Ο καλός ασθενής είναι πάντα ο σωστά και καλά ενηµερωµένος ασθενής. Πράγµατι, οι ασθενείς, ιδιαιτέρως µια µεγάλη κατηγορία από αυτούς, οι οποίοι µπορεί να µετρούν ακόµα και περισσότερους από 1,4 εκατ. συνανθρώπους στη χώρα µας, οι διαβητικοί, είναι καλά ενηµερωµένοι. Αυτό µας γεµίζει ευθύνες και υποχρεώσεις, αλλά και σεβασµό.

«Πολύ τακτικά, παρακολουθούµε το τελευταίο διάστηµα πλήθος εστιατορίων, τόσο σε µεγάλα αστικά κέντρα όσο και σε τουριστικούς προορισµούς, όπως νησιά, αλλά και σε παραθαλάσσιες περιοχές, να έχουν εντάξει στο µενού τους την πρόβλεψη για πιάτα τα οποία απευθύνονται σε άτοµα µε σακχαρώδη διαβήτη», εξηγεί στα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» ο Χρήστος ∆αραµήλας, πρόεδρος της Πανελλήνιας Οµοσπονδίας Συλλόγων - Σωµατείων Ασθενών µε Σακχαρώδη ∆ιαβήτη (ΠΟΣΣΑΣ- ∆ΙΑ), ενώ ο ενδοκρινολόγος - διαβητολόγος Σπύρος Σαπουνάς χαρακτηρίζει, από τη δική του πλευρά, ως «στρατηγικά έξυπνη επιλογή και όχι απλώς κοινωνικά υπεύθυνη στάση» για έναν εστιάτορα «να εντάξει στο µενού του εστιατορίου του πιάτα κατάλληλα για διαβητικούς».

Ο ίδιος επισηµαίνει ότι «ο σακχαρώδης διαβήτης αποτελεί µια από τις πιο συχνά εµφανιζόµενες χρόνιες παθήσεις παγκοσµίως και ένας σηµαντικός αριθµός πολιτών είτε ζει µε διαβήτη είτε προσέχει τη διατροφή του για προληπτικούς λόγους».

Τι ζητά, όµως, ένας διαβητικός ασθενής από το εστιατόριο που έχει επιλέξει;


Ο κ. ∆αραµήλας µάς εξηγεί ότι «ένα άτοµο µε σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 µπορεί να καταναλώσει κάθε είδος τροφής, ακόµα και αν αυτό περιέχει ζάχαρη. Βασική προϋπόθεση είναι να γνωρίζει τα γραµµάρια των συστατικών της τροφής που πρόκειται να καταναλώσει και όχι τον τρόπο ή τα υλικά από τα οποία είναι κατασκευασµένη η τροφή που θα περιέχει το πιάτο του.

Αυτό συµβαίνει διότι, για να υπολογιστεί η δοσολογία ινσουλίνης, είναι αναγκαίο να γνωρίζω την ακριβή ποσότητα υδατανθράκων, πρωτεϊνών και λιπών της τροφής, ώστε, µε µαθηµατικές πράξεις, να τα µετατρέψω σε ινσουλίνη και να χορηγήσω την αντίστοιχη δοσολογία». Υπάρχει, όµως, και ένας άλλος τύπος διαβήτη.

Το ιδανικό για ένα άτοµο µε σακχαρώδη διαβήτη είναι να περιγράφεται η περιεκτικότητα ανά 100 γραµµάρια υδατανθράκων, λιπών και πρωτεϊνών ΧΡΗΣΤΟΣ ∆ΑΡΑΜΗΛΑΣ, ΠΡΟΕ∆ΡΟΣ ΤΗΣ ΠΟΣΣΑΣ∆ΙΑ

Ο κ. ∆αραµήλας είναι σαφής: «Στον σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 τα πράγµατα είναι δυσκολότερα, διότι η συνηθισµένη αγωγή είναι τα χάπια, τα οποία µπορούν να υποστηρίξουν τον πάσχοντα ώστε να καταναλώσει συγκεκριµένη ποσότητα γεύµατος ακολουθώντας την ίδια διαδικασία, δηλαδή υπολογίζοντας την περιεκτικότητα της τροφής σε υδατάνθρακες, πρωτεΐνες και λίπη».

