Η Βρετανία έχει τον χρόνο να αποφύγει μια "γαλλική παράλυση"
Η Γαλλία του 2025 προσφέρει κάποιους ανησυχητικούς παραλληλισμούς
Καθώς μεγάλο μέρος της Ευρώπης αντιμετωπίζει την κατάρρευση των κυρίαρχων κομμάτων, μονάχα ο Στάρμερ έχει την πιθανότητα και την πλειοψηφία να ανακάμψει

Για πολλά χρόνια πριν από τη Γαλλική Επανάσταση του 1789, τις αιματηρές αναταραχές στη Γαλλία και τον πόλεμο που επέφερε σε όλη την Ευρώπη, οι υπουργοί στο Παρίσι γνώριζαν ότι διαχειρίζονταν μια κατάσταση που δεν μπορούσε να συνεχιστεί. Ο Λουδοβίκος ΙΣΤ’ διόριζε τον έναν υπουργό Οικονομικών μετά τον άλλον -Τιργκό, Νεκέρ, Καλόν-, οι οποίοι επιχείρησαν διάφορες μεταρρυθμίσεις για να σώσουν το γαλλικό κράτος από την αναπόφευκτη χρεοκοπία του. Ο καθένας από αυτούς γνώριζε ότι έπρεπε να δράσει ριζοσπαστικά, αλλά όλοι τους αναχαιτίστηκαν από τα κατεστημένα συμφέροντα της εποχής τους: φορολογικά απαλλασσόμενοι ευγενείς και εκκλησίες, περιοριστικές εμπορικές συντεχνίες και περιφερειακά κοινοβούλια. Η παράλυση οδήγησε σε οικονομική και πολιτική καταστροφή, με τον βασιλιά, ο οποίος δεν είχε υποστηρίξει αποφασιστικά τους υπουργούς που προωθούσαν τις μεταρρυθμίσεις, να καταλήγει τελικά στην γκιλοτίνα.
Η Γαλλία του 2025 προσφέρει κάποιους ανησυχητικούς παραλληλισμούς. Ο τέταρτος πρωθυπουργός σε δύο χρόνια, ο Φρανσουά Μπαϊρού, απέτυχε, όπως και οι προκάτοχοί του, επειδή πρότεινε μέτρα για τον έλεγχο ενός μη βιώσιμου κρατικού προϋπολογισμού. Τα σημερινά συμφέροντα αφορούν συνδικάτα και πολιτικά κόμματα που αρνούνται να αναλάβουν οποιαδήποτε ευθύνη. Ενας πιθανός επόμενος πρωθυπουργός είναι ο Ολιβιέ Φορ της Σοσιαλιστικής Παράταξης, ο οποίος αντιτάχθηκε στις προσπάθειες των προηγούμενων πρωθυπουργών. Αν αναλάβει την εξουσία, θα προτείνει περικοπές, αν και μικρότερης κλίμακας, αλλά, και πάλι, θα παρουσιάσει έναν δυσάρεστο προϋπολογισμό. Και μέσα σε έξι μήνες θα πέσει, όπως συνέβη και τώρα. Οπως και τη δεκαετία του 1780, οι ηγέτες που κατανοούν πλήρως ότι οι ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις είναι επείγουσες και ζωτικής σημασίας δεν καταφέρνουν να συγκεντρώσουν τη δύναμη και την ενότητα για να τις προωθήσουν. Συνεπώς, η Γαλλία παραπαίει, με ένα δημοσιονομικό έλλειμμα και ένα δημόσιο χρέος σημαντικά υψηλότερα από αυτά του Ηνωμένου Βασιλείου, οπισθοχωρώντας ακόμα περισσότερο στα χέρια της Ακροδεξιάς ή της Ακροαριστεράς. Τα μετριοπαθή κόμματα και η προεδρία του Μακρόν αποτελούν ακόμα ένα παλιό καθεστώς που βρίσκεται αντιμέτωπο με την κατάρρευση. Μεγάλο μέρος της κυρίαρχης πολιτικής σε όλη την Ευρώπη δεν απέχει σημαντικά από αυτήν την εξέλιξη. Αν και η νέα κυβέρνηση συνασπισμού στο Βερολίνο, με ηγέτη τον Φρίντριχ Μερτς, έχει απορρίψει τις παλιές αντιλήψεις με τεράστιες δαπάνες για την άμυνα και τις υποδομές που χρηματοδοτούνται από το χρέος, ήδη δυσκολεύεται να καταλήξει σε συμφωνία για τις φορολογικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και η δημοτικότητά της πέφτει κατακόρυφα. Το ακροδεξιό AfD προηγείται συχνά στις εθνικές δημοσκοπήσεις και θα μπορούσε εύκολα να κερδίσει περισσότερες εκλογές σε πολιτειακό επίπεδο. Αν ακόμα και στη Γερμανία, τη μοναδική μεγάλη ευρωπαϊκή χώρα με οικονομικό περιθώριο, οι λογικοί πολιτικοί ηγέτες δυσκολεύονται να επιφέρουν τις αλλαγές που επιθυμούν και χάνουν γρήγορα έδαφος έναντι του εξτρεμισμού, τότε η Δυτική Ευρώπη βρίσκεται στο χείλος δραματικών πολιτικών αλλαγών.
