Το αμερικανικό χτύπημα στο Ιράν και ο επικίνδυνος γρίφος των πυρηνικών
Το ένστικτο του Τραμπ να διατηρεί όλες τις επιλογές ανοιχτές
Δεν γνωρίζουμε πόσο από το υλικό και τις γνώσεις του ιρανικού καθεστώτος διασώθηκε και πόσο γρήγορα μπορεί να τεθεί και πάλι σε χρήση

Καθώς τα βομβαρδιστικά B-2 έπληξαν τις πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν το βράδυ του Σαββάτου, όλοι μάθαμε περισσότερα για τον πρόεδρο Τραμπ. Δεν είναι αντίθετος στη χρήση αμερικανικής στρατιωτικής ισχύος εναντίον ενός άλλου κράτους, τουλάχιστον ενός πολύ πιο αδύναμου. Είναι απόλυτα ικανός να κρατήσει ένα μυστικό, όταν έχει πραγματικά σημασία. Οταν καταλήγει σε μια σημαντική απόφαση, οι απόψεις των συμμάχων και των δικών του υπηρεσιών πληροφοριών -ο κορυφαίος αξιωματούχος των οποίων είχε δηλώσει ότι δεν υπάρχουν αποδείξεις πως το Ιράν κατασκευάζει πράγματι πυρηνική συσκευή- μετράνε ελάχιστα. Είναι απρόβλεπτος μέχρι το τελευταίο λεπτό, ένα χαρακτηριστικό που χρησιμοποιεί προς όφελός του.
Το ένστικτο του Τραμπ να διατηρεί όλες τις επιλογές ανοιχτές, ωστόσο, σημαίνει ότι μπορεί τελικά να κάνει μια δύσκολη επιλογή μεταξύ εναλλακτικών που υπαγορεύονται από άλλους. Σε αυτή την περίπτωση, το ένστικτό του ήταν σταθερά υπέρ της επιτυχούς έκβασης των διαπραγματεύσεων, αλλά τον «παρέσυρε» ο Μπενιαμίν Νετανιάχου σε μια πράξη πολέμου. Αν ήθελε περισσότερο χρόνο για διπλωματία, θα μπορούσε εύκολα να ξεκαθαρίσει ότι δεν θα υποστήριζε τα ισραηλινά σχέδια για μια ολοκληρωτική επίθεση, μέχρι να εξαντληθούν οι διαπραγματεύσεις. Μόλις αρνήθηκε να το κάνει αυτό, ο Νετανιάχου καθόρισε την ατζέντα: Η απόφαση του Τραμπ να στείλει τα B-2 ήταν μια απόφαση τακτικής, που υπαγορεύτηκε από τη στρατηγική του Νετανιάχου - την οποία και υποστήριξεκαι όχι τη δική του.
Ενώ, επομένως, η επίθεση των ΗΠΑ στο Ιράν είχε πολλά πλεονεκτήματα -ήταν μια εντυπωσιακή επίδειξη μοναδικής στρατιωτικής ισχύος, αποτελεί μια χρήσιμη προειδοποίηση προς άλλους δυνητικούς εχθρούς ότι ο Τραμπ θα χρησιμοποιήσει βία όταν προκληθεί, εκμεταλλεύτηκε την ευπάθεια ενός απεχθούς καθεστώτος και πιθανώς προκάλεσε σοβαρή ζημιά στις πυρηνικές δυνατότητες του Ιράν-, δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι αποτελούσε μέρος μιας μακροπρόθεσμης στρατηγικής για τη Μέση Ανατολή ή για την αποτροπή της εξάπλωσης των πυρηνικών όπλων. Ηταν μια απρόβλεπτη συνέπεια του ότι επιτράπηκε στον Νετανιάχου να προχωρήσει στο χτύπημα κατά του Ιράν. Η εμπειρία του παρελθόντος στη Μέση Ανατολή υποδηλώνει ότι θα ακολουθήσουν περισσότερες απρόβλεπτες συνέπειες. Το ιρανικό καθεστώς έχει αποδυναμωθεί σημαντικά και είναι σαφές ότι δυσκολεύεται να λάβει αποφάσεις. Με πολλούς από τους επικεφαλής του στρατού και των μυστικών υπηρεσιών του νεκρούς και τον αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ τρομοκρατημένο από την πιθανότητα να αποκαλυφθεί το πού βρίσκεται, το σύστημα κινείται