Η γρίπη αποτελεί μια ξαφνική και ιδιαίτερα μεταδοτική λοίμωξη που επηρεάζει κυρίως το αναπνευστικό σύστημα και συνοδεύεται από έντονα γενικά συμπτώματα. Η θερμοκρασία του σώματος ανεβαίνει, παρατηρείται αίσθημα εξάντλησης και αδυναμίας, ενώ εμφανίζονται πονοκέφαλος και διάχυτοι πόνοι σε όλο το σώμα. Σχετικά με το εμβόλιο της γρίπης πρέπει να σημειωθεί ότι αποτελεί το αποτελεσματικότερο μέσο προστασίας αφού η απομόνωση του ασθενούς δεν επαρκεί λόγω του πολύ σύντομου χρόνου επώασης. Παρότι συνήθως θεωρείται σχετικά ήπια νόσος, μπορεί να εξελιχθεί σε σοβαρή και ακόμη και θανατηφόρα όταν παρουσιαστούν επιπλοκές. Κατά την περίοδο της Ασιατικής γρίπης το 1957 και 1958 καταγράφηκαν περίπου εβδομήντα χιλιάδες επιπλέον θάνατοι στις Ηνωμένες Πολιτείες μέσα σε διάστημα δώδεκα εβδομάδων. Κατά την τελευταία εικοσαετία πάνω από μισό εκατομμύριο άνθρωποι στη συγκεκριμένη χώρα έχουν χάσει τη ζωή τους λόγω διαφόρων επιδημιών γρίπης.

Διαβάστε: Δυσοίωνες οι προβλέψεις για τη γρίπη: Υψηλή μεταδοτικότητα και βαρύτερη νόσηση αναμένεται να έχει φέτος - "Καμπανάκι" για έγκαιρο εμβολιασμό

Υπολογίζεται ότι ένα στα εκατό άτομα που νοσούν χρειάζεται νοσηλεία και ότι κάθε χρόνο δέκα έως είκοσι χιλιάδες ασθενείς καταλήγουν. Η εξάπλωση του ιού είναι δύσκολο να περιοριστεί επειδή ο ιός διατηρείται σε ζώα και μεταλλάσσεται συχνά. Παρατηρήσεις έχουν δείξει ότι οι περισσότεροι θάνατοι κατά τη διάρκεια επιδημιών αφορούν παιδιά και ενήλικες με χρόνια προβλήματα υγείας, κυρίως άτομα άνω των εξήντα πέντε ετών. Για αυτούς συνιστάται ο ετήσιος εμβολιασμός. Τα σύγχρονα εμβόλια περιέχουν αδρανοποιημένους ιούς με κατεστραμμένο περίβλημα. Οι μορφές που περιείχαν ολοκληρωμένο περίβλημα είχαν ισχυρότερη δράση αλλά και σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες. Οι αδρανοποιημένοι ιοί δεν μπορούν να προκαλέσουν νόσο αλλά διατηρούν την ικανότητα να διεγείρουν την παραγωγή αντισωμάτων που προστατεύουν από τον ιό.

Καθώς οι αλλαγές στην πρωτεϊνική επιφάνεια του ιού συμβαίνουν συχνά, εμφανίζονται νέα στελέχη διαφορετικά ως προς την αντιγονική τους σύσταση. Για το λόγο αυτό, η σύνθεση του εμβολίου επανεκτιμάται κάθε χρόνο ώστε να προσαρμόζεται σύμφωνα με τις οδηγίες του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας και τα στελέχη που αναμένεται να επικρατήσουν. Συνήθως το εμβόλιο περιλαμβάνει δυο υπότυπους του στελέχους Α και έναν του στελέχους Β. Μετά τον εμβολιασμό η πιθανότητα εμφάνισης συμπτωμάτων μειώνεται κατά εξήντα έως ογδόντα τοις εκατό σε παιδιά και νεαρούς ενήλικες και στους ηλικιωμένους μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο σοβαρής νόσησης ή θανάτου.

Όσον αφορά τον ετήσιο εμβολιασμό, πρέπει να αναφερθεί ότι η γρίπη είναι συνήθως ήπια και δεν προκαλεί σοβαρή νόσηση στα άτομα χωρίς άλλα προβλήματα υγείας. Παράλληλα η προστασία που προσφέρει το εμβόλιο δεν έχει μεγάλη διάρκεια, τόσο επειδή ο ιός μεταλλάσσεται συχνά όσο και επειδή η ανοσολογική απόκριση εξασθενεί σχετικά γρήγορα. Για τον λόγο αυτό δεν θεωρείται απαραίτητος ο καθολικός εμβολιασμός του πληθυσμού αλλά πρέπει να εμβολιάζονται όσοι κινδυνεύουν περισσότερο.