Οι κυβερνήσεις του κεντροαριστερού και κεντροδεξιού χώρου που εναλλάσσονται στην εξουσία εδώ και δεκαετίες αντιμετωπίζουν τώρα την τελευταία τους πρόκληση πριν πέσει η πολιτική γκιλοτίνα. Η Βρετανία θα πρέπει να διαφέρει σημαντικά από την πολυκομματική παράλυση της Γαλλίας και τις ατελείωτες συμβιβαστικές λύσεις των συνασπισμών στη Γερμανία. Ενα κόμμα συγκεντρώνει μεγάλη πλειοψηφία, έχοντας εκλεγεί μόλις πέρυσι. Υπάρχουν πολύ λιγότερες δικαιολογίες για την αδυναμία μεταρρύθμισης του κράτους, για τη λήψη μακροπρόθεσμων αποφάσεων, για την επικοινωνία μιας σταθερής κατεύθυνσης και για τη διατήρηση καλών υπουργών στις θέσεις τους. Ωστόσο, κατά κάποιον τρόπο, η κυβέρνηση του σερ Κιρ Στάρμερ κατέληξε, έπειτα από μόλις 14 μήνες, να εμφανίζεται ακόμα λιγότερο δημοφιλής από την αντίστοιχη της Γερμανίας, με ελαφρώς καλύτερο δημοσιονομικό έλεγχο από τη Γαλλία, χωρίς αίσθηση εθνικού σκοπού και τις τελευταίες ημέρες σχεδόν όλοι οι υπουργοί που γνώριζαν πραγματικά τι έκαναν μετακινήθηκαν σε διαφορετικές θέσεις. Συνεπώς, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία και η Γερμανία βρίσκονται σε εντυπωσιακά παρόμοια θέση, παρά τα πολύ διαφορετικά πολιτικά τους συστήματα και τους εκλογικούς κύκλους. Σε κάθε χώρα, τα καθιερωμένα κυβερνώντα κόμματα βρίσκονται σε πορεία προς την καταστροφή, αντιμετωπίζοντας την ήττα από λαϊκιστικά κόμματα που δεν έχουν δοκιμαστεί, προκαλούν περισσότερες διαιρέσεις, παρουσιάζουν μικρότερο αίσθημα οικονομικής ευθύνης και ασθενέστερη δέσμευση για την υπεράσπιση της ηπείρου. Ομως, αυτά τα κόμματα εκφράζουν τους πολίτες που έχουν χάσει την υπομονή τους με τους καθιερωμένους τρόπους λειτουργίας.
