Ένα νέο τεστ αίματος ανιχνεύει ποιοι κινδυνεύουν περισσότερο από τον κοροναϊό
Επιστήμονες στις ΗΠΑ ανέπτυξαν ένα σχετικά απλό και γρήγορο (rapid) τεστ αίματος, το οποίο σε λιγότερο από μία ώρα μπορεί να προβλέψει -μέσα στο πρώτο 24ωρο από την εισαγωγή των ασθενών στο νοσοκομείο- ποιοι κινδυνεύουν περισσότερο από σοβαρές επιπλοκές ή θάνατο λόγω σοβαρής νόσου Covid-19.
Οι ερευνητές της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ουάσιγκτον, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό "JCI Insight", δοκίμασαν το τεστ σε σχεδόν 100 ασθενείς που μόλις είχαν εισαχθεί στο νοσοκομείο λόγω μόλυνσης από τον κορονοϊό SARS-CoV-2.
Το τεστ μετρά τα επίπεδα του μιτοχονδριακού DNA, το οποίο κανονικά βρίσκεται μέσα στα κύτταρα, αλλά όταν διαρρέει στην κυκλοφορία του αίματος, αυτό αποτελεί ένδειξη για βίαιο θάνατο (νέκρωση) των κυττάρων μέσα στο σώμα λόγω της λοίμωξης από τον ιό. Τα ανιχνευόμενα επίπεδα του μιτοχονδριακού DNA στο αίμα αποκαλύπτουν πόσο έχει προχωρήσει η βλάβη στους ιστούς των πνευμόνων, των νεφρών και άλλων ζωτικών οργάνων.
Όπως διαπιστώθηκε, τα επίπεδα του μιτοχονδριακού DNA είναι πολύ υψηλότερα στους ασθενείς που τελικά εισάγονται σε μονάδα εντατικής θεραπείας (ΜΕΘ), διασωληνώνονται ή πεθαίνουν - και αυτό άσχετα από την ηλικία, το φύλο και τα όποια υποκείμενα νοσήματα. Αναλυτικότερα, κατά μέσο όρο, τα επίπεδα αυτά βρέθηκαν περίπου δέκα φορές μεγαλύτερα στους ασθενείς Covid-19 με σοβαρή δυσλειτουργία των πνευμόνων, οι οποίοι τελικά πέθαναν. Οι ασθενείς με υψηλά επίπεδα μιτοχονδριακού DNA στο αίμα τους είχαν επίσης σχεδόν εξαπλάσια πιθανότητα να διασωληνωθούν, τριπλάσια να εισαχθούν σε ΜΕΘ και σχεδόν διπλάσια να πεθάνουν, σε σχέση με όσους ασθενείς είχαν τα χαμηλότερα επίπεδα κατά την εισαγωγή τους στο νοσοκομείο.
Έτσι, ο εν λόγω βιοδείκτης, τον οποίο μετρά το νέο τεστ, επιτρέπει να γίνει μια πρόβλεψη για την εξέλιξη της πορείας του νόσου σε έναν ασθενή. Επίσης αποτελεί εργαλείο για τον καλύτερο σχεδιασμό των κλινικών δοκιμών, καθώς εντοπίζει εκείνους τους ασθενείς που δυνητικά μπορούν να ωφεληθούν πιο πολύ από μια θεραπεία υπό δοκιμή. Ακόμη, θα μπορούσε να βοηθήσει να αξιολογηθεί η αποτελεσματικότητα μιας νέας θεραπείας, στο μέτρο που αυτή μειώνει τα επίπεδα των μιτοχονδρίων στο αίμα.
«Αν μπορούμε να εκτιμήσουμε μέσα στις πρώτες 24 ώρες από την εισαγωγή στο νοσοκομείο κατά πόσο ένας ασθενής θα χρειασθεί αιμοκάθαρση ή διασωλήνωση ή χορήγηση φαρμάκων για να μην πέσει η αρτηριακή πίεση του πολύ χαμηλά, αυτό θα άλλαζε τον τρόπο διαλογής των ασθενών και την πιο έγκαιρη διαχείριση της πορείας της νόσου», ανέφεραν οι ερευνητές.
