Ο Πούτιν πιστεύει ότι η Δύση έχει εγκαταλείψει την Ουκρανία
The Times
Το Κρεμλίνο αντιλαμβάνεται ότι η δημιουργία μιας ζώνης συνεχών αναταραχών θα εντείνει τη δυσαρέσκεια στις χώρες του ΝΑΤΟ λόγω των εξόδων για την άμυνα
Στα αρχικά τους στάδια, οι ειρηνευτικές συνομιλίες ενδεχομένως μοιάζουν με ατέρμονη αντιπαράθεση χωρίς άμεσα αποτελέσματα. Η εβδομάδα ξεκίνησε νωχελικά σε ένα ξενοδοχείο γκολφ στο Μαϊάμι, καθώς οι ΗΠΑ προσπαθούσαν να περιορίσουν τις προτεραιότητες του Κιέβου. Στη συνέχεια, ο απεσταλμένος του Ντόναλντ Τραμπ βρέθηκε στο Κρεμλίνο, μόνο για να περιμένει μάταια, καθώς ο Βλαντίμιρ Πούτιν επινόησε νέους τρόπους για να καθυστερήσει τις εξελίξεις.
Ο άμεσος, μάλλον φιλόδοξος, στόχος των ΗΠΑ είναι η επίτευξη της εκεχειρίας τα Χριστούγεννα, για να κερδηθεί χρόνος ώστε κάποια στιγμή στο μέλλον (ίσως τα Χριστούγεννα του 2026) να παρουσιαστεί μια συμφωνία-πλαίσιο για την ειρήνη, με ασαφείς λεπτομέρειες. Ο στόχος των Ρωσίες είναι είτε να συνεταιριστεί με τον Τραμπ σε όλη αυτή τη διαδικασία είτε να τον καθυστερήσει μέχρι να χάσει το ενδιαφέρον του - και τότε να ανακηρύξει τα κατεχόμενα ουκρανικά εδάφη ως αναφαίρετο ρωσικό δικαίωμα.
Τότε μόνο, κι αφού αποκτήσει στα χέρια του ένα έγγραφο με τον τίτλο «Ειρήνη στην Εποχή μας», γραμμένο στα Κυριλλικά, είναι πιθανό να αποκαλυφθεί η πλήρης στρατηγική του Πούτιν, ένα τριπλό πλήγμα που ξεπερνά την πρόθεσή του για μετατροπή της Ουκρανίας από σύγχρονο κράτος σε υποταγμένη επαρχία.
Πρώτον, ο Πούτιν θέλει να επαναπροσδιορίσει τα δυτικά σύνορα με τη Ρωσία ως μια ζώνη συνεχών αναταραχών. Αυτός είναι ο πιο άμεσος τρόπος για να αποτρέψει την επέκταση της επιρροής του ΝΑΤΟ. Η ρωσική ανάμειξη στις πρόσφατες εκλογές στη Μολδαβία κατέδειξε την έκβαση των εξελίξεων. Η εκστρατεία βομβαρδισμών κατά των Ουκρανών πολιτών στοχεύει όχι μόνο στην αποδυνάμωση της υποστήριξης προς τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι, αλλά και στην αποτροπή οποιουδήποτε άλλου γείτονα από το να ακολουθήσει παρόμοιο δρόμο.
Δεύτερον, η Μόσχα θέλει να σταματήσει τον επανεξοπλισμό της Ευρώπης. Ακόμη και μια κακή συμφωνία ειρήνης με τον Πούτιν θα προκαλέσει εκλογικές αντιδράσεις στη Δύση κατά της αύξησης των δαπανών για την άμυνα. Ακροδεξιές παρατάξεις σε όλη την ήπειρο αντιγράφουν επιχειρήματα της αριστεράς, υποστηρίζοντας ότι ένα στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα έχει καταλάβει τον έλεγχο των ευρωπαϊκών πολιτικών. Σύμφωνα με τους επικριτές, τα χρήματα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την κατασκευή περισσότερων φυλακών, καλύτερο έλεγχο των συνόρων και τη δημιουργία πιο αποτελεσματικών εθνικών συστημάτων υγείας, ξοδεύονται για την απόκτηση πυραύλων αεράμυνας με σκοπό τον εξοπλισμό αχάριστων και διεφθαρμένων ξένων δυνάμεων, ώστε να προστατευτούν από μια Ρωσία που επιδιώκει τη διαμόρφωση μιας ειρηνικής περιοχής. Αρκεί απλώς μια απλή προσομοίωση της ειρηνευτικής διαδικασίας από πλευράς του Κρεμλίνου για να ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων.