Η μεταρρυθμιστική παράταξη Reform κατάφερε να συγκεντρώσει σχεδόν 250.000 μέλη και να διοργανώσει ένα συνέδριο όπως αυτό της περασμένης εβδομάδας, γεγονός που αποτελεί σημαντικό πολιτικό επίτευγμα. Ακριβώς όπως οι άτυχοι οικονομικοί προϊστάμενοι του Λουδοβίκου ΙΣΤ’, πολλοί υπουργοί και στις τρεις χώρες κατανοούν σε μεγάλο βαθμό ότι αυτή είναι η τελευταία τους ευκαιρία, ότι πρέπει να δημιουργήσουν κάποιες ελπίδες και να χαράξουν μια νέα πορεία, αντιμετωπίζοντας παράλληλα τα μεγάλα οικονομικά προβλήματα, και ότι σε διαφορετική περίπτωση θα έρθει η ώρα της κρίσης, που θα τους σαρώσει. Και, ακριβώς όπως οι Γάλλοι ηγέτες της δεκαετίας του 1780, χρειάζονται ισχυρή υποστήριξη από την ηγεσία για να λάβουν ριζοσπαστικά μέτρα, αν θέλουν να επιβιώσουν. Στη Γαλλία, ο Μακρόν βρίσκεται στην εξουσία τόσο καιρό και έχει αποκτήσει τόσους εχθρούς, που δεν μπορεί να λάβει τόσο ριζοσπαστικά μέτρα, παρόλο που πιστεύει σε αυτά. Στη Γερμανία, ο Μερτς θα πρέπει να ελπίζει για το καλύτερο με τις αποδυναμωμένες μεταρρυθμίσεις της συνασπιστικής κυβέρνησής του. Ομως, στη Βρετανία, ο Στάρμερ έχει την -ελάχιστη- ευκαιρία να σώσει τον εαυτό του και να προβεί σε ουσιαστικές αλλαγές. Ο ανασχηματισμός των τελευταίων ημερών δείχνει τουλάχιστον ότι ο ίδιος ή οι σύμβουλοί του το κατανοούν αυτό. Υπουργοί έχουν διοριστεί σε κρίσιμες θέσεις, ιδίως η Σαμπάνα Μαχμούντ ως υπουργός Εσωτερικών, ο Πατ Μακφάντεν ως υπουργός Εργασίας και Συντάξεων και ο Ντάρεν Τζόουνς στη νέα θέση του γενικού γραμματέα, στο Νο 10, οι οποίοι φαίνεται να κατανοούν ότι η συνηθισμένη λειτουργία των θεσμών δεν θα επαρκεί σε καμία περίπτωση. Ωστόσο, ο Λουδοβίκος ΙΣΤ’ ήταν αρκετά καλός στο να διορίζει υπουργούς. Το πρόβλημα ήταν ότι δεν τους υποστήριζε. Αν αυτοί οι νέοι υπουργοί θέλουν να επιτύχουν κάτι, ο πρωθυπουργός θα πρέπει να τους ενθαρρύνει και να τους βοηθήσει να ξεπεράσουν την έντονη αντίσταση που συναντούν στο κόμμα του. Οταν προτείνουν ριζοσπαστικές ιδέες, θα πρέπει να τους παροτρύνει να τις εφαρμόσουν και να επανέλθουν με περισσότερες. Για παράδειγμα, όσον αφορά την παράνομη μετανάστευση, σημαίνει ότι πρέπει να γίνουν πολύ περισσότερες ενέργειες, και μάλιστα γρήγορα. Εισαγωγή ψηφιακής ταυτότητας, επεξεργασία των αιτήσεων ασύλου εκτός της χώρας, μείωση των δικαιωμάτων για παροχές, ακρόαση του Τζακ Στροκ σχετικά με την τροποποίηση του Νόμου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και δυσκολότερη απόκτηση μόνιμης διαμονής. Σχετικά με τη μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας, περιορισμός των παροχών ψυχικής υγείας με την πάροδο του χρόνου στις πιο σοβαρές περιπτώσεις και αλλαγή των συνταξιοδοτικών παροχών σε μια περίοδο 20 ετών, προκειμένου να διατηρηθεί η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας. Στον τομέα της οικονομίας, αντιστροφή ορισμένων φορολογικών αυξήσεων που αποθαρρύνουν τους επιχειρηματίες από το να ιδρύσουν επιχειρήσεις στη Βρετανία και διπλασιασμός όλων των προσπαθειών για την προσέλκυση νέων τεχνολογιών. Δημιουργία περισσότερων ζωνών ανάπτυξης Τεχνητής Νοημοσύνης και σύνδεσή τους με το δίκτυο. Αύξηση των κονδυλίων για την προσέλκυση των καλύτερων ερευνητών από το εξωτερικό.