μόνο αργά και ακούσια, αποτυγχάνοντας να εκτιμήσει τον άμεσο κίνδυνο των αμερικανικών επιθέσεων, ακόμα και όταν ήταν προφανές ότι γίνονταν σχέδια, και αδυνατώντας να προσαρμόσει εγκαίρως τη στάση του στις διαπραγματεύσεις, προκειμένου να τις καθυστερήσει. Αν και η λογική υποδηλώνει ότι η ιρανική απάντηση στους βομβαρδισμούς θα πρέπει να είναι περιορισμένη σε έκταση -πιθανώς να συνεχίσει να βομβαρδίζει το Ισραήλ παρά να διακινδυνεύσει έναν ευρύτερο πόλεμο με τις ΗΠΑ-, ένα καθεστώς εν μέσω μιας τέτοιας κρίσης μπορεί εύκολα να κάνει τρομερά λάθη. Τις επόμενες ημέρες και εβδομάδες θα υπάρξει σημαντικός κίνδυνος ευρύτερης κλιμάκωσης του πολέμου από πολιτοφυλακές στο Ιράκ, τους Χούθι στην Υεμένη ή από κάποια ιρανική δράση στα Στενά του Ορμούζ.
Το πιθανότερο είναι ότι η ιρανική ηγεσία θα οχυρωθεί και θα επικεντρωθεί στην αυτοσυντήρηση, ενώ θα αρνηθεί να κάνει οποιαδήποτε νέα πυρηνική συμφωνία. Είναι ελκυστική η σκέψη ότι αυτό το μισητό καθεστώς θα μπορούσε να καταρρεύσει και ότι οι φωνές εκατομμυρίων γυναικών, νέων και άλλων που πιστεύουν στην ελευθερία και τη δημοκρατία θα μπορούσαν επιτέλους να ακουστούν. Αυτό δεν μπορεί να προβλεφθεί -θυμηθείτε πόσο γρήγορα έπεσαν τα καθεστώτα στην Τυνησία και την Αίγυπτο, αλλά και για πόσο καιρό άντεξαν στην περίπτωση του Aσαντ ή του Σαντάμ Χουσεΐν- και είναι αντιπαραγωγικό να το ζητάμε απέξω. Oταν ο Τραμπ κάνει εικασίες για αλλαγή καθεστώτος, με στόχο να «κάνει το Ιράν μεγάλο ξανά», εκθέτει κάθε υποστηρικτή της αντιπολίτευσης στο Ιράν στην κατηγορία ότι είναι μαριονέτα του.
Η σημαντικότερη απρόβλεπτη συνέπεια, ωστόσο, είναι ότι, μακροπρόθεσμα, οι προσπάθειες για την αποτροπή της κατοχής πυρηνικών όπλων από το Ιράν είναι πιθανότερο να έχουν αποδυναμωθεί παρά να έχουν ενισχυθεί. Αυτό είναι το βασικό σκεπτικό. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο κάναμε τη συμφωνία με το Ιράν πριν από μία δεκαετία και για τον οποίο θα έπρεπε να είχε τύχει επαναδιαπραγμάτευσης τώρα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Τραμπ ακολουθούσε μια διπλωματική στρατηγική, μέχρι να παρεκκλίνει από αυτήν. Δεν γνωρίζουμε τι συνέβη με τα 400 κιλά ουρανίου που έχει εμπλουτίσει το Ιράν. Δεν θα πρέπει, όμως, να εκπλαγούμε αν οι μελλοντικοί Ιρανοί ηγέτες θα έχουν πάρει το μάθημα από τα πρόσφατα γεγονότα, ότι η επιχειρηματολογία για μια πυρηνική βόμβα έχει πλέον αποδειχθεί πέραν πάσης αμφιβολίας. Αυτό είναι το κεντρικό πρόβλημα με την επίθεση στο Ιράν. Μπορούμε να είμαστε ήσυχοι από τη στρατιωτική υπεροχή των συμμάχων μας, η οποία προκύπτει από την ισραηλινή εφευρετικότητα και την αμερικανική ισχύ. Μπορούμε να πανηγυρίσουμε για το ότι μια «τυφλή» και δεσποτική ιρανική ηγεσία υπέστη μεγάλο πλήγμα και ότι οι θαμμένες στο βουνό εγκαταστάσεις της κλονίστηκαν. Μπορούμε να ελπίζουμε ότι το μάθημα που πήραμε θα είναι να μην πλησιάσουμε ποτέ ξανά το κατώφλι του πυρηνικού οπλοστασίου.