Τέλος, ο Πούτιν εμφανίζεται πεπεισμένος ότι πρέπει να εκμεταλλευτεί τον πόλεμο (και την υπόσχεση για τον τερματισμό του) ως μέσο επαναπροσδιορισμού της Δύσης. Η αδιαφορία του Τραμπ για πολλά ευρωπαϊκά θέματα και η αυξανόμενη προσοχή στις προκλήσεις της Κίνας έχουν ήδη παίξει σημαντικό ρόλο προς αυτή την κατεύθυνση. Ωστόσο, υπάρχει ήδη μια νέα διαχωριστική γραμμή ανατολής-δύσης στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ. Αφενός, οι σύμμαχοι που βρίσκονται πιο κοντά στα ρωσικά σύνορα πιστεύουν ότι θα είναι οι επόμενοι στη σειρά μόλις κηρυχθεί το τέλος του πολέμου στην Ουκρανία. Χώρες όπως η Εσθονία, η Λιθουανία και η Λετονία, που κάποτε ανήκαν στη Σοβιετική Ένωση, καθώς και πρώην κράτη του Συμφώνου της Βαρσοβίας όπως η Πολωνία, έχουν αυξήσει σημαντικά τις αμυντικές δαπάνες τους και, ως αποτέλεσμα, έχουν βρεθεί στο στόχαστρο ρωσικών επιχειρήσεων σαμποτάζ και κυβερνοεπιθέσεων.
Αφετέρου, στα δυτικά της Δύσης τα εν λόγω ζητήματα εξακολουθούν να κρίνονται ήσσονος σημασίας. Η Ισπανία αυξάνει ελαφρώς τις αμυντικές δαπάνες της, αλλά θα δυσκολευτεί να φτάσει το 2% του ΑΕΠ μέχρι του χρόνου. Η Ιρλανδία δηλώνει ξεκάθαρα ουδέτερη και δεν είναι μέλος του ΝΑΤΟ, αλλά παίζει καθοριστικό ρόλο στην προστασία των διατλαντικών αγωγών δεδομένων που διέρχονται από το έδαφός της. Ο προϋπολογισμός άμυνας της είναι ο μικρότερος στην ΕΕ, μόλις περίπου το ένα τέταρτο του 1% του ΑΕΠ. Επίσης δεν διαθέτει ειδική υπηρεσία πληροφοριών και, ως εκ τούτου, δεν είναι σε θέση να παρακολουθεί τυχόν ρωσικές διεισδύσεις. Και μόνο τέσσερα από τα οκτώ πολεμικά πλοία της βρίσκονται σε ετοιμότητα. Για ένα νησιωτικό κράτος που λειτουργεί ως «κερκόπορτα» της Ευρώπης, αυτό συνιστά τρομακτική αμέλεια.
Πολλές ευρωπαϊκές χώρες έχουν μια εξίσου ισχυρή ειρηνιστική παράδοση από τον χώρο της αριστεράς, αλλά κατά καιρούς έχουν προσπαθήσει, όπως η Γερμανία (η οποία θέλει να δημιουργήσει τον ισχυρότερο συμβατικό στρατό στην ΕΕ την επόμενη δεκαετία), να αναλάβουν δράση για να αντιμετωπίσουν τη ρωσική απειλή. Πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι οι περισσότεροι πολίτες στη Γερμανία, τη Γαλλία και την Πολωνία υποστηρίζουν την επαναφορά μιας κάποιας μορφής υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας. Ωστόσο, ο Πούτιν φαίνεται να εκτιμά ότι οι διαφορές στην αντίληψη της απειλής εντός της Ευρώπης είναι τόσο μεγάλες, ώστε είναι αρκετό να μιλάει για ειρήνη (ενώ συνεχίζει να πολεμά στην Ουκρανία) ώστε οι πρόσθετες αμυντικές δεσμεύσεις να φαίνονται ως μια ακριβή πολυτέλεια για τους Δυτικούς. Το γεγονός αυτό θα αποτελέσει ένα από τα σημεία ρήξης του 2026, αν ο Πούτιν επιτύχει τον σκοπό του: τα πλουσιότερα δυτικά κράτη να είναι έτοιμα να συνεχίσουν να χρηματοδοτούν και να εξοπλίζουν τις αντιρωσικές δυνάμεις, παρά την αυξανόμενη αντίσταση (και το σκεπτικισμό για την ουκρανική ηγεσία) από τα ακροδεξιά κόμματα και, σε ορισμένες χώρες, από το ευρύ κοινό.