Τα παραπάνω αποτελούν απλώς μερικά παραδείγματα. Απαιτείται ένας συνδυασμός πιο ριζοσπαστικών πολιτικών για να ανταποκριθεί στις νόμιμες προσδοκίες των πολιτών ότι η κυβέρνησή τους μπορεί να ελέγχει τα σύνορα, να διατηρήσει τη χρηματοοικονομική σταθερότητα της χώρας και να χαράξει μια ελπιδοφόρα πορεία για το μέλλον. Στην ιστορία είναι πολύ συνηθισμένο οι ηγέτες να γνωρίζουν τι είναι απαραίτητο, αλλά να μην είναι σε θέση να το εφαρμόσουν, υποκύπτοντας σε παγιωμένα συμφέροντα, παρέχοντας αδύναμη υποστήριξη σε λογικούς υπουργούς και αναβάλλοντας τις πιο δύσκολες αποφάσεις έως ότου τα γεγονότα ξεφύγουν από τον έλεγχο. Αυτή ήταν η ιστορία της Γαλλίας πριν από την κατάρρευσή της, τον 18ο αιώνα. Σήμερα, καταλήγει να επαναλαμβάνεται ακριβώς η ίδια ιστορία. Ο πρωθυπουργός έχει ακόμα μια ευκαιρία να αποτρέψει το ενδεχόμενο αυτή η κατάσταση να γίνει πραγματικότητα στη Βρετανία.
Η Γαλλία του 2025 προσφέρει κάποιους ανησυχητικούς παραλληλισμούς. Ο τέταρτος πρωθυπουργός σε δύο χρόνια, ο Φρανσουά Μπαϊρού, απέτυχε, όπως και οι προκάτοχοί του, επειδή πρότεινε μέτρα για τον έλεγχο ενός μη βιώσιμου κρατικού προϋπολογισμού. Τα σημερινά συμφέροντα αφορούν συνδικάτα και πολιτικά κόμματα που αρνούνται να αναλάβουν οποιαδήποτε ευθύνη. Ενας πιθανός επόμενος πρωθυπουργός είναι ο Ολιβιέ Φορ της Σοσιαλιστικής Παράταξης, ο οποίος αντιτάχθηκε στις προσπάθειες των προηγούμενων πρωθυπουργών. Αν αναλάβει την εξουσία, θα προτείνει περικοπές, αν και μικρότερης κλίμακας, αλλά, και πάλι, θα παρουσιάσει έναν δυσάρεστο προϋπολογισμό. Και μέσα σε έξι μήνες θα πέσει, όπως συνέβη και τώρα. Οπως και τη δεκαετία του 1780, οι ηγέτες που κατανοούν πλήρως ότι οι ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις είναι επείγουσες και ζωτικής σημασίας δεν καταφέρνουν να συγκεντρώσουν τη δύναμη και την ενότητα για να τις προωθήσουν. Συνεπώς, η Γαλλία παραπαίει, με ένα δημοσιονομικό έλλειμμα και ένα δημόσιο χρέος σημαντικά υψηλότερα από αυτά του Ηνωμένου Βασιλείου, οπισθοχωρώντας ακόμα περισσότερο στα χέρια της Ακροδεξιάς ή της Ακροαριστεράς. Τα μετριοπαθή κόμματα και η προεδρία του Μακρόν αποτελούν ακόμα ένα παλιό καθεστώς που βρίσκεται αντιμέτωπο με την κατάρρευση. Μεγάλο μέρος της κυρίαρχης πολιτικής σε όλη την Ευρώπη δεν απέχει σημαντικά από αυτήν την εξέλιξη. Αν και η νέα κυβέρνηση συνασπισμού στο Βερολίνο, με ηγέτη τον Φρίντριχ Μερτς, έχει απορρίψει τις παλιές αντιλήψεις με τεράστιες δαπάνες για την άμυνα και τις υποδομές που χρηματοδοτούνται από το χρέος, ήδη δυσκολεύεται να καταλήξει σε συμφωνία για τις φορολογικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και η δημοτικότητά της πέφτει κατακόρυφα. Το ακροδεξιό AfD προηγείται συχνά στις εθνικές δημοσκοπήσεις και θα μπορούσε εύκολα να κερδίσει περισσότερες εκλογές σε πολιτειακό επίπεδο. Αν ακόμα και στη Γερμανία, τη μοναδική μεγάλη ευρωπαϊκή χώρα με οικονομικό περιθώριο, οι λογικοί πολιτικοί ηγέτες δυσκολεύονται να επιφέρουν τις αλλαγές που επιθυμούν και χάνουν γρήγορα έδαφος έναντι του εξτρεμισμού, τότε η Δυτική Ευρώπη βρίσκεται στο χείλος δραματικών πολιτικών αλλαγών.