Θα χρειασθούν πάντες μεγαλύτερες μελέτες για να επιβεβαιώσουν τις δυνατότητες του τεστ, προτού αυτό εγκριθεί από την Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) των ΗΠΑ και αξιοποιηθεί κλινικά.
Οι ερευνητές της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ουάσιγκτον, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό "JCI Insight", δοκίμασαν το τεστ σε σχεδόν 100 ασθενείς που μόλις είχαν εισαχθεί στο νοσοκομείο λόγω μόλυνσης από τον κορονοϊό SARS-CoV-2.
Το τεστ μετρά τα επίπεδα του μιτοχονδριακού DNA, το οποίο κανονικά βρίσκεται μέσα στα κύτταρα, αλλά όταν διαρρέει στην κυκλοφορία του αίματος, αυτό αποτελεί ένδειξη για βίαιο θάνατο (νέκρωση) των κυττάρων μέσα στο σώμα λόγω της λοίμωξης από τον ιό. Τα ανιχνευόμενα επίπεδα του μιτοχονδριακού DNA στο αίμα αποκαλύπτουν πόσο έχει προχωρήσει η βλάβη στους ιστούς των πνευμόνων, των νεφρών και άλλων ζωτικών οργάνων.
Όπως διαπιστώθηκε, τα επίπεδα του μιτοχονδριακού DNA είναι πολύ υψηλότερα στους ασθενείς που τελικά εισάγονται σε μονάδα εντατικής θεραπείας (ΜΕΘ), διασωληνώνονται ή πεθαίνουν - και αυτό άσχετα από την ηλικία, το φύλο και τα όποια υποκείμενα νοσήματα. Αναλυτικότερα, κατά μέσο όρο, τα επίπεδα αυτά βρέθηκαν περίπου δέκα φορές μεγαλύτερα στους ασθενείς Covid-19 με σοβαρή δυσλειτουργία των πνευμόνων, οι οποίοι τελικά πέθαναν. Οι ασθενείς με υψηλά επίπεδα μιτοχονδριακού DNA στο αίμα τους είχαν επίσης σχεδόν εξαπλάσια πιθανότητα να διασωληνωθούν, τριπλάσια να εισαχθούν σε ΜΕΘ και σχεδόν διπλάσια να πεθάνουν, σε σχέση με όσους ασθενείς είχαν τα χαμηλότερα επίπεδα κατά την εισαγωγή τους στο νοσοκομείο.
Έτσι, ο εν λόγω βιοδείκτης, τον οποίο μετρά το νέο τεστ, επιτρέπει να γίνει μια πρόβλεψη για την εξέλιξη της πορείας του νόσου σε έναν ασθενή. Επίσης αποτελεί εργαλείο για τον καλύτερο σχεδιασμό των κλινικών δοκιμών, καθώς εντοπίζει εκείνους τους ασθενείς που δυνητικά μπορούν να ωφεληθούν πιο πολύ από μια θεραπεία υπό δοκιμή. Ακόμη, θα μπορούσε να βοηθήσει να αξιολογηθεί η αποτελεσματικότητα μιας νέας θεραπείας, στο μέτρο που αυτή μειώνει τα επίπεδα των μιτοχονδρίων στο αίμα.
«Αν μπορούμε να εκτιμήσουμε μέσα στις πρώτες 24 ώρες από την εισαγωγή στο νοσοκομείο κατά πόσο ένας ασθενής θα χρειασθεί αιμοκάθαρση ή διασωλήνωση ή χορήγηση φαρμάκων για να μην πέσει η αρτηριακή πίεση του πολύ χαμηλά, αυτό θα άλλαζε τον τρόπο διαλογής των ασθενών και την πιο έγκαιρη διαχείριση της πορείας της νόσου», ανέφεραν οι ερευνητές.
Θα χρειασθούν πάντες μεγαλύτερες μελέτες για να επιβεβαιώσουν τις δυνατότητες του τεστ, προτού αυτό εγκριθεί από την Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) των ΗΠΑ και αξιοποιηθεί κλινικά.