Ο Πούτιν βασίζεται στην ικανότητά του να ανανεώσει τις δικές του δυνάμεις για ένα ακόμη έτος μάχης. Όμως στη Δύση έχει αρχίσει να γίνεται αντιληπτή η εμφάνιση μιας μεταπολεμικής γενιάς, κουρασμένης από την κοινωνική αβεβαιότητα που συνοδεύει έναν μακροχρόνιο πόλεμο. Όπως εκτιμά ο Πούτιν, η Δύση έχει κουραστεί και αναζητά μια διέξοδο.
Όμως, στην πραγματικότητα, το αφήγημα δεν αφορά τόσο την κόπωση της δυτικής συμπόνιας ή το οικονομικό κενό του Κιέβου, όσο το γεγονός ότι η Ρωσία δεν ξέρει πώς να κερδίσει τον πόλεμο που ξεκίνησε, καθώς και με ποιον τρόπο να αντιμετωπίσει τις επαναλαμβανόμενες αποτυχίες της στο πεδίο της μάχης. Ο Πούτιν προσπαθεί να παρατείνει την ειρηνευτική διαδικασία με τρόπο που να εκθέτει τα ρήγματα στη Δύση, κι όχι τις δικές του αδυναμίες. Τελικά, επιδιώκει την κάλυψη της δικής του ανικανότητας ως ηγέτη πολέμου και την αντικατάστασή της με την εικόνα ενός ηρωικού υπερασπιστή που διαίρεσε τη διατλαντική συμμαχία, εγκλώβισε τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ και επανέκτησε την επιρροή της Ρωσίας.
Μετά το τέλος των συγκρούσεων στην Ουκρανία, δεν μπορούμε να επιτρέψουμε την παραποίηση της ιστορίας. Τα παγωμένα ρωσικά κεφάλαια στο Βέλγιο και αλλού πρέπει να «ξεπαγώσουν» και να χρησιμοποιηθούν όχι μόνο για την ανοικοδόμηση της χώρας, αλλά και για την αποκατάσταση της δικής μας αξιοπιστίας.
ΠΗΓΗ: Times Media Ltd / News Licensing
Ο άμεσος, μάλλον φιλόδοξος, στόχος των ΗΠΑ είναι η επίτευξη της εκεχειρίας τα Χριστούγεννα, για να κερδηθεί χρόνος ώστε κάποια στιγμή στο μέλλον (ίσως τα Χριστούγεννα του 2026) να παρουσιαστεί μια συμφωνία-πλαίσιο για την ειρήνη, με ασαφείς λεπτομέρειες. Ο στόχος των Ρωσίες είναι είτε να συνεταιριστεί με τον Τραμπ σε όλη αυτή τη διαδικασία είτε να τον καθυστερήσει μέχρι να χάσει το ενδιαφέρον του - και τότε να ανακηρύξει τα κατεχόμενα ουκρανικά εδάφη ως αναφαίρετο ρωσικό δικαίωμα.
Τότε μόνο, κι αφού αποκτήσει στα χέρια του ένα έγγραφο με τον τίτλο «Ειρήνη στην Εποχή μας», γραμμένο στα Κυριλλικά, είναι πιθανό να αποκαλυφθεί η πλήρης στρατηγική του Πούτιν, ένα τριπλό πλήγμα που ξεπερνά την πρόθεσή του για μετατροπή της Ουκρανίας από σύγχρονο κράτος σε υποταγμένη επαρχία.