Δεν γνωρίζουμε, όμως, πόσο από το πυρηνικό υλικό και τις πυρηνικές γνώσεις του Ιράν έχει διασωθεί και πόσο γρήγορα μπορεί να χρησιμοποιηθεί. Δεν μπορούμε να προβλέψουμε την επίδραση που θα έχει τα επόμενα χρόνια η εξάπλωση της πυρηνικής επιστήμης ή η αύξηση των γεωπολιτικών εντάσεων, που θα μπορούσαν να διευκολύνουν το Ιράν να αποκτήσει, να αγοράσει ή να συναρμολογήσει πυρηνικά ή ίσως βιολογικά όπλα. Ολα όσα έχουμε δει στη Μέση Ανατολή εδώ και αρκετές δεκαετίες μάς λένε ότι οι απρόβλεπτες συνέπειες των ενεργειών μας θα είναι οι πιο σημαντικές. Γι’ αυτό, όσο κι αν θα ήθελα να πιστεύω ότι τα τεράστια πλήγματα που δέχτηκε το Ιράν τις τελευταίες δέκα ημέρες θα λύσουν το πρόβλημα, στην πραγματικότητα είναι πιο πιθανό από ό,τι ήταν πριν από αυτά τα γεγονότα να ξυπνήσουμε ένα πρωί, σε 10 ή 20 χρόνια από τώρα, και να ανακαλύψουμε ότι το Ιράν έχει βόμβα. Εξίσου ανησυχητικό είναι ότι οι συνθήκες και οι συμφωνίες που έχουν συγκρατήσει την εξάπλωση των πυρηνικών όπλων αντιμετωπίζουν προβλήματα. Οπως και για το Ιράν, ο Τραμπ ξεκινά με πολλά από τα σωστά ένστικτα. Εχει εκφράσει τη λύπη του για το ποσό των χρημάτων που δαπανώνται για τα πυρηνικά οπλοστάσια και έχει μιλήσει για την αναζήτηση νέων συμφωνιών με τη Ρωσία και την Κίνα, η οποία κατασκευάζει σήμερα νέους πυρηνικούς πυραύλους με ταχείς ρυθμούς.
Ωστόσο, πολλές από τις ενέργειες της κυβέρνησης Τραμπ επιδεινώνουν το πρόβλημα: η μείωση της εμπιστοσύνης στην αξιοπιστία των ΗΠΑ ως συμμάχου δίνει κίνητρο σε χώρες όπως η Νότια Κορέα να εξετάσουν τη δική τους αποτρεπτική δύναμη, ο προτεινόμενος «Χρυσός Θόλος» για την προστασία της Αμερικής θα επιταχύνει τον αγώνα άλλων χωρών για να μπορέσουν να τον υπερκεράσουν, ενώ η πρόοδος στην ενίσχυση της κρίσιμης συνθήκης περί μη εξάπλωσης των πυρηνικών όπλων εμποδίζεται από την Κίνα και στερείται ανώτερης ηγεσίας από τις ΗΠΑ. Η συνθήκη «New Start» μεταξύ των ΗΠΑ και της Ρωσίας, ο βασικός περιορισμός του μεγέθους των πυρηνικών οπλοστασίων, θα λήξει το επόμενο έτος. Η κρίση γύρω από το Ιράν μάς υπενθυμίζει ότι η εξάπλωση των πυρηνικών όπλων αποτελεί σοβαρή απειλή για την ειρήνη στον κόσμο. Ο Τραμπ εκμεταλλεύτηκε μια στιγμή ευκαιρίας, με συνέπειες που μπορεί να χρειαστούν χρόνια για να γίνουν σαφείς. Για να διασφαλίσει ότι δεν θα υπάρξουν πολλές τέτοιες κρίσεις στο μέλλον, η Ουάσινγκτον θα χρειαστεί μια μακροπρόθεσμη, συνεκτική προσέγγιση, από την οποία δεν θα μπορεί να παρεκκλίνει τόσο εύκολα.