Οι κυβερνήσεις του κεντροαριστερού και κεντροδεξιού χώρου που εναλλάσσονται στην εξουσία εδώ και δεκαετίες αντιμετωπίζουν τώρα την τελευταία τους πρόκληση πριν πέσει η πολιτική γκιλοτίνα. Η Βρετανία θα πρέπει να διαφέρει σημαντικά από την πολυκομματική παράλυση της Γαλλίας και τις ατελείωτες συμβιβαστικές λύσεις των συνασπισμών στη Γερμανία. Ενα κόμμα συγκεντρώνει μεγάλη πλειοψηφία, έχοντας εκλεγεί μόλις πέρυσι. Υπάρχουν πολύ λιγότερες δικαιολογίες για την αδυναμία μεταρρύθμισης του κράτους, για τη λήψη μακροπρόθεσμων αποφάσεων, για την επικοινωνία μιας σταθερής κατεύθυνσης και για τη διατήρηση καλών υπουργών στις θέσεις τους. Ωστόσο, κατά κάποιον τρόπο, η κυβέρνηση του σερ Κιρ Στάρμερ κατέληξε, έπειτα από μόλις 14 μήνες, να εμφανίζεται ακόμα λιγότερο δημοφιλής από την αντίστοιχη της Γερμανίας, με ελαφρώς καλύτερο δημοσιονομικό έλεγχο από τη Γαλλία, χωρίς αίσθηση εθνικού σκοπού και τις τελευταίες ημέρες σχεδόν όλοι οι υπουργοί που γνώριζαν πραγματικά τι έκαναν μετακινήθηκαν σε διαφορετικές θέσεις. Συνεπώς, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία και η Γερμανία βρίσκονται σε εντυπωσιακά παρόμοια θέση, παρά τα πολύ διαφορετικά πολιτικά τους συστήματα και τους εκλογικούς κύκλους. Σε κάθε χώρα, τα καθιερωμένα κυβερνώντα κόμματα βρίσκονται σε πορεία προς την καταστροφή, αντιμετωπίζοντας την ήττα από λαϊκιστικά κόμματα που δεν έχουν δοκιμαστεί, προκαλούν περισσότερες διαιρέσεις, παρουσιάζουν μικρότερο αίσθημα οικονομικής ευθύνης και ασθενέστερη δέσμευση για την υπεράσπιση της ηπείρου. Ομως, αυτά τα κόμματα εκφράζουν τους πολίτες που έχουν χάσει την υπομονή τους με τους καθιερωμένους τρόπους λειτουργίας.
Η μεταρρυθμιστική παράταξη Reform κατάφερε να συγκεντρώσει σχεδόν 250.000 μέλη και να διοργανώσει ένα συνέδριο όπως αυτό της περασμένης εβδομάδας, γεγονός που αποτελεί σημαντικό πολιτικό επίτευγμα. Ακριβώς όπως οι άτυχοι οικονομικοί προϊστάμενοι του Λουδοβίκου ΙΣΤ’, πολλοί υπουργοί και στις τρεις χώρες κατανοούν σε μεγάλο βαθμό ότι αυτή είναι η τελευταία τους ευκαιρία, ότι πρέπει να δημιουργήσουν κάποιες ελπίδες και να χαράξουν μια νέα πορεία, αντιμετωπίζοντας παράλληλα τα μεγάλα οικονομικά προβλήματα, και ότι σε διαφορετική περίπτωση θα έρθει η ώρα της κρίσης, που θα τους σαρώσει. Και, ακριβώς όπως οι Γάλλοι ηγέτες της δεκαετίας του 1780, χρειάζονται ισχυρή υποστήριξη από την ηγεσία για να λάβουν ριζοσπαστικά μέτρα, αν θέλουν να επιβιώσουν. Στη Γαλλία, ο Μακρόν βρίσκεται στην εξουσία τόσο καιρό και έχει αποκτήσει τόσους εχθρούς, που δεν μπορεί να λάβει τόσο ριζοσπαστικά μέτρα, παρόλο που πιστεύει σε αυτά. Στη Γερμανία, ο Μερτς θα πρέπει να ελπίζει για το καλύτερο με τις αποδυναμωμένες μεταρρυθμίσεις της συνασπιστικής κυβέρνησής του. Ομως, στη Βρετανία, ο Στάρμερ έχει την -ελάχιστη- ευκαιρία να σώσει τον εαυτό του και να προβεί σε ουσιαστικές αλλαγές. Ο ανασχηματισμός των τελευταίων