Οταν ο Μισέλ Βουνάτσος ανέβηκε στο βήμα του Νταβός στα μέσα Ιανουαρίου, για να μιλήσει για τη νόσο που καταστρέφει σχεδόν 50 εκατομμύρια εγκεφάλους ανά τον πλανήτη, τα μεγαλύτερα μυαλά του κόσμου τον άκουγαν με προσοχή.

Το Αλτσχάιμερ συγκαταλέγεται αυτή τη στιγμή ανάμεσα στις 10 μεγαλύτερες αιτίες θανάτου στις ΗΠΑ (για την ακρίβεια βρίσκεται στο Νο 6), αλλά είναι η μοναδική εξ αυτών που δεν μπορεί να προληφθεί, να γιατρευτεί ή έστω να επιβραδυνθεί. Μία ασθένεια που υπολογίζεται ότι θα μετρά 130 εκατομμύρια ασθενείς έως το 2050 και θα κοστίζει 1 τρισ. δολάρια τον χρόνο μόνο στις ΗΠΑ, παραμένει ο άλυτος γρίφος της ιατρικής και των μεγάλων φαρμακευτικών.

Ομως η εταιρεία αυτού του Ελληνογάλλου μάνατζερ τα παίζει όλα για όλα, εκεί όπου οι μεγαλύτερες φαρμακοβιομηχανίες του πλανήτη σημείωσαν περισσότερες από 400 απογοητευτικές αποτυχίες. Η Biogen δουλεύει αυτή την εποχή πάνω σε δύο πειραματικά φάρμακα για το Αλτσχάιμερ, με τον ίδιο τον Βουνάτσο να προειδοποιεί, ωστόσο, ότι «πρόκειται για ένα πεδίο υψηλού ρίσκου».

Γάλλος υπήκοος, με ελληνική καταγωγή, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Καζαμπλάνκα του Μαρόκου, ο Μισέλ Βουνάτσος είναι ένας πραγματικός πολίτης του κόσμου. Μιλά έξι γλώσσες (με χαρακτηριστική γαλλική προφορά), έχει δουλέψει για μεγάλες φαρμακοβιομηχανίες σε άλλες τόσες χώρες, ενώ έχει τρέξει μαραθωνίους σε τρεις ηπείρους.

Επί 25 χρόνια, η οικογένειά του, δηλαδή η σύζυγός του, Μαρτίν, που είναι γιατρός, και τα τρία τους παιδιά τον ακολουθούσαν σε κάθε βήμα της καριέρας του, που τον έφερε από τη Γαλλία και την Πολωνία έως τη Σαουδική Αραβία και την Κίνα. Τα τελευταία χρόνια έχει εγκατασταθεί στη Βοστώνη, καθώς το 2017 κατέλαβε τη θέση του CEO της Biogen, έπειτα από μία καριέρα 20 χρόνων στη Merck.

Η συγκεκριμένη εταιρεία βιοτεχνολογίας είναι ο παγκόσμιος ηγέτης στα φάρμακα για τη σκλήρυνση κατά πλάκας, αλλά έχει ποντάρει το μέλλον της στην αντιμετώπιση του Αλτσχάιμερ. Πρόκειται για ένα πολύ επικίνδυνο στοίχημα, εάν σκεφτεί κανείς ότι από τα 400 πειραματικά φάρμακα που ανέπτυξαν για την ασθένεια αυτή οι φαρμακοβιομηχανίες στη δεκαετία 2002-2012, μόλις ένα εγκρίθηκε από την αμερικανική επιτροπή τροφίμων και φαρμάκων.

Στην πράξη, οι κλινικές δοκιμές για το Αλτσχάιμερ έχουν ποσοστά αποτυχίας που αγγίζουν το συντριπτικό 99,6%, την ώρα που ακόμα και στον καρκίνο, τα πειραματικά φάρμακα επιτυγχάνουν σε ποσοστό περίπου 20%. Μόνο μέσα στο 2018, οι δοκιμές που πραγματοποίησαν πάνω στο Αλτσχάιμερ μεγάλες φαρμακοβιομηχανίες, όπως η AstraZeneca, η Eli Lilly, η Johnson & Johnson, η Merck και η Takeda, είτε ναυάγησαν είτε απογοήτευσαν. Αλλες, όπως η Pfizer, έχουν αποφασίσει να παραιτηθούν από κάθε σχετική προσπάθεια.

Το αποτέλεσμα είναι ότι τα λιγοστά φάρμακα που είναι σήμερα διαθέσιμα στην αγορά όχι μόνο δεν γιατρεύουν το Αλτσχάιμερ, αλλά ούτε καν επιβραδύνουν την εξέλιξή του. Το καλύτερο που μπορούν να κάνουν είναι να απαλύνουν κάποια από τα συμπτώματα μίας νόσου που ήδη επηρεάζει σχεδόν 50 εκατ. ασθενείς αλλά έως το 2050 εκτιμάται ότι θα αφορά περισσότερα από 130 εκατ. άτομα σε όλο τον κόσμο. Αντίστοιχα, το κόστος της ασθένειας, που σήμερα υπολογίζεται στα 259 δισ. δολάρια τον χρόνο μόνο για το αμερικανικό σύστημα υγείας, αναμένεται να εκτοξευτεί στο 1 τρισ. δολάρια.

Αυτά τα νούμερα εξηγούν ενδεχομένως γιατί η Biogen του Μισέλ Βουνάτσου αποφάσισε να αναλάβει ένα τόσο μεγάλο στοίχημα σε έναν τομέα όπου το λεγόμενο «Big Pharma» είχε έως σήμερα μόνο αποτυχίες. Αυτή τη στιγμή, η εταιρεία βρίσκεται στα τελικά στάδια δοκιμών του φαρμάκου που αποτελεί και τη μεγαλύτερη ελπίδα της στη μάχη απέναντι στο Αλτσχάιμερ, του aducanumab. Ταυτόχρονα, όμως, συνεχίζει τη συνεργασία της με την ιαπωνική Eisai πάνω σε ένα ακόμα πειραματικό φάρμακο, που μέχρι στιγμής ονομάζεται BAN2401. Και τα δύο σκευάσματα εστιάζουν στη βήτα αμυλοειδή, μία πρωτεΐνη που δημιουργεί πλάκες στον εγκέφαλο των ασθενών του Αλτσχάιμερ και, σύμφωνα με τον Βουνάτσο, δεν αποκλείεται να χρησιμοποιηθούν συνδυαστικά.

«Η νόσος του Αλτσχάιμερ είναι τόσο σύνθετη, ώστε μία μόνο “μαγική λύση” δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την πολυπλοκότητα της ασθένειας και όλους τους τύπους της», εξηγούσε ο Ελληνογάλλος CEO πριν από λίγο καιρό, μιλώντας κατά τον εορτασμό των 40 χρόνων της Biogen.