Σύμφωνα με τις οδηγίες της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών προτεραιότητα εμβολιασμού έχουν:

• Άτομα άνω των εξήντα ετών
• Παιδιά και ενήλικες με παράγοντες κινδύνου όπως:

1. άσθμα ή άλλες χρόνιες παθήσεις των πνευμόνων
2. καρδιακές παθήσεις με σοβαρές επιπλοκές
3. ανοσοκαταστολή εκ γενετής ή λόγω θεραπείας
4. μεταμόσχευση οργάνων
5. δρεπανοκυτταρική νόσος ή άλλες αιμοσφαιρινοπάθειες
6. σακχαρώδης διαβήτης ή άλλα μεταβολικά νοσήματα
7. χρόνια νεφρική νόσος
8. νευρομυικά νοσήματα όπως νόσος Parkinson και σκλήρυνση κατά πλάκας

• Έγκυες σε όλα τα στάδια της κύησης
• Γυναίκες μετά τον τοκετό και θηλάζουσες
• Παιδιά που λαμβάνουν μακροχρόνια θεραπεία με ασπιρίνη
• Άτομα που βρίσκονται σε στενή επαφή με βρέφη κάτω των έξι μηνών ή με άτομα υψηλού κινδύνου
• Κλειστοί πληθυσμοί όπως σχολές και ιδρύματα
• Άτομα με παθολογική παχυσαρκία με δείκτη μάζας σώματος άνω του σαράντα
• Εργαζόμενοι στον τομέα της υγείας καθώς η προστασία των ασθενών τους είναι καθοριστική

Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι η αρτηριακή υπέρταση δεν θεωρείται παράγοντας κινδύνου.

Oι παρενέργειες από το εμβόλιο γρίπης

Σε σχέση με τις ανεπιθύμητες ενέργειες του εμβολίου, γενικά είναι ασφαλές. Οι συνήθεις αντιδράσεις είναι ερυθρότητα και οίδημα στο σημείο ένεσης, μικρός πυρετός, ρινίτιδα, βήχας, κόπωση, μυαλγίες, πονοκέφαλος και ναυτία. Οι αντιδράσεις αυτές είναι ήπιες και υποχωρούν γρήγορα. Η μοναδική σοβαρή αντίδραση που έχει καταγραφεί σε αυξημένο ποσοστό στο παρελθόν ήταν το σύνδρομο Guillain Barre την περίοδο 1976 με 1977. Από τότε δεν έχει παρατηρηθεί ξανά. Αντενδείξεις αποτελούν η σοβαρή αλλεργική αντίδραση σε προηγούμενη δόση, η αλλεργία στο αυγό και το ιστορικό αναφυλακτικής αντίδρασης σε κάποιο συστατικό.

Για όσους αναρωτιούνται πότε πρέπει να γίνει ο εμβολιασμός, η σύσταση είναι να πραγματοποιείται μια φορά τον χρόνο κατά τους φθινοπωρινούς μήνες. Μερικές φορές προτείνεται δεύτερη δόση, κυρίως σε άτομα που εμβολιάζονται για πρώτη φορά. Η χορήγηση γίνεται ενδομυικά στον δελτοειδή στους ενήλικες και στο πλάγιο μέρος του μηρού στα παιδιά. Η δράση αρχίζει περίπου είκοσι ημέρες μετά τον εμβολιασμό και διαρκεί έναν χρόνο. Μπορεί να δοθεί ταυτόχρονα με άλλα εμβόλια αρκεί να χορηγείται σε διαφορετικό σημείο του σώματος.

Για τα άτομα υψηλού κινδύνου που δεν μπορούν να εμβολιαστούν προβλέπεται εναλλακτική προστασία. Σε περιπτώσεις που ο εμβολιασμός δεν είναι δυνατός ή αντενδείκνυται μπορεί να χρησιμοποιηθεί η υδροχλωρική αμανταδίνη για πρόληψη ή θεραπεία του ιού τύπου Α της γρίπης. Η θεραπεία πρέπει να ξεκινά μέσα σε δύο ημέρες από την εμφάνιση των συμπτωμάτων και να διαρκεί μέχρι να υποχωρήσουν εντελώς. Νεότερα αντιιικά φάρμακα όπως η ζαναμιβίρη και η οσελταμιβίρη μπορούν επίσης να μειώσουν τη διάρκεια και τη βαρύτητα της νόσου όταν ληφθούν εγκαίρως.

Τελικά διαπιστώνεται ότι το εμβόλιο της γρίπης δεν συνδέεται με σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες και η σωστή χρήση του μειώνει σημαντικά τη νοσηρότητα και τη θνητότητα που προκαλεί ο ιός. Για τον λόγο αυτό θεωρείται απαραίτητο να εμβολιάζονται όλα τα άτομα που ανήκουν στις ομάδες υψηλού κινδύνου.