Η ναυτιλία, πλοία που ανήκουν σε Ελληνες και τα διαχειρίζονται Ελληνες, ακολούθησε μια διαρκή ανοδική πορεία τα τελευταία 200 χρόνια.

Για να γίνει η ελληνική ναυτιλία αυτό που είναι σήμερα, έχουν δουλέψει τουλάχιστον έξι γενιές ναυτικών και επιχειρηματιών της θάλασσας, σημειώνει η Τζελίνα Χαρλαύτη, επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Ναυτιλιακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς.

Η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων εφοπλιστών προέρχεται από το ναυτεργατικό δυναμικό της χώρας, εξηγούν άλλες πηγές.

«Ναυτικοί έγιναν καπετάνιοι και αργότερα απέκτησαν μερίδιο ή και ολόκληρο πλοίο για να εξελιχθούν αργότερα σε μεγάλους πλοιοκτήτες. Ως νησιωτική χώρα η Ελλάδα μπορεί να καυχιέται για το πόσοι νησιώτες από τη Χίο, την Ανδρο, την Κρήτη, τη Σαντορίνη, τη Σύρο, την Κάσο, την Κεφαλονιά, αλλά και από αλλού, όπως και Ελληνες από την ηπειρωτική χώρα, ξεκίνησαν από το μηδέν για να εξελιχθούν σε πρωταγωνιστές της διεθνούς βιομηχανίας θαλάσσιων μεταφορών», προσθέτει.

Πρόκειται για το λεγόμενο «ελληνικό ναυτιλιακό θαύμα», που αποτελεί το ελληνικό αντίστοιχο του «αμερικανικού ονείρου».

«Μαζί με τους καπεταναίους που έγιναν εφοπλιστές εξελίχθηκαν και τα καράβια. Γεννήθηκαν, δούλεψαν, πέθαναν, αντικαταστάθηκαν με την καινούργια μεταλλική τεχνολογία», εξηγεί η Τζ. Χαρλαύτη στο βιβλίο της «Η ιστορία της ελληνόκτητης ναυτιλίας». Από τον γεωγραφικό χώρο της Ανατολικής Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας πέρασαν στον άξονα Πειραιάς Λονδίνο στις αρχές του 20ού αιώνα.

Οι Ελληνες πλοιοκτήτες έστησαν στον χώρο της Διασποράς επιχειρηματικά δίκτυα που στηρίζονταν στη συγγένεια και στους δεσμούς εντοπιότητας, όπως το χιώτικο δίκτυο ή το ιόνιο δίκτυο, και διαμόρφωσαν επιχειρηματική στρατηγική διείσδυσης στα παγκόσμια οικονομικά κέντρα.

Οι ίδιοι όχι μόνο ξεπέρασαν, αλλά συχνά εκμεταλλεύτηκαν τις διεθνείς κρίσεις, όπως οι παγκόσμιοι πόλεμοι και η οικονομική κρίση του Μεσοπολέμου, και οργάνωσαν αποτελεσματικά τον πιο διεθνοποιημένο τομέα της ελληνικής οικονομίας.

Το αποτέλεσμα της ανάπτυξης της ελληνόκτητης ναυτιλίας είναι ότι στο τελευταίο τρίτο του 20ού αι. το διεθνές δίκτυο των ελληνικών ναυτιλιακών επιχειρήσεων είχε κατακτήσει σημαντικότατη θέση στην παγκόσμια ναυτιλία. Οι ρίζες της ελληνικής ναυτιλίας βρίσκονται στο Αιγαίο και το Ιόνιο.

Και αυτό το γνωρίζουν πολύ καλά οι κάτοικοι της Σαντορίνης, της Ανδρου, της Υδρας και της Κεφαλονιάς. Από τις μικρές τοπικές κοινωνίες των νησιών ξεπηδούν οι πρώτοι ναυτικοί, καραβοκύρηδες, ξυλοναυπηγοί. Πρόκειται για το μεγάλο κεφάλαιο της παράδοσης, της συσσώρευσης γνώσης το οποίο γράφεται κυρίως στον αιγαιακό χώρο και βοήθησε τους Ελληνες ναυτικούς να κυριαρχήσουν για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα στα διεθνή ύδατα, αναφέρει η ιστορικός.