ημερών δείχνει τουλάχιστον ότι ο ίδιος ή οι σύμβουλοί του το κατανοούν αυτό. Υπουργοί έχουν διοριστεί σε κρίσιμες θέσεις, ιδίως η Σαμπάνα Μαχμούντ ως υπουργός Εσωτερικών, ο Πατ Μακφάντεν ως υπουργός Εργασίας και Συντάξεων και ο Ντάρεν Τζόουνς στη νέα θέση του γενικού γραμματέα, στο Νο 10, οι οποίοι φαίνεται να κατανοούν ότι η συνηθισμένη λειτουργία των θεσμών δεν θα επαρκεί σε καμία περίπτωση. Ωστόσο, ο Λουδοβίκος ΙΣΤ’ ήταν αρκετά καλός στο να διορίζει υπουργούς. Το πρόβλημα ήταν ότι δεν τους υποστήριζε. Αν αυτοί οι νέοι υπουργοί θέλουν να επιτύχουν κάτι, ο πρωθυπουργός θα πρέπει να τους ενθαρρύνει και να τους βοηθήσει να ξεπεράσουν την έντονη αντίσταση που συναντούν στο κόμμα του. Οταν προτείνουν ριζοσπαστικές ιδέες, θα πρέπει να τους παροτρύνει να τις εφαρμόσουν και να επανέλθουν με περισσότερες. Για παράδειγμα, όσον αφορά την παράνομη μετανάστευση, σημαίνει ότι πρέπει να γίνουν πολύ περισσότερες ενέργειες, και μάλιστα γρήγορα. Εισαγωγή ψηφιακής ταυτότητας, επεξεργασία των αιτήσεων ασύλου εκτός της χώρας, μείωση των δικαιωμάτων για παροχές, ακρόαση του Τζακ Στροκ σχετικά με την τροποποίηση του Νόμου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και δυσκολότερη απόκτηση μόνιμης διαμονής. Σχετικά με τη μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας, περιορισμός των παροχών ψυχικής υγείας με την πάροδο του χρόνου στις πιο σοβαρές περιπτώσεις και αλλαγή των συνταξιοδοτικών παροχών σε μια περίοδο 20 ετών, προκειμένου να διατηρηθεί η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας. Στον τομέα της οικονομίας, αντιστροφή ορισμένων φορολογικών αυξήσεων που αποθαρρύνουν τους επιχειρηματίες από το να ιδρύσουν επιχειρήσεις στη Βρετανία και διπλασιασμός όλων των προσπαθειών για την προσέλκυση νέων τεχνολογιών. Δημιουργία περισσότερων ζωνών ανάπτυξης Τεχνητής Νοημοσύνης και σύνδεσή τους με το δίκτυο. Αύξηση των κονδυλίων για την προσέλκυση των καλύτερων ερευνητών από το εξωτερικό.
Τα παραπάνω αποτελούν απλώς μερικά παραδείγματα. Απαιτείται ένας συνδυασμός πιο ριζοσπαστικών πολιτικών για να ανταποκριθεί στις νόμιμες προσδοκίες των πολιτών ότι η κυβέρνησή τους μπορεί να ελέγχει τα σύνορα, να διατηρήσει τη χρηματοοικονομική σταθερότητα της χώρας και να χαράξει μια ελπιδοφόρα πορεία για το μέλλον. Στην ιστορία είναι πολύ συνηθισμένο οι ηγέτες να γνωρίζουν τι είναι απαραίτητο, αλλά να μην είναι σε θέση να το εφαρμόσουν, υποκύπτοντας σε παγιωμένα συμφέροντα, παρέχοντας αδύναμη υποστήριξη σε λογικούς υπουργούς και αναβάλλοντας τις πιο δύσκολες αποφάσεις έως ότου τα γεγονότα ξεφύγουν από τον έλεγχο. Αυτή ήταν η ιστορία της Γαλλίας πριν από την κατάρρευσή της, τον 18ο αιώνα. Σήμερα, καταλήγει να επαναλαμβάνεται ακριβώς η ίδια ιστορία. Ο πρωθυπουργός έχει ακόμα μια ευκαιρία να αποτρέψει το ενδεχόμενο αυτή η κατάσταση να γίνει πραγματικότητα στη Βρετανία.
ΠΗΓΗ: Times Media Ltd / News Licensing