Το ένστικτο του Τραμπ να διατηρεί όλες τις επιλογές ανοιχτές, ωστόσο, σημαίνει ότι μπορεί τελικά να κάνει μια δύσκολη επιλογή μεταξύ εναλλακτικών που υπαγορεύονται από άλλους. Σε αυτή την περίπτωση, το ένστικτό του ήταν σταθερά υπέρ της επιτυχούς έκβασης των διαπραγματεύσεων, αλλά τον «παρέσυρε» ο Μπενιαμίν Νετανιάχου σε μια πράξη πολέμου. Αν ήθελε περισσότερο χρόνο για διπλωματία, θα μπορούσε εύκολα να ξεκαθαρίσει ότι δεν θα υποστήριζε τα ισραηλινά σχέδια για μια ολοκληρωτική επίθεση, μέχρι να εξαντληθούν οι διαπραγματεύσεις. Μόλις αρνήθηκε να το κάνει αυτό, ο Νετανιάχου καθόρισε την ατζέντα: Η απόφαση του Τραμπ να στείλει τα B-2 ήταν μια απόφαση τακτικής, που υπαγορεύτηκε από τη στρατηγική του Νετανιάχου - την οποία και υποστήριξεκαι όχι τη δική του.
Ενώ, επομένως, η επίθεση των ΗΠΑ στο Ιράν είχε πολλά πλεονεκτήματα -ήταν μια εντυπωσιακή επίδειξη μοναδικής στρατιωτικής ισχύος, αποτελεί μια χρήσιμη προειδοποίηση προς άλλους δυνητικούς εχθρούς ότι ο Τραμπ θα χρησιμοποιήσει βία όταν προκληθεί, εκμεταλλεύτηκε την ευπάθεια ενός απεχθούς καθεστώτος και πιθανώς προκάλεσε σοβαρή ζημιά στις πυρηνικές δυνατότητες του Ιράν-, δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι αποτελούσε μέρος μιας μακροπρόθεσμης στρατηγικής για τη Μέση Ανατολή ή για την αποτροπή της εξάπλωσης των πυρηνικών όπλων. Ηταν μια απρόβλεπτη συνέπεια του ότι επιτράπηκε στον Νετανιάχου να προχωρήσει στο χτύπημα κατά του Ιράν. Η εμπειρία του παρελθόντος στη Μέση Ανατολή υποδηλώνει ότι θα ακολουθήσουν περισσότερες απρόβλεπτες συνέπειες. Το ιρανικό καθεστώς έχει αποδυναμωθεί σημαντικά και είναι σαφές ότι δυσκολεύεται να λάβει αποφάσεις. Με πολλούς από τους επικεφαλής του στρατού και των μυστικών υπηρεσιών του νεκρούς και τον αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ τρομοκρατημένο από την πιθανότητα να αποκαλυφθεί το πού βρίσκεται, το σύστημα κινείται μόνο αργά και ακούσια, αποτυγχάνοντας να εκτιμήσει τον άμεσο κίνδυνο των αμερικανικών επιθέσεων, ακόμα και όταν ήταν προφανές ότι γίνονταν σχέδια, και αδυνατώντας να προσαρμόσει εγκαίρως τη στάση του στις διαπραγματεύσεις, προκειμένου να τις καθυστερήσει. Αν και η λογική υποδηλώνει ότι η ιρανική απάντηση στους βομβαρδισμούς θα πρέπει να είναι περιορισμένη σε έκταση -πιθανώς να συνεχίσει να βομβαρδίζει το Ισραήλ παρά να διακινδυνεύσει έναν ευρύτερο πόλεμο με τις ΗΠΑ-, ένα καθεστώς εν μέσω μιας τέτοιας κρίσης μπορεί εύκολα να κάνει τρομερά λάθη. Τις επόμενες ημέρες και εβδομάδες θα υπάρξει σημαντικός κίνδυνος ευρύτερης κλιμάκωσης του πολέμου από πολιτοφυλακές στο Ιράκ, τους Χούθι στην Υεμένη ή από κάποια ιρανική δράση στα Στενά του Ορμούζ.