Συνεπώς, σύµφωνα µε τον κ. ∆αραµήλα, «δεν είναι απαραίτητο στα µενού να περιγράφονται τα µπαχαρικά, τα λαχανικά ή όσπρια ή οτιδήποτε άλλο µπορεί να περιέχεται σε ένα συγκεκριµένο πιάτο, για να χαρακτηριστεί κατάλληλο για ένα άτοµο µε σακχαρώδη διαβήτη. Αυτό που θα το κάνει ιδανικό για ένα άτοµο µε σακχαρώδη διαβήτη είναι να περιγράφεται η περιεκτικότητα ανά 100 γραµµάρια υλικών που περιέχει το πιάτο σε γραµµάρια υδατανθράκων, λιπών και πρωτεϊνών, καθώς και πόση είναι η ποσότητα που χρησιµοποιήθηκε από το συγκεκριµένο υλικό στο πιάτο».

Τι συστήνει ο γιατρός

Από τη δική του πλευρά, εκείνη του ειδικού γιατρού, ο κ. Σαπουνάς καταρρίπτει στα «Π» µια ευρείας απήχησης αντίληψη σχετικά µε τη ζάχαρη. «Η απουσία ζάχαρης δεν είναι επαρκές κριτήριο. Τα γεύµατα θα πρέπει να χαρακτηρίζονται από χαµηλό έως µέτριο γλυκαιµικό δείκτη, ώστε να προκαλούν βραδύτερη και ελεγχόµενη αύξηση της γλυκόζης στο αίµα. Θα έλεγα σε έναν διαβητικό να επιλέξει πλήρη δηµητριακά, όσπρια, φυτικές ίνες και καλά λιπαρά, αντί για επεξεργασµένους υδατάνθρακες και επεξεργασµένα άλευρα».

Ο κ. Σαπουνάς συστήνει επίσης τι θα ήταν πιο χρήσιµο στη διατροφή του διαβητικού ασθενή: «Το ιδανικό πιάτο περιλαµβάνει σύνθετους υδατάνθρακες, πρωτεΐνη υψηλής βιολογικής αξίας και καλά λιπαρά. Αυτή η ισορροπία συµβάλλει στη σταθερότητα του σακχάρου και στον καλύτερο κορεσµό. Ενα εύκολο και χρήσιµο µνηµονικό είναι να διαιρείτε το πιάτο στα δύο και το ένα µισό να έχει λαχανικά και το άλλο µισό να διαιρείται εκ νέου σε πρωτεΐνες και υδατάνθρακες. Παράδειγµα: Κοτόπουλο µε κινόα, µπρόκολο στον ατµό και σάλτσα από ταχίνι και λεµόνι».

Η απουσία ζάχαρης δεν είναι επαρκές κριτήριο. Τα γεύµατα θα πρέπει να χαρακτηρίζονται από χαµηλό γλυκαιµικό δείκτη, για ελεγχόµενη αύξηση της γλυκόζης στο αίµα ΣΠΥΡΟΣ ΣΑΠΟΥΝΑΣ, ΕΝ∆ΟΚΡΙΝΟΛΟΓΟΣ - ∆ΙΑΒΗΤΟΛΟΓΟΣ

Επίσης, ο κ. Σαπουνάς έχει να δώσει και µια πολύ σηµαντική συµβουλή στους εστιάτορες και τους σεφ: «Οι άνθρωποι που ζουν µε σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 βασίζουν τη δόση της ινσουλίνης τους στην ποσότητα των υδατανθράκων που πρόκειται να καταναλώσουν. Γι’ αυτό είναι κρίσιµο να µπορούν να γνωρίζουν επακριβώς τις ποσότητες υδατανθράκων ανά πιάτο ή ανά µερίδα. Αν το εστιατόριό σας παρέχει τέτοιες πληροφορίες (σε µενού, φυλλάδιο ή ηλεκτρονικά), όχι µόνο θα ξεχωρίσει, αλλά και θα αποδείξει ότι προσεγγίζει υπεύθυνα τις ανάγκες µιας απαιτητικής οµάδας πελατών. Πρόκειται για σηµαντικό δείγµα επαγγελµατισµού και σεβασµού προς το άτοµο µε διαβήτη».

Τέλος, ο ειδικός γιατρός προτείνει ακόµα και επιδόρπια: «Τα επιδόρπια δεν χρειάζεται να αποκλειστούν. Μπορούν να είναι γευστικά και ασφαλή αν χρησιµοποιούνται φυσικά γλυκαντικά (όπως στέβια, ερυθριτόλη), ξηροί καρποί, κακάο και φρούτα χαµηλού γλυκαιµικού δείκτη, όπως µούρα ή µήλο. Παράδειγµα: Πουρές από µήλο και κανέλα µε βάση από καρύδια και αµύγδαλα».

Δημοσιεύθηκε στα Παραπολιτικά