Μετά τον παγκόσμιο σάλο που προκλήθηκε από την τεράστια έλλειψη του σκευάσματος Οzempic, το οποίο αντί για τους διαβητικούς ασθενείς κατέληγε σε πολίτες που απλώς ήθελαν να χάσουν βάρος, οι φαρμακευτικές εταιρείες προσπαθούν πλέον να βρουν το χάπι κατά της παχυσαρκίας. Έτσι, προκειμένου να «σωθούν» οι διαβητικοί, εντατικοποιείται η δημιουργία νέων σκευασμάτων αδυνατίσματος, με τις εταιρείες να έχουν πλέον επιδοθεί σε αγώνα δρόμου.

«Πραγματικά το παιχνίδι αλλάζει», σημειώνει ο δρ Robert Gabbay εκ μέρους της Αμερικανικής Διαβητολογικής Εταιρείας, καθώς «μερικοί άνθρωποι προτιμούν να παίρνουν το φάρμακό τους με τη μορφή χαπιού ή δισκίου, αντί για ενέσιμο, γιατί φοβούνται τις βελόνες».

Κλινικές δοκιμές

Τα αποτελέσματα δύο κλινικών δοκιμών, που παρουσιάστηκαν στο πλαίσιο επιστημονικών συνεδριών της Αμερικανικής Διαβητολογικής Εταιρείας, όπως μεταδίδει το NBC, δείχνουν την πρόοδο που έχουν σημειώσει οι εταιρείες όσον αφορά την ανάπτυξη ενός φαρμάκου απώλειας βάρους σε μορφή χαπιού, το οποίο θα περιέχει την ίδια δραστική ουσία με το Ozempic, που έχει γίνει ανάρπαστο για λάθος λόγους.

Η εταιρεία Novo Nordisk παρουσίασε τα αποτελέσματα μιας από του στόματος χορήγησης εκδοχής της σεμαγλουτίδης -της δραστικής ουσίας που εμπεριέχεται στα Ozempic και Wegovy- σε άτομα που είναι παχύσαρκα ή υπέρβαρα και δεν έχουν διαβήτη. Οι συμμετέχοντες στην κλινική δοκιμή έχασαν το 15% του σωματικού τους βάρους, κατά μέσον όρο, ύστερα από 68 εβδομάδες.

Ο δρ Mico Guevarra, επικεφαλής της έρευνας της Novo Nordis για το νέο φάρμακο σε μορφή χαπιού, δήλωσε στο NBC News ότι ένα από του στόματος σκεύασμα για την απώλεια βάρους θα έδινε στους ανθρώπους περισσότερες επιλογές, «αυτό όμως πιθανότατα δεν θα βγει στην αγορά φέτος», ενώ η εκπρόσωπος της εταιρείας,  Erika Arcieri, αποκάλυψε ότι θα υποβληθεί  αίτηση για έγκριση από τον FDA μέσα στο 2023.

Παράλληλα με την έρευνα της Novo Nordisk, και η εταιρεία Eli Lilly παρουσίασε αποτελέσματα για ένα φάρμακο απώλειας βάρους το οποίο χορηγείται από το στόμα. Οι συμμετέχοντες που έλαβαν το φάρμακο έχασαν κατά μέσον όρο 9,4% έως 14,7% του σωματικού βάρους τους, ανάλογα με τη δόση, έπειτα από 36 εβδομάδες. Τα αποτελέσματα των κλινικών δοκιμών δημοσιεύθηκαν στο «New England Journal of Medicine».