Το πιθανότερο είναι ότι η ιρανική ηγεσία θα οχυρωθεί και θα επικεντρωθεί στην αυτοσυντήρηση, ενώ θα αρνηθεί να κάνει οποιαδήποτε νέα πυρηνική συμφωνία. Είναι ελκυστική η σκέψη ότι αυτό το μισητό καθεστώς θα μπορούσε να καταρρεύσει και ότι οι φωνές εκατομμυρίων γυναικών, νέων και άλλων που πιστεύουν στην ελευθερία και τη δημοκρατία θα μπορούσαν επιτέλους να ακουστούν. Αυτό δεν μπορεί να προβλεφθεί -θυμηθείτε πόσο γρήγορα έπεσαν τα καθεστώτα στην Τυνησία και την Αίγυπτο, αλλά και για πόσο καιρό άντεξαν στην περίπτωση του Aσαντ ή του Σαντάμ Χουσεΐν- και είναι αντιπαραγωγικό να το ζητάμε απέξω. Oταν ο Τραμπ κάνει εικασίες για αλλαγή καθεστώτος, με στόχο να «κάνει το Ιράν μεγάλο ξανά», εκθέτει κάθε υποστηρικτή της αντιπολίτευσης στο Ιράν στην κατηγορία ότι είναι μαριονέτα του.
Η σημαντικότερη απρόβλεπτη συνέπεια, ωστόσο, είναι ότι, μακροπρόθεσμα, οι προσπάθειες για την αποτροπή της κατοχής πυρηνικών όπλων από το Ιράν είναι πιθανότερο να έχουν αποδυναμωθεί παρά να έχουν ενισχυθεί. Αυτό είναι το βασικό σκεπτικό. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο κάναμε τη συμφωνία με το Ιράν πριν από μία δεκαετία και για τον οποίο θα έπρεπε να είχε τύχει επαναδιαπραγμάτευσης τώρα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Τραμπ ακολουθούσε μια διπλωματική στρατηγική, μέχρι να παρεκκλίνει από αυτήν. Δεν γνωρίζουμε τι συνέβη με τα 400 κιλά ουρανίου που έχει εμπλουτίσει το Ιράν. Δεν θα πρέπει, όμως, να εκπλαγούμε αν οι μελλοντικοί Ιρανοί ηγέτες θα έχουν πάρει το μάθημα από τα πρόσφατα γεγονότα, ότι η επιχειρηματολογία για μια πυρηνική βόμβα έχει πλέον αποδειχθεί πέραν πάσης αμφιβολίας. Αυτό είναι το κεντρικό πρόβλημα με την επίθεση στο Ιράν. Μπορούμε να είμαστε ήσυχοι από τη στρατιωτική υπεροχή των συμμάχων μας, η οποία προκύπτει από την ισραηλινή εφευρετικότητα και την αμερικανική ισχύ. Μπορούμε να πανηγυρίσουμε για το ότι μια «τυφλή» και δεσποτική ιρανική ηγεσία υπέστη μεγάλο πλήγμα και ότι οι θαμμένες στο βουνό εγκαταστάσεις της κλονίστηκαν. Μπορούμε να ελπίζουμε ότι το μάθημα που πήραμε θα είναι να μην πλησιάσουμε ποτέ ξανά το κατώφλι του πυρηνικού οπλοστασίου.
