Η Βρετανία έχει πραγματοποιήσει περισσότερες από 50 «χρηματοοικονομικές εκδηλώσεις» από την αρχή του αιώνα, οι περισσότερες από τις οποίες συνοδεύονταν από μια λαμπρότητα και μια επιτυχία που σπάνια συναντάται στις περισσότερες προηγμένες οικονομίες. Ο ρυθμός των εαρινών διαγγελμάτων και των φθινοπωρινών προϋπολογισμών -σταθερών σημείων στο οικονομικό ημερολόγιο της χώρας την τελευταία δεκαετία- είναι ιδιαιτέρως «βρετανικός», ειδικά σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες της G7.

Εξίσου μοναδικό είναι και το έντονο πολιτικό και δημοσιογραφικό ενδιαφέρον που εκδηλώνεται τις εβδομάδες και, πλέον, τους μήνες που προηγούνται ενός χρηματοοικονομικού γεγονότος. Από τον μικρό προϋπολογισμό της Λιζ Τρας το 2022, τέτοια γεγονότα κυριαρχούνται από το κατά πόσο ο υπουργός Οικονομικών μπορεί να τηρήσει τους δημοσιονομικούς κανόνες του και το μέγεθος του «περιθώριου» σε σχέση με τους αυτοεπιβαλλόμενους στόχους. Στα χρόνια που πέρασαν, η «δραματολογία» πίσω από τον προϋπολογισμό περιστρεφόταν γύρω από το ποια «κουνέλια» θα έβγαζε ο υπουργός Οικονομικών από το καπέλο του στη Βουλή των Κοινοτήτων και τις αιχμές μεταξύ των εδρών της αντιπολίτευσης.

Οι μετέπειτα γενιές έχουν αρχίσει να κρίνουν τους προϋπολογισμούς λιγότερο με βάση την επίδρασή τους στο οικονομικό μέλλον της Βρετανίας και περισσότερο από γκάφες, όπως ο φόρος του Τζορτζ Οσμπορν για τα ζεστά τρόφιμα το 2012 - ένας προϋπολογισμός που θα μείνει για πάντα στην Ιστορία ως «omnishambles» (που σημαίνει «καταστροφή»). Συγκρίνετε το γεγονός αυτό με τις περισσότερες οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όπου η υποβολή των ετήσιων προϋπολογισμών αποτελεί μια τεχνοκρατική διαδικασία που περνάει σχεδόν απαρατήρητη από το ευρύ κοινό. Αυτό συμβαίνει, εν μέρει, εκ προθέσεως. Τα υπουργεία Οικονομικών των κρατών-μελών της ευρωζώνης αφιερώνουν κάθε φθινόπωρο εβδομάδες για να υποβάλουν και να επανυποβάλουν τα σχέδια προϋπολογισμού τους για αξιολόγηση στις Βρυξέλλες, προτού τα υποβάλουν στα εθνικά Κοινοβούλιά τους.

Δεν είναι ασυνήθιστο για τις ευρωπαϊκές χώρες να βρίσκονται χωρίς κυβέρνηση για παρατεταμένες περιόδους, με αποτέλεσμα οι ετήσιοι προϋπολογισμοί να αποτελούν μια ανανέωση των υφιστάμενων πολιτικών, χωρίς ιδιαίτερη αναστάτωση ή έντονη αντίδραση από την αγορά. Η περίπτωση αυτή ισχύει για τις Κάτω Χώρες, η προσωρινή κυβέρνηση των οποίων παρουσίασε τον προϋπολογισμό για το 2026 χωρίς σχεδόν κανένα νέο σχέδιο για τους φόρους ή τις δαπάνες. Η Γαλλία, η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης, βρίσκεται εν μέσω δημοσιονομικής κρίσης, χωρίς κοινοβουλευτική πλειοψηφία που να υποστηρίζει περικοπές δαπανών ή φορολογικές μεταρρυθμίσεις. Και παρ’ όλα αυτά, η δημοσιονομική δυσχέρεια της Γαλλίας δεν έχει προκαλέσει ανησυχία στους κατόχους ομολόγων ή στα Μέσα Ενημέρωσης, σε σύγκριση με την παρουσίαση της Ρέιτσελ Ριβς σήμερα, Τετάρτη (σ.τ.μ.: την περασμένη Τετάρτη 26.11). Υπάρχουν διάφοροι σύγχρονοι και ιστορικοί παράγοντες που εξηγούν την εμμονή της Βρετανίας με τα δημοσιονομικά.

