Tο χρέος ωθεί τη γαλλική οικονομία στο χείλος της κατάρρευσης
Ο Μπαϊρού έχει προσυπογράψει σχέδια λιτότητας
Η απόφαση του Μπαϊρού να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης στην εύθραυστη κυβέρνησή του τον επόμενο μήνα έχει οδηγήσει το μακροπρόθεσμο κόστος δανεισμού της χώρας στο υψηλότερο επίπεδο από τον Απρίλιο

Ο Φρανσουά Μπαϊρού, ο τελευταίος από μια σειρά μη αναμενόμενων Γάλλων πρωθυπουργών, έχει γίνει ένας απροσδόκητος υπέρμαχος της δημοσιονομικής ορθότητας σε μια οικονομία στην οποία τα δημόσια οικονομικά βρίσκονται και πάλι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των «εκδικητών των ομολόγων». Η απόφαση του Μπαϊρού να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης στην εύθραυστη κυβέρνησή του τον επόμενο μήνα έχει οδηγήσει το μακροπρόθεσμο κόστος δανεισμού της χώρας στο υψηλότερο επίπεδο από τον Απρίλιο. Ο δείκτης CAC 40, ο οποίος αντιπροσωπεύει τις γαλλικές μετοχές, ήταν ο μεγάλος δείκτης με τις χειρότερες επιδόσεις στην Ευρώπη την Τρίτη, σημειώνοντας πτώση άνω του 1,5%. Ο 74χρονος φιλελεύθερος Μπαϊρού αψήφησε τις πιθανότητες, «σέρνοντας» την υπηρεσιακή του κυβέρνηση εδώ και οκτώ μήνες.
Στο διάστημα αυτό, κέρδισε τη σιωπηρή υποστήριξη των ξένων πιστωτών της Γαλλίας χάρη στις αποφασιστικές προσπάθειές του να μειώσει το διογκούμενο δημοσιονομικό έλλειμμα. Ο Μπαϊρού έχει προσυπογράψει σχέδια λιτότητας που θα μειώσουν το δημοσιονομικό έλλειμμα -η διαφορά μεταξύ τού τι κερδίζει η κυβέρνηση από φόρους και τι ξοδεύει- από το 5,8% του ΑΕΠ στο 5,4% φέτος, στο 4,6% του χρόνου και, τελικά, στο 3%, που προβλέπει η Ευρωπαϊκή Ενωση, μέχρι το 2029. Το κόστος δανεισμού της Γαλλίας είχε σταθεροποιηθεί αφότου ο Μπαϊρού υποστήριξε σχέδια για τη μείωση του αριθμού των αργιών, το πάγωμα των ορίων του φόρου εισοδήματος και τον περιορισμό της αύξησης των συντάξεων και της κοινωνικής ασφάλισης. Αλλά αν η κυβέρνησή του πέσει στις 8 Σεπτεμβρίου, ο πρόεδρος Μακρόν θα πρέπει να βρει έναν άλλο υπέρμαχο της λιτότητας που μπορεί να πείσει τις χρηματοπιστωτικές αγορές ότι η Γαλλία μπορεί να «συγκρατήσει» μία από τις χειρότερες δυναμικές χρέους και ανάπτυξης στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Η άμεση αιτία του πιο πρόσφατου δημοσιονομικού φόβου της χώρας ανέκυψε το περασμένο έτος, όταν διαπιστώθηκε ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα υπερέβαινε συνεχώς τις εκτιμήσεις και πλησίαζε το 6% του ΑΕΠ. Η ταπείνωση του κεντρώου κόμματος του Μακρόν στις πρόωρες βουλευτικές εκλογές, αμέσως μετά, σε συνδυασμό με τη διαχρονικά αδύναμη ανάπτυξη μετά την πανδημία, έθεσαν τα δημόσια οικονομικά της Γαλλίας ξανά σε κίνδυνο. Στο τέλος του πρώτου τριμήνου, η χώρα είχε το τρίτο υψηλότερο χρέος στην ευρωζώνη -μετά την Ελλάδα και την Ιταλία-, με 114% του ΑΕΠ. Το δημοσιονομικό έλλειμμα της Γαλλίας είναι το υψηλότερο στη ζώνη του ενιαίου νομίσματος, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat. Ο Ολιβιέ Μπλανσάρ, πρώην Γάλλος επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ, δήλωσε ότι μια «έκρηξη χρέους» θα ήταν «καταστροφική» για μια οικονομία που έχει να παρουσιάσει πλεόνασμα στον Προϋπολογισμό της από το 1974. Η Γαλλία έχει από τις υψηλότερες φορολογικές επιβαρύνσεις και δαπάνες στην Ε.Ε.
