Οι νεότεροι σε ηλικία πάσχοντες από COVID-19 έχουν περισσότερες πιθανότητες να χάσουν την αίσθηση της όσφρησης και της γεύσης σε σύγκριση με τους μεγαλύτερους ηλικιακά ασθενείς, σύμφωνα με νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Infection Prevention in Practice.

Οι Ιρλανδοί ερευνητές εξέτασαν 46 μολυσμένους ασθενείς, τους οποίους κάλεσαν να αξιολογήσουν τις αλλαγές στην όσφρηση, και στη γεύση (ανοσμία και δυσγευσία).

Σχεδόν οι μισοί από τους συμμετέχοντες βίωσαν διαταραχές στην όσφρηση και τη γεύση τους, φαινόμενο που αποτελεί γνωστό σύμπτωμα της μολυσματικής ασθένειας που προκαλεί ο ιός SARS-CoV-2. Ενώ, όμως, οι γηραιότεροι άνθρωποι είναι σε γενικές γραμμές πιο ευάλωτοι σε άλλες επιπτώσεις της COVID-19, οι νεότεροι ασθενείς ήταν πιο πιθανό να βιώσουν ανοσμία και αγευσία.

Η ερευνητική ομάδα αξιολόγησε τις λειτουργίες της γεύσης και της όσφρησης των ασθενών με COVID-19 σε μία μεμονωμένη ημέρα στο τέλος Μαρτίου, χρησιμοποιώντας μία κλίμακα από το 1 (καμία αλλαγή) έως το 5 (πολύ έντονη αλλαγή).

Όπως αναδείχθηκε από τα αποτελέσματα, σχεδόν οι μισοί ασθενείς –22 από τους 46, δηλαδή το 48%- ανέφεραν κάποιο βαθμό απώλειας της όσφρησης, ενώ περισσότεροι από τους μισούς –25 από τους 46, δηλαδή το 54%- ανέφερε απώλεια της γεύσης.

Το 28% των ασθενών (13 άτομα) ανέφερε πλήρη απώλεια της όσφρησης, το 17% (8 άτομα) πλήρη απώλεια της γεύσης και το 15% (7 άτομα) ανέφερε πλήρη απώλεια και των δύο.

Σημειώνεται ότι οι βαθμολογίες σε γεύση και όσφρηση δεν σχετίστηκαν σημαντικά με το φύλο, το κάπνισμα ή την παρουσία άλλων ασθενειών, ωστόσο η μέση ηλικία των ασθενών με οποιοδήποτε βαθμό διαταραχής της όσφρησης ήταν σημαντικά μικρότερη από αυτή των ασθενών χωρίς το συγκεκριμένο σύμπτωμα.

Ειδικότερα, η μέση ηλικία των πασχόντων με διαταραχή της όσφρησης ήταν 30,5 έτη, ενώ όσων δεν είχαν το σύμπτωμα τα 41 έτη. Οι αντίστοιχες ηλικίες για τους ασθενείς με και χωρίς το σύμπτωμα της διαταραχής της γεύσης ήταν 34 και 40, με τους ερευνητές να σημειώνουν ότι οι νεότεροι ασθενείς επηρεάζονταν δυσανάλογα από τις διαταραχές στην όσφρηση και όχι στη γεύση.

Όπως αναφέρεται στη μελέτη, είναι πιθανό η απώλεια της γεύσης και της όσφρησης στους νεότερους ασθενείς να εμφανιστεί αντί πιο σοβαρών συμπτωμάτων όπως ο βήχας και ο πυρετός, παρόλα αυτά, οι άνθρωποι θα πρέπει να τίθενται από μόνοι τους σε καραντίνα αν παρατηρήσουν τα συμπτώματα αυτά, που αποτελούν επίσημα αναγνωρισμένα σημάδια της νόσου.

Τα ευρήματα αυτά προστίθενται στα στοιχεία σχετικά με την απώλεια της γεύσης και της όσφρησης στους πάσχοντες από COVID-19 και καταδεικνύουν αυξημένη συχνότητα τέτοιων διαταραχών στους νεότερους ασθενείς», επισημαίνει ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, Colm Kerr από το Νοσοκομείο St. James του Δουβλίνου.

Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι η μελέτη αυτή αποτελεί μια ανασκοπική ανάλυση μιας μικρής κοόρτης ασθενών με COVID-19, επομένως τα αποτελέσματα μπορεί να μην είναι αντιπροσωπευτικά για την παρουσία άλλων στοιχείων σε ασθενείς με πιο σοβαρές μορφές της νόσου, γι’αυτό και οι διαταραχές αυτές θα πρέπει να διερευνηθούν περαιτέρω σε περισσότερους ασθενείς με ποικιλία όσον αφορά στη σοβαρότητα των περιστατικών.