Το πιο σημαντικό είναι η δομή και η εξουσία του υπουργείου Οικονομικών, που είναι αναμφισβήτητα το πιο ισχυρό και συγκεντρωτικό υπουργείο Οικονομικών από όλες τις μεγάλες οικονομίες του κόσμου. Σε αντίθεση με τα περισσότερα ευρωπαϊκά στελέχη, όπου τις φορολογικές και δημοσιονομικές πολιτικές χειρίζονται τα υπουργεία Οικονομικών και η ευρύτερη οικονομική πολιτική είναι αρμοδιότητα του υπουργείου Οικονομίας, το υπουργείο Οικονομικών συνδυάζει και τις δύο λειτουργίες. Αυτό σημαίνει ότι ο υπουργός Οικονομικών της εκάστοτε κυβέρνησης και οι δημόσιοι υπάλληλοι του υπουργείου Οικονομικών είναι υπεύθυνοι για τα δημόσια οικονομικά και την έγκριση των σχεδίων δαπανών των άλλων υπουργείων. Είναι, επίσης, υπεύθυνοι για τον καθορισμό των μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων στόχων για την οικονομική ανάπτυξη, την καινοτομία, τις επενδύσεις, τον χρηματοπιστωτικό τομέα και την αγορά εργασίας.

Η συγκέντρωση αρμοδιοτήτων αυτή έχει οδηγήσει σε μια σειρά πρόσφατων επιθέσεων κατά της «ορθοδοξίας» του υπουργείου Οικονομικών - μια φράση που χρησιμοποιούσε συχνά η Τρας πριν από τον μικρό προϋπολογισμό της. Πρόκειται για μια κριτική που κατηγορεί το υπουργείο ότι δίνει προτεραιότητα στη δημοσιονομική ακεραιότητα έναντι όλων των άλλων στόχων μιας κυβέρνησης που θα μπορούσαν να έρθουν σε σύγκρουση με τη διαχείριση των οικονομικών. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο οι υπουργοί Οικονομικών αφιερώνουν μεγάλο μέρος των ομιλιών τους για τον προϋπολογισμό απαριθμώντας μια λίστα με επισκευές ζημιών σε δρόμους και τοπικά έργα σε αμέτρητες εκλογικές περιφέρειες. Ο Τζέρεμι Χαντ, προκάτοχος της Ριβς στο υπουργείο Οικονομικών από το 2022 έως πέρυσι, έχει δηλώσει στο Institute for Government, μια δεξαμενή σκέψης, ότι «η καρδιά του υπουργείου Οικονομικών βρίσκεται σε αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε λογιστική λειτουργία... Πάντα αισθανόμουν ότι δεν υπήρχε αρκετή συζήτηση για την ανάπτυξη, για το πώς πραγματικά αυξάνεις το μέγεθος της πίτας».

«Αν βρίσκεστε σε μια κατάσταση όπου υπάρχει κρίση στα δημόσια οικονομικά και το υπουργείο Οικονομικών πρέπει να δείχνει ενδιαφέρον για κάθε δεκάρα που ξοδεύεται, είναι κατανοητό. Ομως, το υπουργείο Οικονομικών βρίσκεται συνεχώς σε αυτή την κατάσταση στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η ανησυχία μου γι' αυτό είναι ότι, τελικά, δεν λαμβάνουμε αποφάσεις με στρατηγικό τρόπο», πρόσθεσε ο Χαντ. Εχουν γίνει πολλές εκκλήσεις προς τη Βρετανία να ακολουθήσει το παράδειγμα των γειτονικών της οικονομιών και να «χωρίσει» το υπουργείο Οικονομικών σε ένα αυτόνομο υπουργείο Οικονομίας και ένα υπουργείο Προϋπολογισμού. Η Κέμι Μπάντενοκ, η επικεφαλής των Συντηρητικών, ζήτησε τη διάλυση του υπουργείου Οικονομικών κατά τη διάρκεια της αποτυχημένης εκστρατείας της για την ηγεσία των Τόρι το 2022. Η ίδια ζήτησε τη δημιουργία ενός υπουργείου Οικονομικών υπό την άμεση ευθύνη του πρωθυπουργού. Η δεξαμενή σκέψης Institute for Government υποστηρίζει τη δημιουργία ενός υπουργείου υπό τον πρωθυπουργό και το Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο θα συμβάλει στον «επαναπροσανατολισμό της στρατηγικής λήψης αποφάσεων από διαδικασίες που καθοδηγούνται από το υπουργείο Οικονομικών υπό την καθοδήγηση του πρωθυπουργού... δημιουργώντας ένα πιο ευνοϊκό περιβάλλον για τη διαπραγμάτευση συμβιβασμών και την υλοποίηση προτεραιοτήτων για όλη την κυβέρνηση». Επίσης, πρόσθεσε: «Αυτού του είδους οι μεταρρυθμίσεις στο κέντρο της κυβέρνησης θα απαιτήσουν την υποστήριξη του υπουργείου Οικονομικών για να έχουν μακροπρόθεσμη επιτυχία».

