Μελέτη που συνέκρινε το υφιστάμενο εμβόλιο της Moderna με ένα νεότερο, πειραματικό εμβόλιο που σχεδιάστηκε ειδικά για την Όμικρον δεν εντόπισε καμία σημαντική διαφορά ως προς τα επίπεδα προστασίας από τη νέα παραλλαγή, εύρημα που υποδεικνύει ότι η τροποποίηση των σημερινών εμβολίων μπορεί τελικά να μην χρειαστεί.

Η μελέτη του αμερικανικού Εθνικού Ινστιτούτου Αλλεργίας και Λοιμωδών Νοσημάτων πραγματοποιήθηκε σε πιθήκους που εμβολιάστηκαν αρχικά με δύο δόσεις του σημερινού εμβολίου της Moderna και έλαβαν εννέα μήνες αργότερα είτε μια τρίτη δόση του ίδιου εμβολίου είτε μια δόση του νεότερου εμβολίου για την Όμικρον.

Στη συνέχεια τα πειραματόζωα εκτέθηκαν στον ιό προκειμένου να εκτιμηθεί το επίπεδο προστασίας. Και στις δύο περιπτώσεις καταγράφηκε «συγκρίσιμη και σημαντική αύξηση στην απόκριση των εξουδετερωτικών αντισωμάτων» έναντι όλων των παραλλαγών ανησυχίας, συμπεριλαμβανομένης της Όμικρον.

«Πολύ καλά νέα»

«Πρόκειται για καλά, πολύ καλά νέα» σχολίασε στο Reuters ο δρ Ντάνιελ Ντούεκ, μέλος της ερευνητικής ομάδας που υπογράφει την προδημοσίευση της μελέτης στο ηλεκτρονικό αποθετήριο BioRxiv. «Σημαίνει ότι δεν θα χρειαστεί να επανασχεδιάσουμε ριζικά το εμβόλιο» εξήγησε.

Ο Ντούεκ δήλωσε πως πιστεύει πως τόσο το σημερινό εμβόλιο όσο και το νέο εμβόλιο για την Όμικρον προσφέρουν επαρκή διασταυρούμενη ανοσία, κάτι που σημαίνει ότι αναγνωρίζουν πολλές διαφορετικές παραλλαγές του κοροναϊού.

Τα ευρήματα της νέας μελέτης είναι παρόμοια με τα αποτελέσματα δοκιμής μιας αναμνηστικής δόσης της Moderna που είχε σχεδιαστεί ειδικά για την παραλλαγή Βήτα, επισήμανε ο δρ Τζον Μουρ, καθηγητής Ανοσολογίας στο Ιατρικό Κολέγο «Ουέιλ Κορνέλ», ο οποίος δεν συμμετείχε στη νέα μελέτη.

Επισήμανε ωστόσο ότι οριστικό συμπέρασμα δεν μπορεί να υπάρξει μέχρι να πραγματοποιηθούν αντίστοιχες δοκιμές σε ανθρώπους. «Τα δεδομένα από πιθήκους έχουν γενικά καλή προγνωστική ισχύ, χρειαζόμαστε όμως και τα δεδομένα από ανθρώπους» είπε.

Το πλεονέκτημα των δοκιμών σε πειραματόζωα είναι ότι οι ερευνητές μπορούν να τα εκθέτουν εσκεμμένα στον κοροναϊό προκειμένου να μετρούν την ανοσιακή τους απόκριση, κάτι που δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην περίπτωση των δοκιμών σε ανθρώπους, εξήγησε ο Μουρ.