτικές συνομιλίες μεταξύ Τουρκίας, Ελλάδας και Μεγάλης Βρετανίας (που είχαν στο μεσοδιάστημα διευρυνθεί με τη συμμετοχή Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων εκπροσώπων), ώστε να υπάρξει οριστική κατάπαυση του πυρός, μετά την τριήμερη εισβολή των Τούρκων στο βόρειο τμήμα της Μεγαλονήσου, το χρονικό διάστημα 20-23 Ιουλίου.

Αυτό που δεν γνώριζαν αναλυτικά είναι ότι ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, Τουράν Γκιουνές, ζητούσε επιτακτικά στη διάσκεψη εκείνο το βράδυ να υπάρξουν ομοσπονδιακή δικοινοτική λύση στο Κυπριακό, ανταλλαγή πληθυσμών και πλήρης έλεγχος του 34% της νήσου από τους Τουρκοκυπρίους, αν και μέχρι τότε είχαν πάρει διά των όπλων το 7%.

Ο εκτελών χρέη μεταβατικού Προέδρου της Κύπρου, Γλαύκος Κληρίδης, διαφώνησε, φυσικά, κάθετα με όσα άκουγε και ζήτησε αναβολή των συνομιλιών για 36 ή 48 ώρες, προκειμένου να διαβουλευτεί με τον φυγαδευμένο -εδώ και μερικές εβδομάδες- Πρόεδρο του κράτους και Αρχιεπίσκοπο πάσης Κύπρου, Μακάριο Γ’. Η αντίθετη πλευρά δεν δέχτηκε την όποια καθυστέρηση. Οι συνομιλίες κατέληξαν σε αδιέξοδο.

Εξήντα πέντε μόλις λεπτά μετά τον άδοξο τερματισμό της Διάσκεψης της Γενεύης, εκείνη την αυγουστιάτικη νύχτα, τα τουρκικά στρατεύματα εξαπέλυσαν το δεύτερο πολυμέτωπο κύμα σφοδρής επίθεσης στο βόρειο τμήμα της Κύπρου, έχοντας την υποστήριξη βομβαρδιστικών αεροπλάνων και τανκς. Οι τουρκικές ορδές προωθήθηκαν σύντομα σε όλα τα μέτωπα. Η Λευκωσία εκκενώθηκε, ενώ από τα γύρω χωριά μεταδίδονταν ανατριχιαστικές λεπτομέρειες για βαρβαρότητες των επιδρομέων σε βάρος του άμαχου πληθυσμού: αποκεφαλισμοί, βιασμοί, αρπαγές παιδιών. Η επιμήκης ασβεστολιθική οροσειρά του Πενταδάκτυλου φλεγόταν στην κυριολεξία και οι κάτοικοι εκτοπίζονταν κατά χιλιάδες.

Συνεχώς συλλέγονταν πληροφορίες για ομαδικές εκτελέσεις. Η Μόρφου και η Αμμόχωστος κατελήφθησαν. Ολόκληρη η Κερύνεια, ένα σημαντικό τμήμα της Λευκωσίας και το πλείστο της επαρχίας Αμμοχώστου, στη Χερσόνησο Καρπασίας, στην οποία είχε εγκλωβιστεί ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, βρίσκονταν τώρα υπό το πέλμα του «Αττίλα 2», όπως ονομάστηκε η επιχείρηση, για να παραπέμπει στον αιμοβόρο βασιλιά των Ούννων.

Οι ολιγάριθμοι Κύπριοι και Ελληνοκύπριοι στρατιώτες της Εθνοφρουράς και της ΕΛΔΥΚ κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν μόνοι τους τον εισβολέα, αφού από την Ελλάδα δεν εστάλη βοήθεια. Οι λόγοι της απραξίας ήταν πολλοί. Ο 67χρονος Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε μόλις αναλάβει τα ηνία μιας χώρας που επί επτά χρόνια βρισκόταν σε τέλμα, εξαιτίας της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Παράλληλα, το αξιόμαχο των Ενόπλων Δυνάμεων αμφισβητούνταν έντονα, καθώς δεν είχαν εξαλειφθεί από το Στράτευμα οι θύλακες της χούντας που επιθυμούσαν να ανατρέψουν την Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία, η οποία μόλις έκανε τα πρώτα της βήματα, ενώ πάντα ελλόχευε ο κίνδυνος αντιπερισπασμού της Τουρκίας μέσω επίθεσης σε κάποια περιοχή της ελλαδικής επικράτειας.

Κατά μια ακόμη εκδοχή, ο Καραμανλής φέρεται να είχε δηλώσει εκείνα τα δραματικά εικοσιτετράωρα τη φράση πως η Κύπρος «κείται μακράν». Σε διπλωματικό επίπεδο, η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να αποσυρθεί από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Σε ανακοίνωσή της, επισήμαινε, μεταξύ άλλων, ότι «η Βορειοατλαντική Συμμαχία αποδείχθηκε ανίκανη να παρεμποδίσει την Τουρκία από την εξαπόλυση νέας βάρβαρης και απρόκλητης επίθεσης κατά της Κύπρου». Θα επιστρέψει και πάλι στη Συμμαχία ύστερα από έξι χρόνια.

Στην ίδια την Κύπρο, οι τουρκικές δυνάμεις διέταξαν κατάπαυση του πυρός στις 6 το απόγευμα της 16ης Αυγούστου, αφού προηγουμένως είχαν καταλάβει το 36,2% του νησιού. Το ποσοστό, δηλαδή, που περίπου είχαν... προνοήσει οι Τουρκοκύπριοι. Απολογιστικά, από τις επιθέσεις του «Αττίλα 1» και «Αττίλα 2» οι απώλειες της ελληνικής πλευράς ανήλθαν σε 4.500-6.000 νεκρούς και τραυματίες και 2.000-3.000 αγνοουμένους. Οι Τούρκοι είχαν περίπου 570 νεκρούς και 2.000 τραυματίες. Παράλληλα, χιλιάδες Κύπριοι εκτοπίστηκαν από τα σπίτια τους και ένα κύμα 150.000 προσφύγων κινήθηκε προς τον ελεύθερο Νότο. Την αντίθετη πορεία ακολούθησαν 60.000 Τουρκοκύπριοι.

Η Κύπρος είχε πλέον διχοτομηθεί σε δύο εθνοτικά συμπαγείς πληθυσμούς, μια κατάσταση η οποία δεν έχει αλλάξει μέχρι τις μέρες μας.