Το πρόβλημα του κράτους δεν είναι η αύξηση των εσόδων, αλλά οι αναποτελεσματικές και μη παραγωγικές κρατικές δαπάνες. Οι αποφάσεις σχετικά με το πού θα γίνουν περικοπές καθίστανται πολιτικά δυσάρεστες για τις αδύναμες κυβερνήσεις μειοψηφίας, που αμφισβητούνται από τη Δεξιά και την Αριστερά. «Δεδομένου του μεγέθους του κράτους και του επιπέδου της φορολογίας, η προσαρμογή πρέπει να προέλθει σε μεγάλο βαθμό από μειώσεις των δαπανών», δήλωσε ο Μπλανσάρ. Το ΔΝΤ προειδοποίησε ότι απαιτούνται «αποφασιστικές ενέργειες και δύσκολες αποφάσεις» για να αποφευχθεί η αύξηση του δημοσιονομικού ελλείμματος πάνω από το 6% του ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια. «Η δυναμική του χρέους έχει αποδυναμωθεί σημαντικά μετά τις διαδοχικές δημοσιονομικές ολισθήσεις το 2023 και το 2024. Η δέσμευση της Γαλλίας να προβεί σε περαιτέρω δημοσιονομική εξυγίανση, σύμφωνα με τους κανόνες της Ε.Ε., αποτελεί σημαντικό παράγοντα μετριασμού», ανέφερε το ΔΝΤ τον Μάιο.
ΠΗΓΗ: Times Media Ltd / News Licensing
Στο διάστημα αυτό, κέρδισε τη σιωπηρή υποστήριξη των ξένων πιστωτών της Γαλλίας χάρη στις αποφασιστικές προσπάθειές του να μειώσει το διογκούμενο δημοσιονομικό έλλειμμα. Ο Μπαϊρού έχει προσυπογράψει σχέδια λιτότητας που θα μειώσουν το δημοσιονομικό έλλειμμα -η διαφορά μεταξύ τού τι κερδίζει η κυβέρνηση από φόρους και τι ξοδεύει- από το 5,8% του ΑΕΠ στο 5,4% φέτος, στο 4,6% του χρόνου και, τελικά, στο 3%, που προβλέπει η Ευρωπαϊκή Ενωση, μέχρι το 2029. Το κόστος δανεισμού της Γαλλίας είχε σταθεροποιηθεί αφότου ο Μπαϊρού υποστήριξε σχέδια για τη μείωση του αριθμού των αργιών, το πάγωμα των ορίων του φόρου εισοδήματος και τον περιορισμό της αύξησης των συντάξεων και της κοινωνικής ασφάλισης. Αλλά αν η κυβέρνησή του πέσει στις 8 Σεπτεμβρίου, ο πρόεδρος Μακρόν θα πρέπει να βρει έναν άλλο υπέρμαχο της λιτότητας που μπορεί να πείσει τις χρηματοπιστωτικές αγορές ότι η Γαλλία μπορεί να «συγκρατήσει» μία από τις χειρότερες δυναμικές χρέους και ανάπτυξης στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Η άμεση αιτία του πιο πρόσφατου δημοσιονομικού φόβου της χώρας ανέκυψε το περασμένο έτος, όταν διαπιστώθηκε ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα υπερέβαινε συνεχώς τις εκτιμήσεις και πλησίαζε το 6% του ΑΕΠ. Η ταπείνωση του κεντρώου κόμματος του Μακρόν στις πρόωρες βουλευτικές εκλογές, αμέσως μετά, σε συνδυασμό με τη διαχρονικά αδύναμη ανάπτυξη μετά την πανδημία, έθεσαν τα δημόσια οικονομικά της Γαλλίας ξανά σε κίνδυνο. Στο τέλος του πρώτου τριμήνου, η χώρα είχε το τρίτο υψηλότερο χρέος στην ευρωζώνη -μετά την Ελλάδα και την Ιταλία-, με 114% του ΑΕΠ. Το δημοσιονομικό έλλειμμα της Γαλλίας είναι το υψηλότερο στη ζώνη του ενιαίου νομίσματος, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat. Ο Ολιβιέ Μπλανσάρ, πρώην Γάλλος επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ, δήλωσε ότι μια «έκρηξη χρέους» θα ήταν «καταστροφική» για μια οικονομία που έχει να παρουσιάσει πλεόνασμα στον Προϋπολογισμό της από το 1974. Η Γαλλία έχει από τις υψηλότερες φορολογικές επιβαρύνσεις και δαπάνες στην Ε.Ε.
Το πρόβλημα του κράτους δεν είναι η αύξηση των εσόδων, αλλά οι αναποτελεσματικές και μη παραγωγικές κρατικές δαπάνες. Οι αποφάσεις σχετικά με το πού θα γίνουν περικοπές καθίστανται πολιτικά δυσάρεστες για τις αδύναμες κυβερνήσεις μειοψηφίας, που αμφισβητούνται από τη Δεξιά και την Αριστερά. «Δεδομένου του μεγέθους του κράτους και του επιπέδου της φορολογίας, η προσαρμογή πρέπει να προέλθει σε μεγάλο βαθμό από μειώσεις των δαπανών», δήλωσε ο Μπλανσάρ. Το ΔΝΤ προειδοποίησε ότι απαιτούνται «αποφασιστικές ενέργειες και δύσκολες αποφάσεις» για να αποφευχθεί η αύξηση του δημοσιονομικού ελλείμματος πάνω από το 6% του ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια. «Η δυναμική του χρέους έχει αποδυναμωθεί σημαντικά μετά τις διαδοχικές δημοσιονομικές ολισθήσεις το 2023 και το 2024. Η δέσμευση της Γαλλίας να προβεί σε περαιτέρω δημοσιονομική εξυγίανση, σύμφωνα με τους κανόνες της Ε.Ε., αποτελεί σημαντικό παράγοντα μετριασμού», ανέφερε το ΔΝΤ τον Μάιο.
ΠΗΓΗ: Times Media Ltd / News Licensing