Το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό κινδυνεύει 3,5 φορές περισσότερο να προσβληθεί από κορονοϊό
Μεγαλύτερο κίνδυνο να προσβληθεί από κορονοϊό διατρέχει το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό σε σύγκριση με τον υπόλοιπο κόσμο, σύμφωνα με έρευνα που είδε το φως της δημοσιότητας.
Η έρευνα, που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Lancet, ανέλυσε τα δεδομένα που εισήγαγαν οι χρήστες σε μια ειδική εφαρμογή για την covid-19 για smartphones από τις 24 Μαρτίου ως τις 23 Απριλίου στη Βρετανία και τις ΗΠΑ. Στη συνέχεια συνέκριναν τον κίνδυνο μόλυνσης από τον κορονοϊό που διέτρεχε το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό με αυτό για τους υπόλοιπους χρήστες.
Ο αριθμός των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων covid-19 ήταν 2.747 ανά 100.000 χρήστες της εφαρμογής που ανήκαν στο ιατρονοσηλευτικό προσωπικό, έναντι 242 ανά 100.000 για τους υπόλοιπους που ανήκαν στον γενικό πληθυσμό.
Λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορές στην πρόσβαση σε διαγνωστικά τεστ μεταξύ του ιατρονοσηλευτικού προσωπικού και του υπόλοιπου πληθυσμού, οι συντάκτες της έρευνας «εκτιμούν ότι το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό είναι 3,4 φορές πιο πιθανό να βρεθεί θετικό στην covid-19».
Ο κίνδυνος για τα μέλη του ιατρονοσηλευτικού προσωπικού που δηλώνουν ότι προέρχονται από «εθνοτικές μειονότητες, είναι μαύροι ή Ασιάτες» είναι πέντε φορές μεγαλύτερος, ακόμη και αν ληφθούν υπόψη τυχόν υποκείμενα νοσήματα, διευκρινίζουν οι συντάκτες.
«Τα αποτελέσματά μας επιβεβαιώνουν τις δομικές ανισότητες απέναντι στην covid-19. Το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό που προέρχεται από κάποια εθνοτική μειονότητα ήταν πιο πιθανό να εργάζεται σε πιο επικίνδυνα κλινικά περιβάλλοντα, με ύποπτα ή επιβεβαιωμένα κρούσματα covid-19, και είχε μικρότερη πρόσβαση σε επαρκή εξοπλισμό ατομικής προστασίας», επεσήμανε η δρ Έρικα Ουόρνερ της ιατρικής σχολής του Χάρβαρντ.
Όπως ήταν αναμενόμενο η πρόσβαση σε μάσκες, γάντια, στολές και άλλα προστατευτικά μέσα είναι επίσης σημαντικός παράγοντας αύξησης του κινδύνου μόλυνσης από τον κορονοϊό.
Το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό που χρησιμοποιούσε «ανεπαρκή» εξοπλισμό κινδύνευε 1,3 φορά περισσότερο από όσους δήλωσαν ότι είχαν πρόσβαση σε ικανοποιητικό εξοπλισμό ατομικής προστασίας, εξήγησαν οι συντάκτες της έρευνας, διευκρινίζοντας ότι αυτή διεξήχθη σε μια περίοδο που υπήρχαν ελλείψεις σε τέτοιου είδους εξοπλισμό.
Η έρευνα, που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Lancet, ανέλυσε τα δεδομένα που εισήγαγαν οι χρήστες σε μια ειδική εφαρμογή για την covid-19 για smartphones από τις 24 Μαρτίου ως τις 23 Απριλίου στη Βρετανία και τις ΗΠΑ. Στη συνέχεια συνέκριναν τον κίνδυνο μόλυνσης από τον κορονοϊό που διέτρεχε το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό με αυτό για τους υπόλοιπους χρήστες.
Ο αριθμός των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων covid-19 ήταν 2.747 ανά 100.000 χρήστες της εφαρμογής που ανήκαν στο ιατρονοσηλευτικό προσωπικό, έναντι 242 ανά 100.000 για τους υπόλοιπους που ανήκαν στον γενικό πληθυσμό.
Λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορές στην πρόσβαση σε διαγνωστικά τεστ μεταξύ του ιατρονοσηλευτικού προσωπικού και του υπόλοιπου πληθυσμού, οι συντάκτες της έρευνας «εκτιμούν ότι το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό είναι 3,4 φορές πιο πιθανό να βρεθεί θετικό στην covid-19».
Ο κίνδυνος για τα μέλη του ιατρονοσηλευτικού προσωπικού που δηλώνουν ότι προέρχονται από «εθνοτικές μειονότητες, είναι μαύροι ή Ασιάτες» είναι πέντε φορές μεγαλύτερος, ακόμη και αν ληφθούν υπόψη τυχόν υποκείμενα νοσήματα, διευκρινίζουν οι συντάκτες.
«Τα αποτελέσματά μας επιβεβαιώνουν τις δομικές ανισότητες απέναντι στην covid-19. Το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό που προέρχεται από κάποια εθνοτική μειονότητα ήταν πιο πιθανό να εργάζεται σε πιο επικίνδυνα κλινικά περιβάλλοντα, με ύποπτα ή επιβεβαιωμένα κρούσματα covid-19, και είχε μικρότερη πρόσβαση σε επαρκή εξοπλισμό ατομικής προστασίας», επεσήμανε η δρ Έρικα Ουόρνερ της ιατρικής σχολής του Χάρβαρντ.
Όπως ήταν αναμενόμενο η πρόσβαση σε μάσκες, γάντια, στολές και άλλα προστατευτικά μέσα είναι επίσης σημαντικός παράγοντας αύξησης του κινδύνου μόλυνσης από τον κορονοϊό.
Το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό που χρησιμοποιούσε «ανεπαρκή» εξοπλισμό κινδύνευε 1,3 φορά περισσότερο από όσους δήλωσαν ότι είχαν πρόσβαση σε ικανοποιητικό εξοπλισμό ατομικής προστασίας, εξήγησαν οι συντάκτες της έρευνας, διευκρινίζοντας ότι αυτή διεξήχθη σε μια περίοδο που υπήρχαν ελλείψεις σε τέτοιου είδους εξοπλισμό.