Ο σερ Κιρ Στάρμερ έχει λάβει ορισμένα μέτρα για την ενίσχυση της εποπτείας της οικονομικής πολιτικής στο γραφείο του πρωθυπουργού, διορίζοντας τη Μινούς Σαφίκ, πρώην αναπληρώτρια του επικεφαλής της Τράπεζας Αγγλίας, ως κύρια οικονομική σύμβουλό του και μετακινώντας τον Ντάρεν Τζόουνς από το υπουργείο Οικονομικών σε μια νέα θέση ως κύριο γραμματέα του πρωθυπουργού. Αυτά τα σταδιακά μέτρα ενδέχεται να αλλάξουν ορισμένες από τις πολιτικές δυναμικές μεταξύ του γραφείου του πρωθυπουργού και του υπουργείου Οικονομικών, αλλά δεν θα υπονομεύσουν δραστικά την παντοδυναμία του υπουργείου Οικονομικών στο Γουάιτχολ. Ενας παράγοντας που έχει αποδειχθεί τα τελευταία χρόνια αγκάθι για το υπουργείο Οικονομικών είναι το Γραφείο για την Ευθύνη του Προϋπολογισμού, ο δημοσιονομικός ελεγκτικός φορέας που ιδρύθηκε από τον Οσμπορν το 2010 με σκοπό την παροχή ανεξάρτητης αξιολόγησης της φορολογικής και δημοσιονομικής πολιτικής και την ευθυγράμμιση της οικονομικής διακυβέρνησης της Βρετανίας με εκείνη των άλλων χωρών της G7. Ωστόσο, πολλοί εντός του υπουργείου Οικονομικών θρηνούν πλέον τη μεταμόρφωση του OBR από τεχνοκρατικό αξιολογητή σε αρχή που μπορεί να δημιουργήσει ή να καταστρέψει μια κυβέρνηση. Οι προβλέψεις του εποπτικού οργανισμού για τη μελλοντική πορεία της οικονομίας ανάγκασαν την κυβέρνηση να προχωρήσει σε περικοπές των κοινωνικών παροχών, τις οποίες δεν μπόρεσε να περάσει από τους βουλευτές της φέτος.

Οι επικείμενες αλλαγές του OBR στις προβλέψεις του για την παραγωγικότητα, την Τετάρτη, είναι ένας σημαντικός λόγος για τον οποίο η Ριβς θα πρέπει να προχωρήσει σε μία από τις μεγαλύτερες δημοσιονομικές εξυγιάνσεις των τελευταίων δεκαετιών, μετά την αύξηση των φόρων κατά 40 δισ. λίρες που επέβαλε πέρυσι. Το New Economics Foundation, μια αριστερή δεξαμενή σκέψης, ζητά από το Εργατικό Κόμμα να αναδιοργανώσει το OBR και να δημιουργήσει ένα Γραφείο Δημοσιονομικής Διαφάνειας, προκειμένου να σπάσει τον φαύλο κύκλο των προβλέψεων που καθοδηγούν τη δημοσιονομική πολιτική, αντί να συμβαίνει το αντίθετο. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το οποίο συμβουλεύει τα ιδρυτικά μέλη του σχετικά με τις βέλτιστες πρακτικές, πρότεινε έναν υπολογισμό του περιθωρίου ετησίως αντί για δύο. Το υπουργείο Οικονομικών εξετάζει αυτήν την πρόταση.


ΠΗΓΗ: Times Media Ltd / News Licensing