Πρώτον, ο Πούτιν θέλει να επαναπροσδιορίσει τα δυτικά σύνορα με τη Ρωσία ως μια ζώνη συνεχών αναταραχών. Αυτός είναι ο πιο άμεσος τρόπος για να αποτρέψει την επέκταση της επιρροής του ΝΑΤΟ. Η ρωσική ανάμειξη στις πρόσφατες εκλογές στη Μολδαβία κατέδειξε την έκβαση των εξελίξεων. Η εκστρατεία βομβαρδισμών κατά των Ουκρανών πολιτών στοχεύει όχι μόνο στην αποδυνάμωση της υποστήριξης προς τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι, αλλά και στην αποτροπή οποιουδήποτε άλλου γείτονα από το να ακολουθήσει παρόμοιο δρόμο.
Δεύτερον, η Μόσχα θέλει να σταματήσει τον επανεξοπλισμό της Ευρώπης. Ακόμη και μια κακή συμφωνία ειρήνης με τον Πούτιν θα προκαλέσει εκλογικές αντιδράσεις στη Δύση κατά της αύξησης των δαπανών για την άμυνα. Ακροδεξιές παρατάξεις σε όλη την ήπειρο αντιγράφουν επιχειρήματα της αριστεράς, υποστηρίζοντας ότι ένα στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα έχει καταλάβει τον έλεγχο των ευρωπαϊκών πολιτικών. Σύμφωνα με τους επικριτές, τα χρήματα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την κατασκευή περισσότερων φυλακών, καλύτερο έλεγχο των συνόρων και τη δημιουργία πιο αποτελεσματικών εθνικών συστημάτων υγείας, ξοδεύονται για την απόκτηση πυραύλων αεράμυνας με σκοπό τον εξοπλισμό αχάριστων και διεφθαρμένων ξένων δυνάμεων, ώστε να προστατευτούν από μια Ρωσία που επιδιώκει τη διαμόρφωση μιας ειρηνικής περιοχής. Αρκεί απλώς μια απλή προσομοίωση της ειρηνευτικής διαδικασίας από πλευράς του Κρεμλίνου για να ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων.
Τέλος, ο Πούτιν εμφανίζεται πεπεισμένος ότι πρέπει να εκμεταλλευτεί τον πόλεμο (και την υπόσχεση για τον τερματισμό του) ως μέσο επαναπροσδιορισμού της Δύσης. Η αδιαφορία του Τραμπ για πολλά ευρωπαϊκά θέματα και η αυξανόμενη προσοχή στις προκλήσεις της Κίνας έχουν ήδη παίξει σημαντικό ρόλο προς αυτή την κατεύθυνση. Ωστόσο, υπάρχει ήδη μια νέα διαχωριστική γραμμή ανατολής-δύσης στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ. Αφενός, οι σύμμαχοι που βρίσκονται πιο κοντά στα ρωσικά σύνορα πιστεύουν ότι θα είναι οι επόμενοι στη σειρά μόλις κηρυχθεί το τέλος του πολέμου στην Ουκρανία. Χώρες όπως η Εσθονία, η Λιθουανία και η Λετονία, που κάποτε ανήκαν στη Σοβιετική Ένωση, καθώς και πρώην κράτη του Συμφώνου της Βαρσοβίας όπως η Πολωνία, έχουν αυξήσει σημαντικά τις αμυντικές δαπάνες τους και, ως αποτέλεσμα, έχουν βρεθεί στο στόχαστρο ρωσικών επιχειρήσεων σαμποτάζ και κυβερνοεπιθέσεων.
Αφετέρου, στα δυτικά της Δύσης τα εν λόγω ζητήματα εξακολουθούν να κρίνονται ήσσονος σημασίας. Η Ισπανία αυξάνει ελαφρώς τις αμυντικές δαπάνες της, αλλά θα δυσκολευτεί να φτάσει το 2% του ΑΕΠ μέχρι του χρόνου. Η Ιρλανδία δηλώνει ξεκάθαρα ουδέτερη και δεν είναι μέλος του ΝΑΤΟ, αλλά παίζει καθοριστικό ρόλο στην προστασία των διατλαντικών αγωγών δεδομένων που διέρχονται από το έδαφός της. Ο προϋπολογισμός άμυνας της είναι ο μικρότερος στην ΕΕ, μόλις περίπου το ένα τέταρτο του 1% του ΑΕΠ. Επίσης δεν διαθέτει ειδική υπηρεσία πληροφοριών και, ως εκ τούτου, δεν είναι σε θέση να παρακολουθεί τυχόν ρωσικές διεισδύσεις. Και μόνο τέσσερα από τα οκτώ πολεμικά πλοία της βρίσκονται σε ετοιμότητα. Για ένα νησιωτικό κράτος που λειτουργεί ως «κερκόπορτα» της Ευρώπης, αυτό συνιστά τρομακτική αμέλεια.
