Όταν ο πίνακας του Λεονάρντο ντα Βίντσι με τίτλο «Ο Σωτήρας του κόσμου» εμφανίστηκε απρόσμενα προς πώληση στις 15 Νοεμβρίου 2017, συνέβη το μεγαλύτερο ταρακούνημα στο παγκόσμιο χρηματιστήριο τέχνης. Στη συναλλαγή με μεταπράτη τον οίκο Christie’s στη Νέα Υόρκη, αγοραστής ήταν ο Σαουδάραβας Μπιν Σαλμάν και το νέο «Λούβρο» στο Άμπου Ντάμπι, ενώ πωλητής ήταν ο Ρώσος κροίσος Ντμίτρι Ριμπολόβλεφ, ο οποίος πρόσφατα πήρε το «πράσινο φως» για το μεγάλο επενδυτικό σχέδιό του στο νησί του Σκορπιού.

Μάλιστα, λίγο πριν να εγκριθεί ο συνολικός προϋπολογισμός των 181.400.000 ευρώ για τον νέο Σκορπιό, το ταμπλό της Νέας Υόρκης έσπασε τα κοντέρ, με τον πίνακα του Ντα Βίντσι να κάνει τελική τιμή 450 εκατ. δολάρια! Αυτό δεν ήταν μόνο το υψηλότερο ρεκόρ στα χρονικά, αλλά και η αφορμή για εντάσεις στο παρασκήνιο.  

ΞΕΤΥΛΙΓΟΝΤΑΣ ΤΟ ΚΟΥΒΑΡΙ…

Ο οίκος Christie’s είχε κρατήσει κρυφή την τιμή της εκτίμησης (upon request), αλλά, όπως φάνηκε στη δημοπρασία, οι προσφορές άρχισαν στα 75 εκατ. δολάρια. Μπορούσε να ήταν αυτή η αρχική τιμή εκτίμησης; Ηταν ένα είδος στρατηγικής (market making), για να υπάρξουν μπαράζ χτυπημάτων και υπεραξία; Μήπως γνώριζε ο οίκος ποιος θα «χτυπούσε» στη δημοπρασία; Τα «Π» επικοινώνησαν με τη Μαρία Παφίτη, σύμβουλο τέχνης με έδρα το Λονδίνο και εξειδικευμένη στην αναγεννησιακή τέχνη.

Ως πρώην επικεφαλής του Τμήματος Εικόνων στον οίκο Christie’s, έχει μεγάλη εμπειρία στα ζητήματα αγοραπωλησιών αρχαιοτήτων και έργων της Αναγέννησης, ενώ διατηρεί ιδιαίτερες σχέσεις με σημαντικούς συλλέκτες στη Ρωσία. «Είμαι βέβαιη ότι οι Christie’s γνώριζαν πριν από τη δημοπρασία το μέγεθος του ενδιαφέροντος και προφανώς τους πλειοδότες που είχαν στις τηλεφωνικές τους γραμμές. Δεν πιστεύω όμως να είχαν ενδείξεις για το ότι το ποσό θα ανέβαινε στα 450.312.500 δολάρια. Κατά τη γνώμη μου, το αποτέλεσμα ήταν έκπληξη τόσο για τον οίκο όσο και για τον ιδιοκτήτη, αλλά και για τον ευρύτερο κόσμο της Τέχνης», λέει.

«Όσον αφορά τους πελάτες που πλειοδοτούν μέσω τηλεφώνου, τίποτε δεν γίνεται εκείνη την ώρα, δηλαδή κατά τη διάρκεια της δημοπρασίας. Για να μπορέσει κάποιος να πλειοδοτήσει τηλεφωνικώς, πρέπει να έχει κάνει εγγραφή από προηγουμένως. Αν λαμβάνει μέρος σε δημοπρασία του συγκεκριμένου οίκου για πρώτη φορά, ο πλειοδότης πρέπει να καταθέσει στοιχεία που να αποδεικνύουν την ταυτότητα και την οικονομική του δυνατότητα να πληρώσει, σε περίπτωση που αποκτήσει ένα έργο (συνήθως οι οίκοι ζητούν πιστοποίηση από τράπεζα)», πληροφορεί, προσθέτοντας πως υπογράφονται και νομικά έγγραφα, τα οποία εξηγούν τους όρους της δημοπρασίας, με τους οποίους ο πλειοδότης δεσμεύεται, αλλιώς δεν μπορεί να συμμετάσχει στη διαδικασία.  

Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

«Οι υφιστάμενοι πελάτες του οίκου δεν πρέπει μεν να περάσουν από την παραπάνω διαδικασία, αλλά εγγράφονται πριν από την έναρξη της δημοπρασίας και παίρνουν αριθμό συμμετοχής. Λίγο πριν φτάσει η σειρά του έργου για το οποίο οι πελάτες ενδιαφέρονται, οι υπάλληλοι του οίκου τούς τηλεφωνούν και, αφού τους ενημερώσουν ότι οι κλήσεις καταγράφονται, επιβεβαιώνουν για δεύτερη φορά την ταυτότητά τους.

Κάποιες εκπλήξεις ίσως προκύψουν από πλειοδότες που βρίσκονται εντός της αίθουσας, οι οποίοι όμως για να μπορέσουν να συμμετάσχουν έχουν και αυτοί εγγραφεί από προηγουμένως και έχουν λάβει έγκριση και αριθμό για πλειοδοσία». Έχοντας υπόψη τα παραπάνω, είναι προφανές για την κ. Παφίτη πως οι οίκοι γνωρίζουν το αγοραστικό ενδιαφέρον, αφού έχουν καλές ενδείξεις για το πλήθος των πλειοδοτών. «Οι Christie’s εγγυήθηκαν ως κατώτατο ποσό πώλησης του πίνακα τα 100 εκατομμύρια δολάρια. Ο πωλητής ήταν ο Ρώσος μεγιστάνας Ντμίτρι Ριμπολόβλεβ.

Είχε αγοράσει τον πίνακα το 2013 προς 127,5 εκατομμύρια δολάρια, επομένως δεν ήταν λογικό να τον πωλήσει με ζημία πέραν των 50 εκατομμυρίων εις βάρος του», αποσαφηνίζει η κ. Παφίτη. Μάλιστα, όπως φημολογείται, ο Ριμπολόβλεφ είχε αγοράσει το έργο από τον Ελβετό art dealer Ιβ Μπουβιέ, με τον οποίο βρίσκεται σε δικαστική διαμάχη. Ο τελευταίος φέρεται, σύμφωνα με ξένα δημοσιεύματα, να είχε αποκτήσει τον πίνακα έναντι 80 εκατ. δολαρίων, δηλαδή κοντά στην τιμή εκκίνησης στην τελευταία συναλλαγή.  

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά», Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2017