Α’ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος σημαδεύει, θα λέγαμε επιγραμματικά, και το τέλος της θαλασσοκρατορίας της Μεσογείου με τις διασυνδέσεις της, καθώς και το βαθμιαίο άνοιγμα της ποντοπόρου ελληνόκτητης ναυτιλίας στον Ατλαντικό και τον Νέο Κόσμο.

Οπως κάθε πόλεμος, έτσι και ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος έδωσε ευκαιρίες στους επιχειρηματίες του ελληνικού ναυτιλιακού κόσμου. Στο διάστημα 1915-1919 οι Ελληνες πλοιοκτήτες κέρδισαν 30.000.000 λίρες από ναυλώσεις, πωλήσεις και αποζημιώσεις, εκτιμά η Τζ. Χαρλαύτη. Εδώ αρχίζει η ουσιαστική παρέμβαση του ελληνικού κράτους, όχι απαραίτητα θετική, που αναγνωρίζει στην ελληνική ναυτιλία μια πηγή δημοσιονομικών εσόδων.

Η ναυτιλία μπαίνει σε μια φάση παγκόσμιων κυκλικών οικονομικών μεταλλαγών, στις οποίες οι ατομικές περιπτώσεις δένονται με την ιστορία των τιμών, των ναύλων και των πλοίων.

Το είδος του εμπορεύματος δεν έχει πλέον σημασία, παρά το γεγονός ότι οι Ελληνες πλοιοκτήτες παραμένουν πάντα σταθεροί στα χύδην φορτία. Στον Μεσοπόλεμο ο ελληνικός εμπορικός στόλος ισχυροποιεί τη θέση του στην παγκόσμια ναυτιλία εκμεταλλευόμενος την παρακμή του βρετανικού στόλου και τους υψηλούς ναύλους.

Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος βρήκε την ελληνική ναυτιλία σε ανοδική πορεία. Ο πόλεμος εκτός από τις σημαντικές καταστροφές και απώλειες πλοίων, έφερε και νέες επιχειρηματικές ευκαιρίες, με αξιολογότερη την προμήθεια των 100 αμερικανικών λίμπερτις, με ευνοϊκούς όρους και την εγγύηση του ελληνικού κράτους, σε Ελληνες εφοπλιστές.

Η ιστορία των λίμπερτις σηματοδοτεί τη μεταπολεμική ελληνική εμπορική ναυτιλία, συντείνει στη διεθνοποίησή της και οδηγεί στο επόμενο βήμα ανεξαρτητοποίησής της από το κράτος καταγωγής προς τη σημαία ευκαιρίας και γίνεται το σύμβολο της μεταπολεμικής ποντοπόρου ελληνόκτητης ναυτιλίας. Ομως, η γιγάντωση της ελληνόκτητης ναυτιλίας είναι μια ιστορία που το μεγαλύτερο μέρος της γράφτηκε τα τελευταία 50 χρόνια.

Και το αφηγείται έξοχα ο εφοπλιστής, συγγραφέας και ιστορικός Γιώργος Μ. Φουστάνος. «Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 η ναυλαγορά σημείωνε κάμψη, η οποία ωστόσο δεν επηρέασε τις επενδυτικές πρωτοβουλίες των Ελλήνων εφοπλιστών», εξηγεί.

«H δραστηριότητά τους συνεχίστηκε τόσο με αθρόες αγορές μεταχειρισμένων πλοίων όσο και με την τοποθέτηση πολλών παραγγελιών, ιδιαίτερα στην Ιαπωνία, στα ναυπηγεία της οποίας κατασκευαζόταν η συντριπτική πλειονότητα των ελληνόκτητων πλοίων από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας.

Παράλληλα, η προσπάθεια του τότε καθεστώτος που διαπνεόταν από τη φιλοσοφία ενίσχυσης του νηολογίου πάση δυνάμει και θυσία, σε συνδυασμό με την εγκατάσταση στη χώρα περίπου 300 ναυτιλιακών επιχειρήσεων, είχε ως αποτέλεσμα τη μετεξέλιξη του Πειραιά σε σημαντικό διεθνές ναυτιλιακό κέντρο σε σύντομο χρονικό διάστημα».