Πολλές ευρωπαϊκές χώρες έχουν μια εξίσου ισχυρή ειρηνιστική παράδοση από τον χώρο της αριστεράς, αλλά κατά καιρούς έχουν προσπαθήσει, όπως η Γερμανία (η οποία θέλει να δημιουργήσει τον ισχυρότερο συμβατικό στρατό στην ΕΕ την επόμενη δεκαετία), να αναλάβουν δράση για να αντιμετωπίσουν τη ρωσική απειλή. Πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι οι περισσότεροι πολίτες στη Γερμανία, τη Γαλλία και την Πολωνία υποστηρίζουν την επαναφορά μιας κάποιας μορφής υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας. Ωστόσο, ο Πούτιν φαίνεται να εκτιμά ότι οι διαφορές στην αντίληψη της απειλής εντός της Ευρώπης είναι τόσο μεγάλες, ώστε είναι αρκετό να μιλάει για ειρήνη (ενώ συνεχίζει να πολεμά στην Ουκρανία) ώστε οι πρόσθετες αμυντικές δεσμεύσεις να φαίνονται ως μια ακριβή πολυτέλεια για τους Δυτικούς. Το γεγονός αυτό θα αποτελέσει ένα από τα σημεία ρήξης του 2026, αν ο Πούτιν επιτύχει τον σκοπό του: τα πλουσιότερα δυτικά κράτη να είναι έτοιμα να συνεχίσουν να χρηματοδοτούν και να εξοπλίζουν τις αντιρωσικές δυνάμεις, παρά την αυξανόμενη αντίσταση (και το σκεπτικισμό για την ουκρανική ηγεσία) από τα ακροδεξιά κόμματα και, σε ορισμένες χώρες, από το ευρύ κοινό.
Ο Πούτιν βασίζεται στην ικανότητά του να ανανεώσει τις δικές του δυνάμεις για ένα ακόμη έτος μάχης. Όμως στη Δύση έχει αρχίσει να γίνεται αντιληπτή η εμφάνιση μιας μεταπολεμικής γενιάς, κουρασμένης από την κοινωνική αβεβαιότητα που συνοδεύει έναν μακροχρόνιο πόλεμο. Όπως εκτιμά ο Πούτιν, η Δύση έχει κουραστεί και αναζητά μια διέξοδο.
Όμως, στην πραγματικότητα, το αφήγημα δεν αφορά τόσο την κόπωση της δυτικής συμπόνιας ή το οικονομικό κενό του Κιέβου, όσο το γεγονός ότι η Ρωσία δεν ξέρει πώς να κερδίσει τον πόλεμο που ξεκίνησε, καθώς και με ποιον τρόπο να αντιμετωπίσει τις επαναλαμβανόμενες αποτυχίες της στο πεδίο της μάχης. Ο Πούτιν προσπαθεί να παρατείνει την ειρηνευτική διαδικασία με τρόπο που να εκθέτει τα ρήγματα στη Δύση, κι όχι τις δικές του αδυναμίες. Τελικά, επιδιώκει την κάλυψη της δικής του ανικανότητας ως ηγέτη πολέμου και την αντικατάστασή της με την εικόνα ενός ηρωικού υπερασπιστή που διαίρεσε τη διατλαντική συμμαχία, εγκλώβισε τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ και επανέκτησε την επιρροή της Ρωσίας.
Μετά το τέλος των συγκρούσεων στην Ουκρανία, δεν μπορούμε να επιτρέψουμε την παραποίηση της ιστορίας. Τα παγωμένα ρωσικά κεφάλαια στο Βέλγιο και αλλού πρέπει να «ξεπαγώσουν» και να χρησιμοποιηθούν όχι μόνο για την ανοικοδόμηση της χώρας, αλλά και για την αποκατάσταση της δικής μας αξιοπιστίας.
ΠΗΓΗ: Times Media Ltd / News Licensing
En