Δεν γνωρίζουμε, όμως, πόσο από το πυρηνικό υλικό και τις πυρηνικές γνώσεις του Ιράν έχει διασωθεί και πόσο γρήγορα μπορεί να χρησιμοποιηθεί. Δεν μπορούμε να προβλέψουμε την επίδραση που θα έχει τα επόμενα χρόνια η εξάπλωση της πυρηνικής επιστήμης ή η αύξηση των γεωπολιτικών εντάσεων, που θα μπορούσαν να διευκολύνουν το Ιράν να αποκτήσει, να αγοράσει ή να συναρμολογήσει πυρηνικά ή ίσως βιολογικά όπλα. Ολα όσα έχουμε δει στη Μέση Ανατολή εδώ και αρκετές δεκαετίες μάς λένε ότι οι απρόβλεπτες συνέπειες των ενεργειών μας θα είναι οι πιο σημαντικές. Γι’ αυτό, όσο κι αν θα ήθελα να πιστεύω ότι τα τεράστια πλήγματα που δέχτηκε το Ιράν τις τελευταίες δέκα ημέρες θα λύσουν το πρόβλημα, στην πραγματικότητα είναι πιο πιθανό από ό,τι ήταν πριν από αυτά τα γεγονότα να ξυπνήσουμε ένα πρωί, σε 10 ή 20 χρόνια από τώρα, και να ανακαλύψουμε ότι το Ιράν έχει βόμβα. Εξίσου ανησυχητικό είναι ότι οι συνθήκες και οι συμφωνίες που έχουν συγκρατήσει την εξάπλωση των πυρηνικών όπλων αντιμετωπίζουν προβλήματα. Οπως και για το Ιράν, ο Τραμπ ξεκινά με πολλά από τα σωστά ένστικτα. Εχει εκφράσει τη λύπη του για το ποσό των χρημάτων που δαπανώνται για τα πυρηνικά οπλοστάσια και έχει μιλήσει για την αναζήτηση νέων συμφωνιών με τη Ρωσία και την Κίνα, η οποία κατασκευάζει σήμερα νέους πυρηνικούς πυραύλους με ταχείς ρυθμούς.
Ωστόσο, πολλές από τις ενέργειες της κυβέρνησης Τραμπ επιδεινώνουν το πρόβλημα: η μείωση της εμπιστοσύνης στην αξιοπιστία των ΗΠΑ ως συμμάχου δίνει κίνητρο σε χώρες όπως η Νότια Κορέα να εξετάσουν τη δική τους αποτρεπτική δύναμη, ο προτεινόμενος «Χρυσός Θόλος» για την προστασία της Αμερικής θα επιταχύνει τον αγώνα άλλων χωρών για να μπορέσουν να τον υπερκεράσουν, ενώ η πρόοδος στην ενίσχυση της κρίσιμης συνθήκης περί μη εξάπλωσης των πυρηνικών όπλων εμποδίζεται από την Κίνα και στερείται ανώτερης ηγεσίας από τις ΗΠΑ. Η συνθήκη «New Start» μεταξύ των ΗΠΑ και της Ρωσίας, ο βασικός περιορισμός του μεγέθους των πυρηνικών οπλοστασίων, θα λήξει το επόμενο έτος. Η κρίση γύρω από το Ιράν μάς υπενθυμίζει ότι η εξάπλωση των πυρηνικών όπλων αποτελεί σοβαρή απειλή για την ειρήνη στον κόσμο. Ο Τραμπ εκμεταλλεύτηκε μια στιγμή ευκαιρίας, με συνέπειες που μπορεί να χρειαστούν χρόνια για να γίνουν σαφείς. Για να διασφαλίσει ότι δεν θα υπάρξουν πολλές τέτοιες κρίσεις στο μέλλον, η Ουάσινγκτον θα χρειαστεί μια μακροπρόθεσμη, συνεκτική προσέγγιση, από την οποία δεν θα μπορεί να παρεκκλίνει τόσο εύκολα.
ΠΗΓΗ: Times Media Ltd / News Licensing